Αλμπέρ Καμύ — «Ο λογοτέχνης και η εποχή του» (video)

12.02.2016
Αλμπέρ Καμύ — «Ο λογοτέχνης και η εποχή του» (video)

Ενώ δεχό­μουν τη διά­κριση με την οποία η ελεύ­θερη ακα­δη­μία σας θέλησε να με τιμή­σει, η ευγνω­μο­σύνη μου γινό­ταν τόσο πιο βαθιά όσο ανα­με­τρούσα ως ποιο σημείο η αντα­μοιβή αυτή ξεπερ­νούσε την προ­σω­πική μου αξία. Κάθε άνθρω­πος και, κατά μεί­ζονα λόγο, κάθε καλ­λι­τέ­χνης θέλει ν’ ανα­γνω­ρι­στεί. Το θέλω κι εγώ. Αλλά μου ήταν αδύ­να­τον να δεχτώ την από­φασή σας χωρίς να συγκρίνω την απή­χησή της σε σχέση μ’ αυτό που πραγ­μα­τικά είμαι.

Πώς ένας άνθρω­πος σχε­δόν νέος, με μονα­δικό πλούτο τις αμφι­βο­λίες του κι ένα έργο που ακόμη πλά­θε­ται, συνη­θι­σμέ­νος να ζει μέσα στη μονα­ξιά της εργα­σίας ή το κατα­φύ­γιο της φιλίας, θα μπο­ρούσε να μην πανι­κο­βλη­θεί από μια από­φαση που τον έφερνε ξαφ­νικά, αυτόν το μονα­χικό και κλει­σμένο στον εαυτό του άνθρωπο, στο φως των προ­βο­λέων;

Με ποια καρ­διά επί­σης μπο­ρούσε να δεχτεί αυτήν την τιμή, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη άλλοι συγ­γρα­φείς, απ’ τους καλύ­τε­ρους, είναι κατα­δι­κα­σμέ­νοι στη σιωπή, κι ακόμη, την ίδια εποχή που η γενέ­θλια γη του γνω­ρί­ζει ατέ­λειωτη δυστυ­χία;

Γνώ­ρισα αυτήν τη σύγ­χυση κι αυτήν την εσω­τε­ρική ταραχή. Για να ξανα­βρώ την ειρήνη έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γεν­ναιό­δω­ρης μοί­ρας μου. Κι επειδή δεν μπο­ρούσα να τη φτάσω με το να στη­ρί­ζο­μαι στην προ­σω­πική μου αξία, δεν ανα­κά­λυψα τίποτε άλλο για να με βοη­θή­σει παρά αυτό που με είχε στη­ρί­ξει στις πιο αντί­ξοες συν­θή­κες, σε όλο το μάκρος της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για το ρόλο του συγ­γρα­φέα.

Επι­τρέψτε μου μονάχα να σας πω, με αίσθημα τιμής και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα.

Προ­σω­πικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοπο­θέ­τησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντί­θετα, μου είναι απα­ραί­τητη, αυτό συμ­βαί­νει γιατί είναι άρρη­κτα συν­δε­δε­μένη με τους ανθρώ­πους, και μου επι­τρέ­πει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επί­πεδο με όλους τους άλλους.

Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μονα­χική από­λαυση, είναι μέσο να συγκι­νεί κανείς το μεγα­λύ­τερο δυνατό αριθμό ανθρώ­πων, προ­σφέ­ρο­ντάς τους προ­νο­μιούχα εικόνα των κοι­νών πόνων και ευχα­ρι­στή­σεων – δεν επι­τρέ­πει στον καλ­λι­τέ­χνη ν’ απο­μο­νω­θεί, τον υπο­τάσ­σει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκό­σμια αλή­θεια.

