Τότε που κυνηγούσαμε Ανεμόμυλους... (παρτ ουάν)

Τότε που κυνηγούσαμε Ανεμόμυλους... (παρτ ουάν)

Διανύουμε μέρες Μουντομπάσκετ και με αυτή την αφορμή οι ρετρό ιστορίες θα μας γυρίσουν πίσω, στη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις και σε ένα ιστορικό τουρνουά μπάσκετ...

Τω καιρώ εκείνω, είπεν ο Δεμπασκαλάς «δεν πας καλά», όταν του πρότεινα να ...ενισχύσει -τρόπος του λέγειν- την ομάδα μπάσκετ του μαχαλά στο ετήσιο τοπικό, καλοκαιρινό τουρνουά της ευρύτερης περιοχής. Η άρνησή του οφειλόταν σε δύο λόγους. Επισήμως, δεν ήθελε να παρατάει τον Μπάφα μοναχό στον καφενέ όπου δούλευε, πρώτα τα καλοκαίρια και μετά και τους χειμώνες. Ο ανεπίσημος -και πιο ουσιαστικός- λόγος ήταν επειδή ήταν κοντός και είχε κάτι χεράκια τοσοδούλικα, με κοντά δαχτυλάκια και μικρές παλάμες, που για να πιάσει καλά την μπάλα του μπάσκετ, αυτή θα έπρεπε να έχει χειρολαβές.

Δεν είχε...

Χειρολαβές ή, έστω, κοτσάνι έψαχνε κι ο Πέτρος ο Αρμένης, ο οποίος ωστόσο ήταν πολύ χρήσιμος. Μαντράχαλος, αψηλός, δυνατός, ό,τι έπρεπε για σέντερ, όχι για να βάζει πόντους, αλλά για να τρομάζει τους αντιπάλους. Από τους υπόλοιπους, ο Παππούς, επειδή διάβαζε πολύ και τον λέγαμε και «εγκέφαλο», θα αναλάμβανε το ρόλο του πλέι-μέικερ (δηλαδή να κατεβάζει την μπάλα για να μην κουράζεται να την κατεβάζει άλλος). Ο Φώτης, που ήταν κριάρι, θα έπαιζε τριάρι. Την εφτάδα (θέλαμε και αλλαγές, τρομάρα μας) τη συμπλήρωναν μια ...μεταγραφή και δύο αδέρφια από τον πάνω μαχαλά, ο Πάνος κι ο Μπάμπης ο Γκούτσος, που είχαν δύο χρόνια διαφορά και έμοιαζαν σαν δίδυμοι αλλά σκάμπαζαν από μπάσκετ περίπου όσα κι ο Φώτης. Η μεταγραφή ήταν ο Νώντας, ο ανιψιός του Μαστρομανέλου, που η μάνα του τον έστελνε το καλοκαίρι στο χωριό για διακοπές και τον έστρωνε ο μπάρμπας του για δουλειά στο γκαράζι. «Ποιες διακοπές; Θα μάθεις την τέχνη. Είπα», του ξέκοβε ο Μαστρομανέλος, αλλά δεν του εξηγούσε ποια τέχνη γιατί ο ίδιος δεν ήξερε καμία.

Ο Νώντας, πάντως, ήξερε από μπάσκετ, έστω κι αν τον πείραζε ο Φώτης: «Να ξεπλύνεις καλά τα γράσα, ρε λαδοπόντικα, για να μη σου γλιστράει η μπάλα».

Τα ξέπλενε με τάιντ για τα ρούχα...

Τώρα που το σκέφτομαι, ο Δεμπασκαλάς, με αυτή τη σύνθεση που έβλεπε, είχε και τρίτο λόγο να μη θέλει να μπει στην ομάδα. Φοβόταν μην ξεφτιλιστούμε σε όλες τις γκόμενες της περιοχής, γιατί δεν μας πίστευε...

miltos10-9a

Εγώ μας πίστευα. Εμένα πίστευα πιο πολύ, δηλαδή, γιατί ήμουν καλός. Πολύ καλός. «Έχει χάρισμα, απευθείας σύνδεση με το καλάθι», είχε πει σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο προπονητής μου στην Αεροπορία, όταν ο διοικητής μοίραζε τιμητικές άδειες επειδή είχαμε πάει για πρώτη φορά τη μονάδα στον τελικό του πρωταθλήματος. Χάρισμα είχα, μυαλό δεν είχα και γερά ποδάρια, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Το πίστευα, λοιπόν, έστω κι αν ...ομάδα δεν μας έλεγες. Ούτε όνομα δεν είχαμε καλά καλά. «Και πώς θα την πούμε την ομάδα;», ρώτησε ο Παππούς. «Καφενέ», απάντησε ο Φώτης. «Αφού στον καφενέ τη φτιάχνουμε, καφενείο θα είναι», εξήγησε. «Δεν θέλω ηττοπάθειες», είπα και έριξα στο τραπέζι μεσοβέζικη λύση: «Να την πούμε Ανεμόμυλο, σαν τον καφενέ». Δύο σε ένα ήμουν, πολύ πριν από τα σαμπουάν...

