Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες.
Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου.
Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου.
Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά.
Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ’ έναν ξερό κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του ουρανού πάνω απ’ το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο.
Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ’ έναν άλλο κόσμο, θ’ ανυπομονούσα να έρθει το σάββατο για ν’ αγκαλιάσω σφιχτά το κορμί της Μαρί.
Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ’ ένα ξερό δέντρο.
Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα.
Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια…»
«Ο Ξένος», Αλμπέρ Καμύ
Μετάφραση: Λίλα Παπαδούλη – Γκινάκα
Εκδόσεις Γράμματα 1984