Και συχνά αυτός που διά­λεξε τη μοίρα του καλ­λι­τέ­χνη, γιατί αισθα­νό­ταν δια­φο­ρε­τι­κός, μαθαί­νει πολύ γρή­γορα πως δεν θα θρέ­ψει την τέχνη του όντας δια­φο­ρε­τι­κός, αλλά ομο­λο­γώ­ντας την ομοιό­τητά του με τους άλλους.

Ο καλ­λι­τέ­χνης σφυ­ρη­λα­τεί­ται μέσα σ’ αυτό το συνε­χές πηγαι­νέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανά­μεσα στην ομορ­φιά, που δεν μπο­ρεί να την αρνη­θεί, και την κοι­νό­τητα, απ’ όπου δεν μπο­ρεί να ξερι­ζω­θεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αλη­θι­νοί καλ­λι­τέ­χνες δεν περι­φρο­νούν τίποτε· υπο­χρε­ώ­νο­νται να κατα­νο­ή­σουν αντί να κρί­νουν.

Και αν πρέ­πει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπο­ρεί να είναι παρά η θέση σε μια κοι­νω­νία όπου, σύμ­φωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασι­λεύει πια ο κρι­τής αλλά ο δημιουρ­γός, είτε είναι δια­νο­ού­με­νος είτε εργά­της.

Μ’ αυτήν την έννοια ο ρόλος του συγ­γρα­φέα δεν είναι άμοι­ρος υπο­χρε­ώ­σεων – από τη φύση του δεν μπο­ρεί να μπει σήμερα στην υπη­ρε­σία αυτών που δημιουρ­γούν την ιστο­ρία: είναι στην υπη­ρε­σία αυτών που την υπο­μέ­νουν· δια­φο­ρε­τικά μένει μόνος του και η τέχνη του δεν έχει καμιά σημα­σία. Όλα τα στρα­τεύ­ματα της τυραν­νίας με τα εκα­τομ­μύ­ρια των ανθρώ­πων τους δεν θα τον απαλ­λά­ξουν από τη μονα­ξιά, ακόμη κι αν στέρ­ξει ν’ ακο­λου­θή­σει το βημα­τι­σμό τους.

Αλλά η σιωπή ενός φυλα­κι­σμέ­νου, άγνω­στου, εγκα­τα­λειμ­μέ­νου στους εξευ­τε­λι­σμούς, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να βγά­λει ένα συγ­γρα­φέα απ’ την απο­μό­νωση, υπό τον όρο του­λά­χι­στον, κάθε φορά που ο ίδιος απο­λαμ­βά­νει το προ­νό­μιο της ελευ­θε­ρίας, να μη λησμο­νεί αυτήν τη σιωπή, να την κάνει ν’ αντι­λα­λεί με τα μέσα της τέχνης.

Κανείς από μας δεν είναι αρκετά μεγά­λος για ανά­λογη απο­στολή. Αλλά μέσα σ’ όλες τις συν­θή­κες της ζωής, αφα­νής ή προ­σω­ρινά διά­ση­μος, ριγ­μέ­νος στα σίδερα της τυραν­νίας ή ελεύ­θε­ρος για ένα διά­στημα να εκφρα­στεί, ο συγ­γρα­φέας μπο­ρεί να ξανα­βρεί το αίσθημα μιας ζωντα­νής κοι­νό­τη­τας που θα τον δικαιώ­σει, με το μονα­δικό όρο πως απο­δέ­χε­ται, όσο μπο­ρεί, τα δυο βάρη που απο­τε­λούν το μεγα­λείο του επαγ­γέλ­μα­τός του: την υπη­ρε­σία της αλή­θειας και την υπη­ρε­σία της ελευ­θε­ρίας.

Αφού το καθή­κον του είναι να συνε­νώ­σει το μεγα­λύ­τερο δυνατό αριθμό ανθρώ­πων, δεν μπο­ρεί να ευχα­ρι­στιέ­ται με το ψέμα και με τη δου­λεία, τα οποία, όπου βασι­λεύ­ουν, ευνο­ούν τη μονα­ξιά. Οποιεσ­δή­ποτε κι αν είναι οι προ­σω­πι­κές μας δοκι­μα­σίες, η ευγέ­νεια του επαγ­γέλ­μα­τός μας θα έχει πάντα τις ρίζες της στις δυο δυσβά­στα­χτες υπο­χρε­ώ­σεις: την άρνηση να πει ψέματα για κάτι που γνω­ρί­ζει και την αντί­σταση στην κατα­πί­εση.

