Μια «Σπανιόλα», μία... κάλτσα, ένα Πάσχα!

Μια «Σπανιόλα», μία... κάλτσα, ένα Πάσχα!

Μεγάλη εβδομάδα και... μεγάλες στιγμές στη ρετρό ιστορία του Μίλτου του Νταλικέρη. Καλή ανάγνωση και καλά να περάσετε τις μέρες που έρχονται!

«Ήρθε η Σπανιόλα», λέγαμε κάθε Πάσχα που εμφανιζόταν στη γειτονιά, για να επισκεφθεί τον παππού της, τον γερο-Χάροτον τσέλιγκα και τον μπάρμπα της, τον Κωτσηχάρο τον χασάπη. Δεν ήταν παρατσούκλι το Χάρος. «Χάρος Κωνσταντίνος» έγραφε δίπλα στη βοϊδοκεφαλή της ταμπέλας στο χασάπικο του Κωτσηχάρου.

Η Σπανιόλα δεν λεγόταν Χάρου. Αλλά δεν λεγόταν ούτε Βαλβέρδε ούτε Χιμένεθ ούτε είχε κάποιο άλλο ισπανικό επώνυμο. Ελληνίδα ήταν, ηπειρώτισσα. Η μάνα της ήταν η Βγενιώ του γερο-Χάρου, που στα 90 όχι μόνο δεν τον έπαιρνε ο Χάρος, αλλά εξακολουθούσε να βοσκάει τα πρόβατα και να ενισχύει την οικογενειακή επιχείρηση του Κωτσηχάρου.

Η μάνα της Σπανιόλας ήταν χωριανή μας, δηλαδή, κι ο πατέρας της ήταν από ένα χωριό στους πρόποδες της Μουργκάνας. Ηπειρώτης κι αυτός. Κι ευτυχώς που δεν τον έλεγαν Κώστα, γιατί θα νομίζατε πως ήταν ο ποδοσφαιριστής Κώστας Ηπειρώτης (φωτό), που είχε περάσει ένα... σκοτάδι από τον Παναθηναϊκό.

ipeirotis

Πώς έγινε Σπανιόλα η Σπανιόλα; Ο πατέρας της δούλευε στα καράβια κι όταν ήτανε μικρή βρήκε μια άκρια στη Μαγιόρκα κι άνοιξε μαγαζί. «Με μαργαριτάρια», έλεγε η Λάμπρω, η γυναίκα του Κωτσηχάρου. «Ψαράδικο», διόρθωνε φτύνοντας ο Κωτσηχάρος που δεν είχε χωνέψει ακόμα πως ο «αχαΐρευτος» πήρε την αδερφή του στα ξένα και δεν έχανε ευκαιρία να τον μειώσει.

Τέλος πάντων, η Νανά έφυγε όταν πηγαίναμε πρώτη Δημοτικού για τη Μαγιόρκα ως ...Νανά και από τότε ερχόταν λίγες μέρες κάθε Πάσχα ως Σπανιόλα, για να δει το σόι της. Και να τη δουν κι εκείνοι.

Βάσταγε, όμως, πολύ τουπέ και δεν μας έκανε πολλή παρέα. Τη ζόριζε κι ο Κωτσηχάρος την ανιψιά, «μη σε δω μ΄ εκείνα τα ρεμάλια γιατί άμα σε χαλάσει κανείς, θα τα χαλάσω εγώ και θα πάω φυλακή».

Δεν πήγε...

Αλλά εκείνο το Πάσχα λίγο έλειψε να πάει...

Όταν εμφανίστηκε στη γειτονιά η Σπανιόλα μετά από ένα χρόνο απουσίας, νομίζαμε πως κοιτάζαμε όραμα. Τώρα που σκέφτομαι την εικόνα της καθώς πέρναγε μπροστά από το …παρατηρητήριο, θα μπορούσα να τη συγκρίνω με τη Μόνικα Μπελούτσι, όταν προκαλούσε ταχυκαρδίες με το περπάτημά της ως Μαλένα. Εντάξει, μην τα παραλέμε, δεν ήταν Μόνικα, αλλά ήταν ...γυναίκα. Κοριτσάκι είχε φύγει μια χρονιά πριν, γυναίκα ήρθε πίσω. Τό ΄χε η μοίρα της Άλλη έφευγε (Νανά, κοριτσάκι), άλλη γύριζε (Σπανιόλα, γυναίκα).

malena1

Όλοι μείναμε με ανοικτό το στόμα καθώς την κοιτάζαμε από τον καφενέ του Μπάφα, όπου δούλευε ο Δεμπασκαλάς. Ο μόνος που δεν έμεινε με ανοικτό το στόμα ήταν ο Φώτης, ο οποίος πήγε και το άνοιξε εκεί που δεν έπρεπε. Πήγε στο χασάπικο, την καλωσόρισε και μόλις εκείνη έφυγε για το ...Χαρέικο (το σπίτι του Κωτσηχάρου - ο γερο-Χάρος επέμενε να μένει με τη βάβω στο μαντρί), είπε του Κωτσηχάρου με σοβαρό ύφος και αποκαλώντας τον κύριο, γεγονός που δεν πρέπει να είχε ξανασυμβεί ποτέ, γιατί τέτοιον θηριώδη αγριάνθρωπο με τέτοιο χαρούμενο επώνυμο δεν σού ΄ρχεται να τον πεις «κύριο»: «Κύριε Κώστα, θέλω να αρραβωνιαστώ την ανιψιά σας».

