
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Ποιος να μου τόλεγε
ότι σήμερα
θα γράψω αυτό το ποίημα
τόσο μικρό ποίημα
για να γιορτάσω την απουσία σου…
Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο
χωρίς πρόσωπο
χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή
όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό
Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου
που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,
μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη
σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.
Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.
Ω θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου.
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Οι σύντροφοί του αποκοιμήθηκαν επάνω στα σκοινιά της πρύμης·
κι ήρθεν αυτή, τον έπιασε απ’ το χέρι και τον έφερε
λίγο πιο πάνω απ’ την ακρογιαλιά· πλάγιασε δίπλα του
κι όλα του τα ’πε, σα θνητή στο σύζυγό της· δεν του ’κρυψε τίποτα —
τί δυσκολίες θα συναντούσε, τί προφυλάξεις να έπαιρνε.
Υπάρχουνε υπόγειες λίμνες, υπόγειοι ποταμοί
που τίποτε δεν αντικαθρεφτίζουν (αστέρια ή φεγγάρια)
ούτε και κατοικούνται ή διαπλέονται από τίποτε
Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες βαριές αναμνήσεις
Θολά προμηνύματα για κάποια μακρινά κι αναπότρεπτα ταξίδια
Τώρα πια δε φωνάζω τώρα πια δε σκέφτομαι κάτι σταμάτησε μέσα μου
Μπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη· μπορώ να διακρίνω μια μάσκα χλωμή κι ολότελα ξένη.