Χαμέ­νος μέσα σε μια ιστο­ρία που κρά­τησε πάνω από είκοσι χρό­νια, χωρίς βοή­θεια, όπως όλοι οι άνθρω­ποι της ηλι­κίας μου, μέσα στις πολι­τι­κές ταρα­χές της επο­χής, με στή­ριξε η κρυφή αίσθηση πως το να γρά­φει κανείς ήταν τιμή, τόσο περισ­σό­τερο μάλι­στα που η πράξη αυτή δημιουρ­γούσε υπο­χρε­ώ­σεις κι όχι μόνο την υπο­χρέ­ωση να γρά­ψεις. Με υπο­χρέ­ωνε ιδιαί­τερα να υπο­μένω, όποιος κι αν ήμουν και όποιες κι αν ήταν οι δυνά­μεις μου, μαζί μ’ όλους αυτούς που ζού­σαν την ίδια ιστο­ρία, τη δυστυ­χία και την ελπίδα που μοι­ρα­ζό­μα­σταν.

Αυτοί οι άνθρω­ποι που γεν­νή­θη­καν στην αρχή του Α΄ Παγκο­σμίου Πολέ­μου, που ήταν είκοσι χρό­νων τη στιγμή που αναρ­ρή­θηκε ο Χίτλερ στην εξου­σία και έγι­ναν οι πρώ­τες δίκες των επα­να­στα­τών, που συμ­με­τεί­χαν μετά, για να «τελειο­ποι­η­θεί» η «εκπαί­δευσή» τους, στον ισπα­νικό εμφύ­λιο πόλεμο, στο Β΄ Παγκό­σμιο Πόλεμο, που βρέ­θη­καν στην οικου­μένη των στρα­το­πέ­δων συγκέ­ντρω­σης, στην Ευρώπη των βασα­νι­στη­ρίων και των φυλα­κών, οφεί­λουν σήμερα ν’ ανα­θρέ­ψουν τα παι­διά τους και να δημιουρ­γή­σουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο που απει­λεί­ται με πυρη­νική κατα­στροφή. Κανείς, νομίζω, δεν μπο­ρεί να τους ζητή­σει να είναι αισιό­δο­ξοι.

Και είμαι της γνώ­μης πως οφεί­λουμε να κατα­νο­ή­σουμε, χωρίς να στα­μα­τή­σουμε ν’ αγω­νι­ζό­μα­στε ενα­ντίον της, την πλάνη αυτών που σε μια κρίση απελ­πι­σίας έχα­σαν την εντι­μό­τητά τους και ξέπε­σαν στο μηδε­νι­σμό της επο­χής.

Αλλά οι περισ­σό­τε­ροι από μας, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, αρνή­θη­καν αυτόν το μηδε­νι­σμό και ανα­ζή­τη­σαν δημιουρ­γική νομι­μό­τητα. Χρειά­στηκε να σφυ­ρη­λα­τή­σουν μια τέχνη για να επι­ζή­σουν απ’ την κατα­στροφή, να γεν­νη­θούν για δεύ­τερη φορά και ν’ αγω­νι­στούν μετά, χωρίς καμιά προ­φύ­λαξη, ενά­ντια στο ένστι­κτο του θανά­του, που είναι πανί­σχυρο στην ιστο­ρία μας.

Κάθε γενιά, αναμ­φι­σβή­τητα, θεω­ρεί τον εαυτό της προ­ο­ρι­σμένο να ξανα­φτιά­ξει τον κόσμο. Η δική μου γνω­ρί­ζει πως δεν θα τον ξανα­φτιά­ξει. Ίσως όμως η απο­στολή της να είναι δυσκο­λό­τερη: να εμπο­δί­σει να κατα­στρα­φεί ο κόσμος.

