Μπαγιάτικα τα νέα, φρέσκο το κουμπούρι!

Μπαγιάτικα τα νέα, φρέσκο το κουμπούρι!

Ακόμα μια επική ρετρό ιστορία από τον Μίλτο τον Νταλικέρη, με έναν (απο)φυλακισμένο, μια μπαγιάτικη εφημερίδα, ένα μπουζουξίδικο και -φυσικά- έναν καυγά!

Πρωταγωνιστές και πάλι τα μέλη της γνωστής πια παλιοπαρέας των έιτις με πρώτο ρόλο τον αναμενόμενο, τον φίλο μου τον Φώτη, που κάποια στιγμή, πριν από μερικά χρόνια, ήθελε να ...αγοράσει μπουζουξίδικο! Αυτό μου είπε σε μια τηλεφωνική μας συνομιλία.

Πως επειδή χώρισε την τελευταία αρρεβωνιάρα, την 61η ή την 84η (πώς θα τον άντεχε και αυτόν τον χωρισμό;) και δεν είχε μεγάλο κεφάλαιο, σκεφτόταν «να σπρώξω καμιά διακοσαριά χιλιαρικάκια σε ένα καλό μαγαζί».

Χρήσιμες λεπτομέρειες:
α) Το «καλό μαγαζί» έχει κλείσει -και έκτοτε δεν έχει ματανοίξει- πριν από 5-6 χρόνια επειδή φάγανε μπαμπέσικα με μισόν ντενεκέ σφαίρες έναν Αιγύπτιο που είχε βάλει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης για πορτιέρη. Σε αυτό το επιχείρημά μου, ο Φώτης απάντησε αφοπλιστικά: «Αφού τους ξέρεις τώρα τους Αιγύπτιους. Δεν φτουράνε»!
β) Ο Φώτης ζητάει δανεικά 200 ευρώπουλα για να βάλει στην μπάντα 100, επειδή τα άλλα 100 τα χρωστάει σε άλλα δανεικά. «Και πού θα βρεις, ρε Φώτη, καμιά διακοσαριά χιλιαρικάκια;» ρώτησα. «Κάτι έχω στο νου μου».

Μάλλον την 85η αρρεβωνιάρα...

Ο συνδυασμός Φώτη και νύχτας μού έφερε στο μυαλό μια παλιά ιστορία από τον αγαπημένο μαχαλά. Ήταν πρωί όταν χτύπησε το πράσινο τηλέφωνο-ματρακάς του σπιτιού μου, το οποίο ακουγόταν και στον άλλο μαχαλά. Κοιμόμουν, ταράχτηκα, έβαλα τις φωνές «κάποιος να το σηκώσει το ρημάδι» κι αφού δεν ήταν κανείς να το σηκώσει, σηκώθηκα εγώ ο ασήκωτος και το σήκωσα. «Έλα γρήγορα στον καφενέ. Είναι εδώ ο Στέκας και φοβάμαι», είπε με αγωνία ο Δεμπασκαλάς και τα πράγματα πρέπει να ήταν σοβαρά, γιατί ήταν από τις σπάνιες φορές που έλεγε μαζεμένες περισσότερες από τις γνωστές τρεις λέξεις «δεν πας καλά».

Κι εγώ φοβόμουν τον Στέκα, που στην πραγματικότητα λεγόταν Λιούμης, αλλά τον φώναζαν «Στέκα» από την περίοδο που ήταν... «στον Καναδά», όπως έλεγε ο ίδιος. Όπως μας αποκάλυψε κατά τη διετή απουσία του ο νοματάρχης, ο Λιούμης ήταν στη στενή κι εκεί τον φώναζαν Στέκα, επειδή ήταν αψηλός κι αδύνατος κι όχι επειδή έπαιζε καλό μπιλιάρδο.

Έπαιζε πάντως...

Παρά το φόβο μου, πήγα στον καφενέ επειδή φοβόταν ο Δεμπασκαλάς. Όχι για να μοιραστούμε το φόβο μας (άλλωστε δικός του ήταν, εγώ τι να φοβηθώ στο σπίτι;), αλλά για να φοβόμαστε παρέα τον Στέκα, που πρώτη μέρα εμφανιζόταν μετά τις διακοπές στον... Καναδά.

«Μπήκε μέσα, πήρε μια εφημερίδα και βγήκε στη λιακάδα», είπε ο Δεμπασκαλάς. «Αφού δεν ξέρει να διαβάζει», είπα εγώ. «Έχωσε μέσα το κουμπούρι και το άφησε πάνω στο τραπέζι, να μη φαίνεται»!

«Κάτσε, Μαστρομανέλο, να κεράσω μια μπίρα», ακούστηκε απέξω η φωνή του Στέκα. Μπίρα και Μαστρομανέλος πήγαιναν μαζί, παρότι δεν ήταν ούτε 10 το πρωί. Ο Μαστρομανέλος κάθισε, ο Στέκας φώναξε προς τα μέσα «πιάσε μια κρύα» και σε δευτερόλεπτα ακούσαμε καβγά.

