Διακοπές με τρεις κόρες και μια μάνα... Πίτσα σπέσιαλ!

Διακοπές με τρεις κόρες και μια μάνα... Πίτσα σπέσιαλ!

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, για λόγους που εύχεται να μην γνωρίσετε ποτέ, ο Μίλτος ο Νταλικέρης επιστρέφει όταν όλοι....φεύγουν για διακοπές. Μια ζωή ανάποδος!

Το θέμα της ρετρό ιστορίας, πάντως, δεν θα μπορούσε να μη συμβαδίσει με την εποχή. Ρετρό διακοπές, λοιπόν, με την παλιοπαρέα των έιτις, μόνο που αυτές τις διακοπές δεν τις πήγαμε εμείς...

Το χωριό -έτσι το λέγαμε εμείς-, εκτός από τόπος μόνιμης δικής μας κατοικίας, ήταν και «παραθεριστικό θέρετρο», όπως ισχυριζόταν ο δήμαρχος, ο Γιωργομάκος. «Που να μπεις εσύ στο φέρετρο», τον καταριότανε μουρμουρίζοντας η Δωροθέα η Ζαβή, πριν σταυροκοπηθεί και φτύσει τον κόρφο της. Τελικά μπήκε αυτή πρώτη, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Στο θέρετρο (με θήτα κι όχι με... φήτα)... μπαίνανε κι οι δύο. Και ο Γιωργομάκος και η Δωροθέα η Ζαβή. Και άλλοι πολλοί, χωριανοί και παραθεριστές που νοίκιαζαν επιπλωμένες γκαρσονιέρες με τη σεζόν. Εννοείται πως και ο Γιωργομάκος και η Δωροθέα η Ζαβή είχαν νοικάρηδες στις δικές τους γκαρσονιέρες, αλλά εκείνο το καλοκαίρι εμάς μας ενδιέφεραν οι νοικάρηδες του Πέτρου της Κουφής. Δηλαδή, δεν μας ενδιέφερε καθόλου ο Λάμπρος ο μανάβης, που είχε «μπουτίκ φρούτων» (έτσι την έλεγε!) στα Γιάννενα και νοίκιαζε το σπίτι για την οικογένεια και για νά ΄ρχεται κι αυτός καμιά Κυριακή να ρίχνει μια βουτιά.

Ο Λάμπρος δεν μας ένοιαζε, αλλά η οικογένειά του μας ένοιαζε. Και η γυναίκα του, η Πίτσα (που ήταν Πίτσα... σπέσιαλ) και οι τρεις του κόρες, η μεγάλη η Πέπη (από το Παρθένα - σιγά μην ήταν) και οι δίδυμες, η Μαρία και Τίτσα (από το Παναγιώτα - τρέχα γύρευε υποκοριστικό).

Η Πίτσα ενδιέφερε κυρίως τον Δεμπασκαλά. Ο Φώτης, εννοείται, ήθελε να αρραβωνιαστεί τις τρεις κόρες της. Ο Πατούσας γλυκοκοίταζε την Τίτσα, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν του άρεσε η Τίτσα ή η Μαρία, επειδή «μοιάζουν σαν δυο σταγόνες τσίπουρο», όπως έλεγε ο Πέτρος της Κουφής, που έβαζε αλκοόλ σε όλες τις εκφράσεις.

Τέλος πάντων, ο Δεμπασκαλάς ήθελε την Πίτσα. Ο Πατούσας την Τίτσα. Ο Φώτης την Πέπη και τις «ντούμπλεξ» (έτσι έλεγες τις δίδυμες). Ο μαντράχαλος ο Πέτρος ο Αρμένης, ως μεγαλύτερος, γούσταρε την Πέπη. Κι εγώ... ό,τι περίσσευε.

Τελικά περίσσεψε η Μαρία κι όταν πήγα να της τα ζητήσω, έφαγα χυλόπιτα από την Τίτσα, η οποία μου διευκρίνισε πως «εγώ τα έχω με τον Πατούσα» και αναρωτήθηκε «αφού δεν ξέρεις ούτε ποια σου αρέσει, τότε πώς σου αρέσει;».

Έλα ντε...