«Άμα την ξαναζυγώσεις, θα παντρευτείς το Χάρο», είπε και τον ξεπροβόδισε ως την πόρτα κραδαίνοντας τον μπαλτά.

Δεν την ξαναζύγωσε...

Τη ζύγωσε, όμως, ο Δεμπασκαλάς το βράδυ του Επιταφίου. Κουτάβι φαινόταν ο Δεμπασκαλάς, αλλά δεν ήταν. Πρώτος μπήχτης, μουλωχτός, δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη. Μέγας...σκόρερ ο Δεμπασκαλάς, βόλευε τις δικές του μπάλες όπου έβρισκε ...σκαντζόχοιρο, σε μια εποχή που το μπραζίλιαν ουάξ ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου το χασάπικο είχε ουρά την πελατεία κι ο Κωτσηχάρος είχε τόσα νεύρα, που τον είχε αναστήσει ήδη τον Κύριο, μαζί με κάμποσους αγίους και αγίες. Όταν, μάλιστα, αντί να πελεκήσει μια σ΄κωταριά πελέκησε το δάχτυλο, λίγο έλειψε να βαρήσουν κι οι καμπάνες για το Χριστός Ανέστη. Άφησε στο πόδι του τη Λάμπρω κι έφυγε για το σπίτι, να πάρει τ΄ αμάξι και να πάει στο κέντρο υγείας για ράμματα.

Λίγα λεπτά μετά, πήγα με τον Πατούσα στον καφενέ του Μπάφα, όπου μόλις είχε πιάσει δουλειά ο Δεμπασκαλάς. Κάτι δεν πήγαινε καλά πάνω του. Σαν αχτένιστος, σαν αναψοκοκκινισμένος, σαν λαχανιασμένος. Του έλειπε και μια κάλτσα! «Τι μόδα είναι αυτή, ρε; Με μια κάλτσα θα κυκλοφορείς τώρα;», τον πείραξε ο Πατούσας. «Δεν πας καλά», του απάντησε, κρύφτηκε στα γρήγορα πίσω από τον πάγκο και κατέβηκε στο υπόγειο.

«Σηκώστε, ρε, τα μπατζάκια να δω τι άντρες είστε», ακούσαμε από πίσω μας τη ...γλυκιά, κελαρυστή φωνή του Κωτσηχάρου. Γυρίσαμε και τον είδαμε με το ένα χέρι μέσα στα αίματα και με το άλλο να βαστάει ...μια κάλτσα. Του Δεμπασκαλά σκεφτήκαμε, αλλά δεν το είπαμε. Καταλάβαμε. Σηκώσαμε τα μπατζάκια, είδε πως φοράγαμε κάλτσες κι έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.

Ο Δεμπασκαλάς εμφανίστηκε μόλις είδε τον Κωτσηχάρο να περνά μπροστά από τον καφενέ μαρσάροντας με το αγροτικό, για να πάει για τα ράμματα. «Πώς τον έχει, ρε, τον σκαντζόχοιρο η Σπανιόλα;», τον ρώτησε ο Πατούσας. «Δεν πας καλά» του απάντησε και τον έστειλε σπίτι να του φέρει ένα ζευγάρι κάλτσες, «μπας και ξαναγυρίσει ο Κωτσηχάρος και συνεχίσει τις έρευνες».

Δεν ξαναγύρισε...

«Μαύρο κατράμι τον είχε τον σκαντζόχοιρο», μας είπε ένα καλοκαιρινό βράδυ μετά από καιρό και από πολλές μπίρες. Και τότε μας εκμυστηρεύτηκε πως και το Πάσχα που πέρασε, αλλά και το προηγούμενο, που η Σπανιόλα δεν ήταν ακόμα τόσο γυναίκα, ο Δεμπασκαλάς περίμενε να φύγουν ο Κωτσηχάρος και η Λάμπρω για το χασάπικο και μετά έμπαινε στο σπίτι του από την πίσω πόρτα της αυλής, για να συναντήσει τη Νανά. «Εγώ την έκανα γυναίκα, πέρυσι το Πάσχα. Φέτος, το Μεγάλο Σάββατο, δεν είχα πάρει πολλές προφυλάξεις γιατί ήξερα πως ο Κωτσηχάρος είχε πολλή δουλειά στο μαγαζί. Αλλά πήγε το ζώο κι έκοψε το χέρι κι όταν άκουσα να τρίζει η πόρτα της αυλής, είχα τη Νανά στα γόνατα. Πότε ντύθηκα, πότε πήδηξα από το παράθυρο, πότε έφτασα στον καφενέ, ούτε που θυμάμαι...».

Ούτε την κάλτσα που τον πρόδωσε είχε θυμηθεί...

Μέχρι να ξεχάσω τη Σπανιόλα, την κάλτσα του Δεμπασκαλά και την περίφημη «Κάλτσα» των αδερφών Χαϊτίδη (απολαύστε τους στο βίντεο από κάτω - μεγάλο σόου), εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Καλό Πάσχα και μακριά από επικίνδυνους συνδυασμούς αλκοόλ και τιμονιού, για να είμαστε όλοι εδώ την επόμενη εβδομάδα, να περνάμε καλά με τις παλιοϊστορίες μας.

Υ.Γ.2: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.