Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
[…] Δε μένεις εκεί όπου δε σε θέλουν.
Είναι από τα λόγια που λειτουργούν μέσα μου σαν έξοδος κινδύνου, σαν σημαιάκια περηφάνιας.
Η περηφάνια δεν έχει να κάνει με την ταπείνωση, δεν είναι αντίθετη.
(…) Να μην ξέρει την αδυναμία που του έχεις, θα την εκμεταλλευτεί..
Ή μη δίνεις τίποτα από τον εαυτό σου. Τότε σε εκτιμούν οι άντρες..
Ή να μη σε βρίσκει πάντα στο τηλέφωνο. Γιατί σε θεωρεί δεδομένη.
Ένας δεσμός δεν τελειώνει ποτέ. Έτσι και κάποτε συναντήθηκες, βρέθηκες με κάποιον, βρέθηκες πια για πάντα.
Ο χωρισμός δεν σημαίνει τέλος, σημαίνει γύρισμα σελίδας, σημαίνει μεταμόρφωση ή σημαίνει πως: ξέρεις, δεν μπορώ πια να σε καταλάβω και πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω τόσο μακριά που να σε κατανοήσω.
Επιδέξια, γιατί τα άτομα που ασκούν συναισθηματική χειραγώγηση παρόλο που πολλές φορές δεν γνωρίζουν το βαθύτερο αίτιο της συμπεριφοράς τους, βρίσκονται σε ένα επίπεδο που μπορούν και διακρίνουν ποια φράση, ποια λέξη, νύξη, συμπεριφορά θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αναμφισβήτητα, εμείς οι ίδιοι τοποθετούμε φραγμούς στο μυαλό μας. Και πολλές φορές αχρείαστα. Οχυρωνόμαστε με συρματοπλέγματα για να κρατήσουμε τους άλλους μακριά. Ξεχνάμε όμως, πως τα ίδια συρματοπλέγματα που χρησιμοποιούμε για να μη μπουν οι άλλοι μέσα, κρατάνε κι εμάς από το να βγούμε έξω.
Για την ανάγνωση και τη γραφή
«Απ' όλα όσα έχουν γραφτεί αγαπώ μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με αίμα: και θα νιώσεις ότι το αίμα είναι πνεύμα.
Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις το ξένο αίμα: απεχθάνομαι τους τεμπέληδες που διαβάζουν.
Για τους ποιητές
«Από τότε που γνώρισα καλύτερα το σώμα — είπε ο Ζαρατούστρα σ' έναν από τους μαθητές του — το πνεύμα είναι για μένα μόνο ούτως ειπείν πνεύμα. και καθετί "άφθαρτο"— είναι μόνο μια παραβολή.»
«Σ' έχω ακούσει κι άλλοτε να το λες αυτό, απάντησε ο μαθητής και είχες προσθέσει "αλλά οι ποιητές ψεύδονται υπερβολικά." Γιατί είπες λοι πόν ότι οι ποιητές ψεύδονται υπερβολικά;»
Κατατρέχουν τη γραφικότητα.
Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,
μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά,
οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,
Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι.
Έρχομαι – μουδιασμένος με υποδέχεσαι,
κρατάς τα μάτια επίμονα χαμηλωμένα,
ύστερα λίγο λίγο ξεθαρρεύεις,
Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κλεισθένη, κι ήθελε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του.
Στέλνει λοιπόν ανθρώπους του σε όλα τα βασίλεια, να διαλαλήσουν την απόφασή του: εκείνοι που ήθελαν την όμορφη βασιλοπούλα, να μαζευτούνε στο παλάτι του∙ εκεί θα έκαναν αγώνες και τσιμπούσια, κι ο βασιλιάς θα διάλεγε στο τέλος τον καλύτερο.