«Ανεμόμυλο», είχε βαφτίσει τον καφενέ ο Μπάφας, γιατί του θύμιζε, έλεγε, το χωριό του. «Και πού τον είδες, ρε μπουμπούνα, τον ανεμόμυλο στη Μουργκάνα;», του χωνόταν ο Μαστρομανέλος. «Έχει στο χωριό της μάνας μου, στα Τζουμέρκα», απάνταγε ο Μπάφας, αλλά ο Μαστρομανέλος ήθελε πάντα να έχει την τελευταία λέξη: «Δεν έχει. Είπα», έλεγε, λες κι αυτός που δεν είχε πάει ποτέ στο χωριό της μάνας του Μπάφα, ήξερε καλύτερα κι από τον Μπάφα κι από τη μάνα του.

«Ανεμόμυλος», λοιπόν, πρότεινα, «Ανεμόμυλοι, επειδή είμαστε πολλοί», αντιπρότεινε ο Πέτρος, «αρκεί να μην κυνηγάμε κι εμείς ανεμόμυλους», σχολίασε ο πάντα διαβασμένος Παππούς κι οι υπόλοιποι τον κοίταξαν σαν να ήθελε εξορκισμό, προφανώς επειδή ο Δον Κιχώτης ήταν γι΄ αυτούς ό,τι και οι ανεμόμυλοι για τον Μαστρομανέλο. Άγνωστο θέμα...

Οι Ανεμόμυλοι τοποθετήθηκαν στον πρώτο από τους δύο ομίλους του τουρνουά, με αντιπάλους ομάδες με πιο μπασκετικά ονόματα. Τα «Γκαλάκια», οι μικροί Γκάληδες δηλαδή, ήταν οι περσινοί νικητές και ήταν όντως καλοί. Ο Αστέρας ήταν ο περσινός φιναλίστ. Και οι «Τρίποντοι» ήταν για να γελάει ο κόσμος. «Αυτούς τους κερδίζω και μόνος μου», είπα. «Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς.

Στο πρώτο ματς παίξαμε με τα Γκαλάκια. Χάσαμε εύκολα, πάνω από 15 πόντους. Ο Δεμπασκαλάς είχε παρατήσει τον Μπάφα που ...δεν τον παράταγε για να παίξει μπάσκετ και βρισκόταν στην εξέδρα, τεντώνοντας τα μικρά του δαχτυλάκια ανοικτά σε δέκα φάσκελα. Τέτοια μανούρα είχε, που σταύρωνε και περισσότερες από τις τρεις γνωστές λέξεις συνεχόμενες. «Δεν πάτε καλά, ρε, που θέλατε να παίξω για να γίνω ρεζίλι σε όλες τις γκόμενες», είπε, επιβεβαιώνοντας τη σκέψη μου. Είχα τόση απογοήτευση, που δεν ασχολήθηκα καν να πάρω το φύλλο αγώνα, η συλλογή των οποίων ήταν από τα αγαπημένα μου χόμπι. Ήταν από τα λίγα ματς που δεν ήξερα πόσους πόντους είχα βάλει...

Το χειρότερο μαντάτο ήρθε από το επόμενο ματς της πρεμιέρας. Ο Αστέρας έριξε 40 πόντους διαφορά στους Τρίποντους, που τρίποντο φώναζαν και τρίποντο δεν έβαζαν. Οπότε, με κατεβασμένα τα αφτιά, πήγαμε στο δεύτερο παιχνίδι με τον Αστέρα, ως πρόβατα επί σφαγή. «Θα μας ξεφτιλίσουν», έλεγε ο Φώτης, ενώ ο Παππούς έβλεπε τα πράγματα με αισιόδοξη προοπτική. Ίσως γι΄ αυτό έγινε πολιτικός: «Θα χάσουμε, θα αποκλειστούμε και στο τελευταίο ματς θα νικήσουμε τους Τρίποντους για να αφήσουμε καλές εντυπώσεις».

Μέχρι την Παρασκευή, οπότε και θα μάθετε τις εντυπώσεις αφήσαμε στο 2ο και τελευταίο μέρος της ιστορίας, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.