Γιάννης Ρίτσος - Φεύγοντας ἀπ᾿ τὴ Μονοβασιά

21.12.2021
Γιάννης Ρίτσος - Φεύγοντας ἀπ᾿ τὴ Μονοβασιά

Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·

τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·

ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.

Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·

ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου

ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου.

Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;

Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,

τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -

ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα

μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, -

κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,

κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,

κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.

Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.