Τότε που κυνηγούσαμε Ανεμόμυλους... (παρτ του)

Τότε που κυνηγούσαμε Ανεμόμυλους... (παρτ του)

Xρωστάω την ολοκλήρωση της ρετρό ιστορίας με τους Ανεμόμυλους, οι οποίοι έπαιρναν μέρος στο τοπικό τουρνουά μπάσκετ της περιοχής και ήδη είχαν χάσει πολλά με λίγα το πρώτο τους παιχνίδι. Κι επειδή δεν μου αρέσει να χρωστάω, ιδού η συνέχεια και το τέλος...

Πρώτα απ΄ όλα, θυμηθείτε την αρχή της ιστορίας με ένα ...κλικ

Και τώρα πάμε στη συνέχεια...

Στο πρώτο ημίχρονο του ματς με τον Αστέρα τίποτα δεν πήγαινε καλά. Χάναμε έντεκα πόντους. Εγώ είχα βάλει δέκα, τους πιο πολλούς με βολές. Ο Δεμπασκαλάς μούντζωνε με εκείνα τα δαχτυλάκια από την εξέδρα. Στα μισά του δευτέρου ημιχρόνου (τότε δεν είχε δεκάλεπτα), είχε αρχίσει να μουντζώνει τους αντιπάλους, ενώ λίγο πριν το τέλος, είχε αρχίσει να τους δείχνει και την πραμάτεια του, κατεβάζοντας εκείνα τα χεράκια τεντωμένα στον καβάλο του πανταλονιού του. Κερδίζαμε! Ξεσκίστηκα, εδώ που τα λέμε. Μέχρι και τρίποντο με ταμπλό έβαλα, ενώ ο Νώντας στην τελευταία φάση πέταξε την μπάλα από τη σέντρα κι αυτή έπεσε μέσα! Τέλειωσα με τριαντατέσσερους και κερδίσαμε με οκτώ. Στο ματς της πρόκρισης με τους Τρίποντους, έγινε πάρτι. Στο 101-38 έβαλα εξηνταεννιά και για όποιον δεν πιστεύει, έχω βαστήξει το φύλλο αγώνα!

Στον ημιτελικό παίξαμε με τον πρώτο του άλλου ομίλου. Καλή ομάδα, πλήρης, οι ...«Σίξερς», αλλά είχαμε πάρει φόρα. Ήταν η βραδιά του Νώντα. Βάλαμε από εικοσιπέντε και κερδίζαμε όλο το ματς από δέκα πόντους και πάνω. Τελικό σκορ; 59-48. Είπαμε, μάζευα τα φύλλα αγώνα.

Στον τελικό έπρεπε να ξορκίσουμε τους δαίμονές μας. Τα Γκαλάκια μας περίμεναν με την άνεση που τους έδινε το +15 της προηγούμενης βδομάδας. Μας είχαν και το ήξεραν. Κι εμείς το ξέραμε πριν μια βδομάδα, αλλά τώρα το πιστεύαμε. Ο τελικός έγινε υπό το φως των προβολέων (το Πασόκ εκμεταλλευόταν πολιτικά το πρόσφατο Ευρωμπάσκετ κι εμείς εκμεταλλευόμασταν τις υποδομές), τέλη Αυγούστου και το γηπεδάκι ήταν γεμάτο, τόσο από την πλευρά που ήταν οι εξέδρες όσο και από την άλλη, όπου είχε γεμίσει γύρω γύρω από τις γραμμές με όρθιους. Μέχρι και ο Μαστρομανέλος με τον Πέτρο της Κουφής είχαν έρθει, για να κάνουν φασαρία με τον Δεμπασκαλά. Ο Πέτρος της Κουφής ήθελε να το παίξει και προπονητής κι έδινε οδηγίες πριν το ματς, με συστήματα αλά Πάτ Ράιλι: «Άκου τι θα κάνεις», είπε στον πλέι-μέικερ Παππού. «Θα κατεβάζεις την μπάλα και θα τη δίνεις στον Μίλτο. Οι άλλοι θα πηγαίνετε στις γωνίες για να του δίνετε χώρο».

«Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς κι έγινε το τζάμπολ. Ο Παππούς ήταν ο γνωστός «εγκέφαλος». Κατέβαζε την μπάλα, μου την έδινε κι ως εκεί. Ο Νώντας δεν ήταν σε καλή βραδιά. Μάλλον είχε «μπλοκάρει» με τόσο κόσμο. Ο Φώτης, όμως, μαζί με τον Πέτρο τον Αρμένη, ήταν οι εκπλήξεις της βραδιάς. Κυρίως για το πάθος τους. Ξύλο έπαιζαν σε κάθε φάση. Άμυνες με νύχια και με δόντια. Ο Πέτρος για να δείξει στον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής, πόσο άντρας ήταν. Κι ο Φώτης για να δείξει στο Δεσποινάκι του Τσαντίλα πόσο άντρας ήταν κι αυτός...

