Εχέφρονες σε μέρη για παράφρονες

13.01.2015
Εχέφρονες σε μέρη για παράφρονες

Ήταν 1972. Μόλις είχε παραιτηθεί ο Αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Σπύρος Άγκνιου. Ο Τόμας Σαζ είχε γράψει το βιβλίο The Myth of Mental Illness. O Ρ. Ν. Λανγκ είχε προκαλέσει τους ψυχιάτρους να αναθεωρήσουν την άποψή τους για τη σχιζοφρένεια και να τη δουν σαν μία πιθανή μορφή ποίησης.

Μέχρι πρότινος, οι σημαίες κυμάτιζαν ακόμα στην άκρη της κάνης των όπλων σηματοδοτώντας την κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ.

Ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, που είχε προσφάτως «πολιτογραφηθεί» ψυχολόγος και ήταν επίσης πτυχιούχος Νομικής, δεν είχε πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ, αλλά σύμφωνα με κάποιο συνεργάτη του είχε παρατηρήσει πόσοι άνδρες κατέφευγαν στο πρόσχημα της ψυχικής νόσου για να αποφύγουν τη στρατολογία. Ήταν σχετικά εύκολο να προσποιηθείς κάποια συμπτώματα – άραγε πόσο εύκολο ήταν ακριβώς; Ο Ρόζενχαν αποφάσισε να δοκιμάσει πόσο ικανοί είναι οι ψυχίατροι να διαχωρίζουν τους «εχέφρονες» από τους «παράφρονες».

Ως γνωστικό πεδίο, η Ψυχιατρική βασίζεται βέβαια στην πεποίθηση ότι οι επαγγελματίες του κλάδου γνωρίζουν πώς να διαγνώσουν με αξιόπιστο τρόπο καταστάσεις παραφροσύνης και να αποφασίζουν βάσει αυτών των διαγνώσεων για την κοινωνική καταλληλότητα του ατόμου – την ικανότητά του στο ρόλο του γονιού, τον κίνδυνο διαφυγής κάποιου προσωρινά αποφυλακισμένου υπό όρους, την πιθανότητα σωφρονισμού κάποιου κρατούμενου. Ο Ρόζενχαν είχε συνειδητοποιήσει και επέκρινε τον τεράστιο κοινωνικό έλεγχο που ασκούσαν οι ψυχίατροι. Γι’ αυτό το λόγο επινόησε ένα πείραμα. Σκοπός του ήταν να δοκιμάσει αν οι πραγματικές τους ικανότητες ήταν ανάλογες με την εξουσία τους.

Κάλεσε λοιπόν οχτώ φίλους και τους ρώτησε κάτι σαν: «Είστε απασχολημένοι τον επόμενο μήνα; Έχετε χρόνο να προσποιηθείτε τους ψυχικά νοσούντες και να εισαχθείτε σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να δούμε τι θα συμβεί; Να δούμε αν θα καταλάβουν ότι στην πραγματικότητα είσαστε υγιείς;» Όλως παραδόξως, κανείς από τους οχτώ δεν είχε να κάνει κάτι τον επόμενο μήνα, ενώ και οι οκτώ – τρεις ψυχολόγοι, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μία νοικοκυρά – συμφώνησαν να αφιερώσουν στον Ρόζενχαν το χρόνο τους και να συμμετάσχουν δοκιμαστικά σε αυτή την ύπουλη απάτη, μαζί με τον ίδιο τον εμπνευστή της, που δεν έβλεπε την ώρα να αρχίσει το πείραμά του.

Στην πραγματικότητα το πείραμα πήρε περισσότερο χρόνο. Αρχικά έγινε εκπαίδευση. Ο Ρόζενχαν δίδαξε τους συνεργάτες του πολύ, μα πάρα πολύ προσεκτικά. Πέντε μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία έπρεπε να σταματήσουν να κάνουν ντους, να ξυρίζονται και να βουρτσίζουν τα δόντια τους. Και να που, την προκαθορισμένη ημερομηνία, οι συνεργάτες του και ο ίδιος σκορπίστηκαν σε διαφορετικά σημεία της χώρας από τα ανατολικά ως τα δυτικά της και παρουσιάστηκαν σε θαλάμους επειγόντων ψυχιατρικών περιστατικών διαφόρων νοσοκομείων. Οι ψευδοασθενείς θα παρουσιάζονταν κι έπρεπε να πουν στο νοσηλευτικό προσωπικό: «Ακούω μία φωνή να λέει ‘γκντουπ!’».