Κλη­ρο­νό­μος μιας διε­φθαρ­μέ­νης ιστο­ρίας, όπου συνυ­πάρ­χουν ανά­μει­κτα ξεπε­σμέ­νες επα­να­στά­σεις, παρά­φρο­νες τεχνο­λο­γίες, πεθα­μέ­νοι θεοί και απο­δυ­να­μω­μέ­νες ιδε­ο­λο­γίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνά­μεις μπο­ρούν να κατα­στρέ­ψουν τα πάντα, αλλά δεν μπο­ρούν πια να πεί­σουν, όπου η νοη­μο­σύνη ταπει­νώ­θηκε ως το σημείο να γίνει υπη­ρέ­τρια του μίσους και της κατα­πί­ε­σης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ απο­κα­τα­στή­σει με τις αρνή­σεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιο­πρέ­πεια στη ζωή και στο θάνατο.

Σ’ έναν κόσμο που απει­λεί­ται με διά­λυση, όπου υπάρ­χει ο κίν­δυ­νος ο μεγά­λοι μας ιερο­ε­ξε­τα­στές να εγκα­τα­στή­σουν για πάντα το βασί­λειο του θανά­του, η γενιά μας γνω­ρί­ζει πως πρέ­πει, μετά από μια ξέφρενη κούρσα ενά­ντια στο χρόνο, να παγιώ­σει ανά­μεσα στα έθνη μια ειρήνη που να μην ταυ­τί­ζε­ται με τη δου­λεία, να συμ­φι­λιώ­σει πάλι την εργα­σία και την πνευ­μα­τική καλ­λιέρ­γεια και να ξανα­φτιά­ξει μ’ όλους τους ανθρώ­πους ένα ενιαίο τόξο.

Δεν είναι βέβαιο αν θα μπο­ρέ­σει να ολο­κλη­ρώ­σει ποτέ αυτό το τερά­στιο έργο, είναι όμως βέβαιο πως παντού μέσα στον κόσμο υπάρ­χει ήδη το διπλό στοί­χημα της αλή­θειας και της ελευ­θε­ρίας και, σε κάθε περί­πτωση, γνω­ρί­ζει να πεθαί­νει χωρίς μίσος γι’ αυτό. Αυτή η γενιά αξί­ζει να επευ­φη­μεί­ται και να ενθαρ­ρύ­νε­ται παντού όπου βρί­σκε­ται, ιδιαί­τερα όταν θυσιά­ζε­ται.

Σίγου­ρος για την ανε­πι­φύ­λα­κτη συμ­φω­νία σας, θα ήθελα να μετα­θέσω την τιμή που μου κάνατε σ’ αυτήν τη γενιά.

Με τον ίδιο τρόπο, αφού μίλησα για την ευγέ­νεια του επαγ­γέλ­μα­τος του συγ­γρα­φέα, θα επα­να­το­πο­θε­τήσω τον τελευ­ταίο στην αλη­θινή του θέση· αυτόν το συγ­γρα­φέα που δεν έχει άλλους τίτλους από κεί­νους που μοι­ρά­ζε­ται με τους συντρό­φους του στον αγώνα, τρω­τός αλλά πεί­σμων, άδι­κος αλλά παθια­σμέ­νος με το δίκιο, που οικο­δο­μεί το έργο του χωρίς ντροπή ή περη­φά­νια μπρο­στά στα μάτια όλων, ενώ νιώ­θει τον εαυτό του μοι­ρα­σμένο ανά­μεσα στην οδύνη και την ομορ­φιά αλλά και προ­ο­ρι­σμένο να βγά­λει απ’ αυτήν τη διφυή του ύπαρξη τα έργα που προ­σπα­θεί απε­γνω­σμένα να ανα­σύ­ρει μέσα από τον κατα­στρο­φικό ρου της ιστο­ρίας.