Ο Φώτης ζαχάρωνε το Δεσποινάκι του Τσαντίλα, που δεν τον λέγανε Τσαντίλα για το χαρακτήρα του. Πρόβατο ήταν και πρόβατα είχε ο Τσαντίλας. Κι από αυτά τα πρόβατα έβγαζε την -ξακουστή- στην περιοχή γιαούρτη τσαντίλας «Μαγκούφης». Μαγκούφης ήταν το επώνυμό του. Αλλά ούτε και μαγκούφης ήταν. Τρία παιδιά είχε, σπιταρόνα με γκαράζ και κήπο, είχε και κούρσα και αγροτικό και περιουσία μεγάλη. Πολύφερνη νύφη το Δεσποινάκι κι ας λεγόταν Μαγκούφης και Τσαντίλας ο πατέρας της, που άλλα ονόματα είχε και άλλες χάρες. Ο Φώτης, λοιπόν, ήθελε -πάλι- να αρραβωνιαστεί και το σακατιλίκι του είχε γίνει άστρο και μας οδηγούσε στον τίτλο.

miltos12-9a

Το ματς ήταν σκληρό και νευρικό, αλλά αυτό μας βόλευε. Πηγαίναμε πόντο πόντο και τα Γκαλάκια τα είχαν χρειαστεί. Είχαν αρχίσει να χάνουν την αυτοπεποίθησή τους. Στην προτελευταία μας επίθεση, το ζύγισα καλά από τη γωνία. Τρίποντο! Οι Ανεμόμυλοι μπροστά 46-45, εγώ στους τριάντα στρόγγυλους και το στρόγγυλο κύπελλο σχεδόν στα χέρια του Παππού, που τον είχαμε κάνει αρχηγό στη μνήμη του μακαρίτη του Πατούσα, επειδή αυτός πήρε τη θέση του στην παρέα.

Στην επόμενη επίθεση, τελευταία για τα Γκαλάκια, ο Φώτης έκανε μια ηρωική βουτιά και τα μάτια της Δέσποινας, αλλά αντί για την μπάλα, πέτυχε κατάμουτρα ένα Γκαλάκι. Δύο βολές. Παρά το χαμό, το Γκαλάκι τις μπουμπούνισε και τις δύο: 46-47. Αλλά είχαμε την μπάλα για μια τελευταία επίθεση. «Στον Μίλτο», φώναζαν στον Παππού ο Δεμπασκαλάς, ο Πέτρος της Κουφής, ο Μαστρομανέλος και όλοι οι δικοί μας από την εξέδρα. «Στον Μίλτο», φώναζαν και στα Γκαλάκια που έκλειναν πάνω μου. Ο Παππούς με έψαχνε, αλλά δεν μπορούσα να πάρω μπάλα. Χώθηκα στη ρακέτα να σπρωχτώ μπας και ελευθερωθώ. Ο Παππούς άφησε την μπάλα στον Φώτη, έξω από το τρίποντο, δεξιά από τη ρακέτα, ενώ ο Πέτρος έκανε ένα μαγικό σκριν, απλώνοντας το ανοικονόμητο κορμί του. Δύο Γκαλάκια τράκαραν πάνω του και ως εκ θαύματος έμεινα μόνος στη δεξιά γωνία, την αγαπημένη μου θέση, εκεί όπου πριν από ένα λεπτό είχα βάλει το τρίποντο που μας έβαλε μπροστά. «Φώτη», φώναξα, αλλά ο Φώτης δεν άκουγε εμένα παρά μόνο την καρδιά του. Αντί να δώσει την πάσα, πέταξε την μπάλα προς το καλάθι και μαζί το στρόγγυλο κύπελλο στα χέρια των ...Γκαλακίων για δεύτερη σερί χρονιά. Ούτε στεφάνι δεν βρήκε...

Έπεσα κάτω, εκεί που ήμουν. Τα ανοικτά δαχτυλάκια του Δεμπασκαλά σημάδευαν πλέον τον Φώτη, ενώ και τα κλειστά, όταν τα κατέβαζε στον καβάλο του, πάλι σε αυτόν τα έδειχνε: «Δεν πας καλά. Το Δεσποινάκι του Τσαντίλα ήθελες; Να τι θα πάρεις». Και ξανά ανοικτά δαχτυλάκια στον καβάλο...

Ο πατέρας Γκούτσος μάζεψε τους γιους του, ο Μαστρομανέλος πήρε άρον άρον τον Νώντα («Έχουμε δουλειά αύριο. Είπα»), ο Πέτρος της Κουφής πήρε τον Πέτρο τον βαφτιστήρα του να τον πάει βόλτα στα «κορίτσια» να ξεχαστεί, ο Δεμπασκαλάς έφυγε γιατί είχε παρατήσει -πάλι- μονάχο τον Μπάφα στον καφενέ κι εγώ, με τον Παππού και τον Φώτη, μείναμε τρεις χωρίς τον κούκο.

Ο Παππούς είπε κάτι αισιόδοξο με πολιτική χροιά, ως συνήθως, του τύπου «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι τελικό θα πάμε».

Δεν ξαναπήγαμε, δεν ξαναπαίξαμε...

Εγώ δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Φαρμάκι. Ο Φώτης αρχικά έψαξε για δικαιολογίες και μετά για εξιλέωση: «Με είχατε δει, ρε, ποτέ να βαράω τρίποντο; Ε, με είχατε δει;», λες κι εμείς φταίγαμε που εκείνος δεν βάραγε τρίποντο και του ήρθε να βαρέσει στην τελευταία φάση του τελικού. «Δεν σε είδα, ρε χαμένε. Πού να σε έβλεπα εκεί που πήγες;», με ρώτησε για να δικαιολογήσει τη ...μη πάσα (ακριβώς εκεί που με είχε δει μια φάση νωρίτερα μήπως;). Και κατέληξε: «Εντάξει, έφταιξα κι εγώ λίγο. Πάμε στον καφενέ να σας κεράσω για τη συγνώμη».

Πήγαμε να μας κεράσει. Αλλά τον κεράσαμε εμείς. Πάντα έτσι ήταν ο Φώτης. Πάντα έτσι ήμασταν όλοι μας...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο του σουτ που δεν έκανα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.