Ο Ρόζενχαν είχε συμβουλέψει εσκεμμένα τους ψευδοασθενείς του να παραπονεθούν στους γιατρούς λέγοντας τη συγκεκριμένη λέξη, επειδή πουθενά στη βιβλιογραφία της Ψυχιατρικής δεν αναφέρονται περιστατικά ατόμων που δέχονται κάποιο φωνητικό ερέθισμα με προφανείς παραπομπές στα κινούμενα σχέδια.  Σε περαιτέρω ερωτήσεις, οι ψευδοασθενείς έπρεπε να απαντήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια, εκτός από εκείνες που είχαν σχέση με το όνομα και το επάγγελμά τους. Δεν θα προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα. Όταν θα βρίσκονταν στον θάλαμο, εφόσον τους δέχονταν δηλαδή, αμέσως θα έλεγαν ότι η φωνή εξαφανίστηκε και ότι αισθάνονται περίφημα. Κατόπιν, ο Ρόζενχαν έμαθε στους συνεργάτες του πώς να διαχειρίζονται τα φάρμακα και πώς να αποφεύγουν την κατάποσή τους, βάζοντάς τα κάτω από τη γλώσσα, ώστε μετά να τα πετάξουν στη λεκάνη του μπάνιου.

Την προσυμφωνημένη ημέρα, ο Ρόζενχαν και οι υπόλοιποι ψευδοασθενείς έφτασαν σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο της χώρας. Στη μονάδα εισαγωγής ασθενών όλοι δήλωσαν πως ακούνε μία φωνή να λέει τη λέξη «γκντουπ!», πως η φωνή ανήκει σε άνθρωπο του ίδιου φύλου και πως τους ενοχλεί για αρκετό χρονικό διάστημα. Επίσης, κάθε ψευδοασθενής δήλωσε ότι είχε φθάσει στο συγκεκριμένο νοσοκομείο γιατί κάποιοι φίλοι τον είχαν συμβουλέψει ότι «επρόκειτο για καλό νοσοκομείο». Τόσο στην περίπτωση του Ρόζενχαν όσο και σε αυτή των υπόλοιπων συνεργατών του, αποφασίστηκε εισαγωγή για νοσηλεία.

Αφού ολοκληρώθηκε το πείραμα, ο Ρόζενχαν διαπίστωσε ότι όλοι οι συνεργάτες του, με εξαίρεση έναν, είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενείς βάσει ενός και μόνο συμπτώματος (η περίπτωση που εξαιρέθηκε από τη σχιζοφρένεια είχε διαγνωστεί ως «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»). Ο μέσος όρος παραμονής των ψευδοασθενών στο νοσοκομείο ήταν  19 ημέρες∙ η πιο μακρόχρονη ήταν 52 και η πιο βραχύχρονη 7 ημέρες. Είδε ότι όλοι οι συνεργάτες του είχαν βιώσει την απαξίωση της υπόστασής τους. Και τέλος, ο Ρόζενχαν συνειδητοποίησε πως όλοι τους είχαν πάρει εξιτήριο ενώ η διαταραχή τους παρουσίαζε ύφεση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ουδέποτε οι ειδικοί διέκριναν πως οι νοσηλευθέντες ήταν πραγματικά ψυχικά υγιείς κι επίσης ότι η δεδομένη ψυχικά υγιής συμπεριφορά τους αντιμετωπίστηκε ως ένα στιγμιαίο διάλειμμα που θα γινόταν όλο και πιο σύντομο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια της δικής του νοσηλείας ως ασθενούς, οι άλλοι ασθενείς φαίνονταν να αντιλαμβάνονται ότι ο Ρόζενχαν ήταν φυσιολογικός, και μάλιστα τη στιγμή που οι γιατροί δεν το καταλάβαιναν καν. Κάποιοι άλλοι συνεργάτες του Ρόζενχαν, που διαβιούσαν υπό παρόμοιες συνθήκες εγκλεισμού σε ολόκληρη τη χώρα, είχαν επίσης την ίδια αλλόκοτη εμπειρία∙ ότι δηλαδή οι παράφρονες μπορούσαν να εντοπίσουν τους εχέφρονες καλύτερα από τους θεράποντες γιατρούς. Μάλιστα, ένας νεαρός πλησίασε τον Ρόζενχαν στην αίθουσα ψυχαγωγίας και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής». Ένας άλλος του είπε: «Κάνεις έλεγχο στο νοσοκομείο».

Όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο του Ρόζενχαν στο περιοδικό Science, προξένησε κατακλυσμό από ξεχωριστές, μακροσκελείς και εξαιρετικά διασκεδαστικές επιστολές που διατύπωναν την αντεπιχειρηματολογία τους με δηκτικότητα. Ο Ρόζενχαν είχε υποτιμήσει την Ψυχιατρική ως επιστήμη κι αυτό ενθάρρυνε πολλούς αμερικανούς ψυχιάτρους να βάλουν τα δυνατά τους και να επιδείξουν την οξύνοια που διέπει τους συχνά αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς τους.

Το πείραμα του Ρόζενχαν, όπως ίσως κάθε καλό έργο τέχνης, είναι εκθαμβωτικό, ισχυρό και ελαττωματικό. Εντούτοις, φαίνεται ότι στα συμπεράσματά του ενυπάρχουν ορισμένες βασικές αλήθειες. Οι ετικέτες πράγματι καθορίζουν πώς βλέπουμε αυτό που βλέπουμε. Η Ψυχιατρική είναι μία νεαρή επιστήμη, αν πρόκειται όντως για επιστήμη, επειδή μέχρι σήμερα στην πράξη στερείται της εμπεδωμένης γνώσης ως προς το σχετικό με τη Φυσιολογία υπόβαθρο των ψυχικών νοσημάτων, και η επιστήμη βασίζεται στο σώμα, στη μετρήσιμη ύλη. Οι ψυχίατροι, όχι όλοι αλλά πολλοί από αυτούς, σπεύδουν πράγματι να διατυπώσουν κρίσεις κι επικρίσεις φθάνοντας μέχρι σημείου να γίνονται πομπώδεις, ίσως επειδή είναι ανασφαλείς.

Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη του Ρόζενχαν δεν βοήθησε να ξεπεραστεί αυτή η ανασφάλεια. Το πείραμα έγινε δεκτό με οργή κι αργότερα, επιτέλους, φάνηκε μία πρόκληση. «Εντάξει», είπαν ασθμαίνοντας από κάποιο νοσοκομείο. «Νομίζετε ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε; Να μία πρόκληση. Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες στείλτε όσους ψευδοασθενείς θέλετε στα επείγοντα περιστατικά μας και θα τους εντοπίσουμε. Εμπρός λοιπόν».

Ο Ρόζενχαν δέχτηκε την πρόκληση. Είπε ότι μέσα στους επόμενους τρεις μήνες θα έστελνε ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και ότι το προσωπικό θα έπρεπε να κρίνει, σ’ ένα κατά κάποιο τρόπο αντίστροφο πείραμα, όχι ποιος ήταν ψυχικά άρρωστος, αλλά ποιος ήταν ψυχικά υγιής. Στο τέλος των τριών μηνών, το προσωπικό του νοσοκομείου ανέφερε στον Ρόζενχαν με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν. Στην πραγματικότητα, ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν. Η υπόθεση έκλεισε. Η Ψυχιατρική έσκυψε το κεφάλι.

Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει στον χώρο της Ψυχιατρικής. Τα κριτήρια διάγνωσης, που διασφαλίζουν την αποτροπή χονδροειδών εικασιών και από τα οποία προκύπτει το πρόγραμμα θεραπείας, η πρόγνωση και ο καθορισμός του μέλλοντος που ανοίγεται στο άτομο, βελτιώνονται διαρκώς. Παράλληλα, έχει βελτιωθεί η στάση των επαγγελματιών, που εργάζονται σε τέτοια ιδρύματα, απέναντι στους ασθενείς, ο σεβασμός προς την ύπαρξή τους, η ευγένειά τους.

Ωστόσο, αυτό που παραμένει σημαντικό στο πείραμα του Ρόζενχαν  είναι το γεγονός ότι διερεύνησε με κομψότητα τον τρόπο με τον οποίο διαστρεβλώνεται ο κόσμος μας, όταν τον κοιτάζουμε μέσα από ένα συγκεκριμένο φακό. Το πείραμά του υπαινίσσεται ότι, αναπόδραστα, η υποκειμενικότητα είναι έμφυτη και διάχυτη στον άνθρωπο και επομένως συμβάλλει τόσο στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας της Φιλοσοφίας όσο και της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής.

alice.jpg

 

Προσαρμογή από το βιβλίο της Lauren Slater, Το κουτί της ψυχής – Τα 10 σπουδαιότερα ψυχολογικά πειράματα του 20ου αιώνα (εκδ. Οξ υ)

Για όσους ενδιαφέρονται, το πρωτότυπο άρθρο του D. Rosenhan, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, βρίσκεται εδώ: http://altmentalities.files.wordpress.com/2011/02/rosenhan-1973-on-being-sane-in-insane-places.pdf

Πηγή: to23ogramma