Ποιος μετά απ’ αυτά θα μπο­ρούσε να περι­μέ­νει απ’ αυτόν λύσεις πλή­ρεις και ανε­πί­λη­πτες ηθικά; Η αλή­θεια είναι μυστη­ριώ­δης, ασύλ­λη­πτη, απρό­σιτη. Η ελευ­θε­ρία είναι επι­κίν­δυνη, σκληρή να τη ζει κανείς αλλά και υψη­λό­φρων. Οφεί­λουμε να εργα­στούμε για την εκπλή­ρωση αυτών των σκο­πών, επί­μονα και απο­φα­σι­στικά.

Ποιος συγ­γρα­φέας από δω και μπρος θα τολ­μούσε, με καθαρή συνεί­δηση, να γίνει κήρυ­κας της αρε­τής;

Όσο για μένα, πρέ­πει για μια ακόμη φορά να πω ότι δεν είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν μπό­ρεσα ποτέ να παραι­τηθώ από το φως, την ευτυ­χία της ύπαρ­ξης, της ελευ­θε­ρίας με την οποία μεγά­λωσα.

Αλλά αν αυτή η νοσταλ­γία εξη­γεί πολ­λές από τις πλά­νες και τα λάθη μου, με βοή­θησε αναμ­φι­σβή­τητα να κατα­λάβω καλύ­τερα τη δου­λειά μου, με βοηθά ακόμη να κρα­τιέ­μαι τυφλά στο πλάι όλων αυτών των σιω­πη­λών ανθρώ­πων που κατα­φέρ­νουν να επι­βιώ­νουν μέσα στη δύσκολη ζωή, που άλλοι τους έχουν επι­βά­λει, μόνο με την ανά­μνηση ή την επι­στροφή σε σύντο­μες, ελεύ­θε­ρες, ευτυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές.

Επι­στρέ­φο­ντας έτσι σ’ αυτό που πραγ­μα­τικά είμαι, στα όριά μου, στις υπο­χρε­ώ­σεις μου και στη δύσκολη πίστη μου, αισθά­νο­μαι περισ­σό­τερο ελεύ­θε­ρος να σας δείξω, τελειώ­νο­ντας, την έκταση και τη μεγα­λο­ψυ­χία της διά­κρι­σης που μου απο­νεί­ματε, περισ­σό­τερο ελεύ­θε­ρος να σας πω ότι θα ήθελα να τη δεχτώ ως μια διά­κριση που απο­δί­δε­ται σ’ όλους εκεί­νους που μοι­ρά­ζο­νται τον ίδιο αγώνα, χωρίς να έχουν δεχτεί κανένα προ­νό­μιο, αλλά γνώ­ρι­σαν, αντί­θετα, τη δυστυ­χία και την κατα­δί­ωξη.

Μου μένει λοι­πόν να σας ευχα­ρι­στήσω απ’ το βάθος της καρ­διάς και να σας δώσω δημό­σια, ως προ­σω­πική μαρ­τυ­ρία ευγνω­μο­σύ­νης, την ίδια και παλιά υπό­σχεση πίστης που κάθε αλη­θι­νός καλ­λι­τέ­χνης, κάθε μέρα, επα­να­λαμ­βά­νει στον εαυτό του μέσα στη σιωπή.

 

Η ομι­λία απο­δο­χής του Βρα­βείου Νόμπελ του Αλμπέρ Καμύ το 1957

Μετά­φραση: Θανά­σης Θ. Νιάρ­χος

Η ομι­λία απο­δο­χής του Βρα­βείου Νόμπελ του Αλμπέρ Καμύ συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο Ένας αιώ­νας Νόμπελ — Οι ομι­λίες των συγ­γρα­φέων που τιμή­θη­καν με το βρα­βείο Νόμπελ στον 20ό αιώνα.

Πηγή: selides.kastaniotis