Τι να της έλεγα, δηλαδή; Ότι... περίσσεψε η Μαρία κι ότι τα ζήτησα από την Τίτσα επειδή τις μπέρδεψα;

Εννοείται πως την πιο μεγάλη περιπέτεια την έζησε ο Δεμπασκαλάς, ο μετρ του απαγορευμένου. Μόλις είδε μια φορά την Πίτσα Σπέσιαλ να περνάει με τις τρεις κόρες μπροστά από τον καφενέ του Μπάφα φορώντας (μόνο η μάνα) μόνο το μαγιό της, γκρεμίστηκε ο κόσμος γύρω του. Η αλήθεια είναι πως αυτό πιθανότατα το ευχήθηκε (καταράστηκε, είναι η σωστή λέξη) η Δωροθέα η Ζαβή, μόλις έμαθε από το «συνοικιακό δίκτυο» (οι κουτσομπόλες της γειτονιάς) πως «παντρεμένη γυναίκα σουλατσάρει στο χωριό με το βρακί».

«Σόδομα και Γόμορρα, που ΄στραπή να τη χτυπήσει», είπε και η «΄στραπή» ξαστόχησε και χτύπησε τον Δεμπασκαλά. Ο οποίος το έβαλε σκοπό ζωής να... στεγνώσει το μαγιό της Πίτσας, μην πάθαινε μητρικά η γυναίκα και δεν ξανάφτιαχνε δίδυμα.

Της το στέγνωσε, αλλά δυο καλοκαίρια αργότερα...

Ο Φώτης έκανε το απλό. Τις πήρε με τη σειρά. Πρώτα υποσχέθηκε αρραβώνα στην Πέπη κι όταν αυτή τό ΄παιξε Λίτσα Διαμάντη «δεν παντρεύομαι», πήγε στην επόμενη με ιεραρχική σειρά. Αφού διευκρίνισε ότι μεγαλύτερη από τις δίδυμες ήταν η Τίτσα, τα ζήτησε από την Τίτσα κι ας ήξερε πως αυτή τη γούσταρε ο Πατούσας. Η Τίτσα, όμως, την παρέπεμψε στη Μαρία, επειδή γούσταρε τον Πατούσα. Κι ο Φώτης τά ΄φτιαξε με τη Μαρία, ίσως επειδή εγώ την πάτησα και τα ζήτησα από την Τίτσα. Μύλος...

Όσο για την Πέπη; Την κατάφερε ένα χρόνο μετά ο Πέτρος ο Αρμένης, ο οποίος μας πληροφόρησε πως έχει το όνομα (Παρθένα) αλλά όχι και τη χάρη και πως τη χάρη της την είχε πάρει από το πρώτο καλοκαίρι ο νονός του και σπιτονοικοκύρης της, ο Πέτρος της Κουφής!

Κατά τ΄ άλλα, ο Λάμπρος ο μανάβης ήταν σίγουρος πως είχε στείλει την οικογένεια «για μπάνια». Έστω κι αν πλήρωνε ακριβά το λογαριασμό του νερού, αφού γυναίκα και κόρες πιο πολλά μπάνια έκαναν στην μπανιέρα για να ξεπλύνουν τις... ντροπές τους, παρά στην παραλία.

Ο Μαστρομανέλος, πάντως, μια φορά που είχε πάει για ανταλλακτικά στα Γιάννενα και γύρισε στο σπίτι του πέντε η ώρα το άλλο πρωί, διέρρευσε στην ομήγυρη του καφενέ πως κι ο Λάμπρος δεν ήταν λαμπρό δείγμα οικογενειάρχη. «Έμαθα πως συχνάζει σ΄ ένα μπαρ με Βουλγάρες και τά ΄χει μπλέξει με μια από δαύτες», ανακοίνωσε ο Μαστρομανέλος κι όταν ο Πέτρος της Κουφής τον ρώτησε «πού τό ΄μαθες;», αφήνοντας υπονοούμενο για την καθυστερημένη επιστροφή του το προηγούμενο βράδυ (πρωί), εκείνος δεν απάντησε επί της ουσίας: «Μού τό ΄πε ένα πουλάκι».

Μάλλον το δικό του...

Μέχρι να καταλάβω πώς όλοι τους βρήκαν την άκρη με την οικογένεια του Λάμπρου κι έμεινα στην άλλη άκρη μοναχός, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.