- «Άσε κάτω την εφημερίδα».
- «Μια ματιά θέλω να ρίξω».
- «Θα σου δώσω λεφτά να πάρεις άλλη».
- «Σαν πολύ κουβαρντάς δεν έγινες, ρε Λιούμη; Πιες τη μόνος σου. Είπα...»

Δεν ήταν κουβαρντάς ο Στέκας. «Σιδερωμένος» ήταν. Κι αυτό δεν το 'ξερε ο Μαστρομανέλος, που -καλώς για τον ίδιο και κακώς για εμάς που ξαναμείναμε μονάχοι και φοβισμένοι- έφυγε από τον καφενέ φουρκισμένος.

Έκτοτε, ο Στέκας κυκλοφορούσε πάντα με εφημερίδα. Παλιά, πολυκαιρισμένη (δεν είχε πάντα λεφτά να πάρει φρέσκια), μέρα-νύχτα παντού. Και στο μπαρ του Αμερικάνου, τα «μοβ», με εφημερίδα πήγαινε. Για κάτι φοβόταν και δεν έβγαινε ποτέ «ασιδέρωτος». Στην παρέα όλοι τον φοβόμασταν, εκτός από τον Φώτη, που... τον εκτιμούσε! Τον ήθελε για φίλο. Προσφερόταν μέχρι και να του φέρνει άλλη μια εφημερίδα στο τραπέζι, ώστε να διαβάζουν εκείνη όσοι κάθονταν μαζί του. Παρότι είχαν πάνω από 15 χρόνια διαφορά, θα μπορούσες να πεις πως αυτοί οι δύο ήταν -για τα μέτρα τους- φίλοι.

Ένα βράδυ, στα «μοβ» ο Φώτης έπινε από το γνήσιο ουίσκι από ...γεώτρηση -παραγωγής υπογείου- του Αμερικάνου και μπλέχτηκε σε καβγά με κάτι «ξένους». Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έγινε, είδαμε έναν «ξένο» να έχει γραπώσει από πίσω τον Φώτη και να τον βαστάει κι έναν άλλο, μπροστά από μια κοπέλα, να του «κόβει» μερικές γρήγορες στο στομάχι. Υποψιαστήκαμε. Ή τη χούφτωσε ή της ρίχτηκε κι ο δικός της «άρπαξε» και τον άρπαξε για να τις αρπάξει. Κι άρπαξε κι ένα ποτήρι, το 'σπασε και πήγε να ξεκοιλιάσει τον Φώτη, όταν ανάμεσά τους εμφανίστηκε ένα κουμπούρι κι από πίσω από αυτό ο Στέκας, που τόση ώρα καθόταν στο μπαρ κοιτώντας την εφημερίδα του και πίνοντας «ένα καθαρό, για να τη βγάλουμε όλοι μας καθαρή», όπως έλεγε πάντα στον Αμερικάνο.

«Έφυγες», του είπε του «ξένου», πρόσθεσε και μια ατάκα κλεμμένη από τον Μαστρομανέλο, «είπα» κι ο «ξένος» έφυγε επειδή ο Στέκας είπε. Κι επειδή ήξερε: και τη φήμη του Στέκα και πως δεν θα δίσταζε να ξεκαπνίσει το κουμπούρι.

Κι ο Φώτης γλίτωσε το σφάξιμο, αλλά δεν γλίτωσε από τις μπουνιές που πρόλαβε να μαζέψει και από τις μπόμπες του Αμερικάνου που πρόλαβε να καταπιεί.

Όταν μου είπε στο τηλέφωνο τα περί μπουζουξίδικου, του θύμισα την ιστορία με τον Στέκα. «Μήπως να τον βρεις και να τον προσλάβεις για προστασία;» του είπα γελώντας και -ως συνήθως- μου πάγωσε το χαμόγελο: «Δεν είναι κακή ιδέα. Θα τον ψάξω κι αν είναι έξω, θα του δώσω το 10% του μαγαζιού και δεν θα έχω να φοβηθώ τίποτα».

Εγώ φοβόμουν ήδη. Για τον Φώτη. Με έναν... συνταξιούχο μικροκακοποιό για προστασία, με ροπή στους καβγάδες και με εθισμό στα χρέη όλων των ειδών. Για τον μόνο που δεν φοβόμουν, ήταν ο Στέκας. Όπως έχει αποδειχτεί σε βάθος χρόνου, αυτός δεν ήταν σαν τους Αιγύπτιους.

Φτουράει...

Μέχρι να βρει ο Φώτης τα λεφτά και να πραγματοποιήσει το όνειρό του, εγώ ο Μίλτος να 'μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.