Όταν ο Άι Γιώργης πούλησε το άσπρο άλογο και πήρε κόκκινο... ΤΟΥΟΤΑ!

Όταν ο Άι Γιώργης πούλησε το άσπρο άλογο και πήρε κόκκινο... ΤΟΥΟΤΑ!

Μια γιορτή, πολύ κρασί, ένα μπαρ με Βουλγάρες κι ο Άι Γιώργης σε ρόλο σωτήρα. Ή, μήπως, θαμώνα; Η απάντηση... ακολουθεί και σιγά μην τη βρείτε!

Η ρετρό ιστορία της εβδομάδας έρχεται με χρονοκαθυστέρηση και δεν είναι πασχαλινή, αλλά μεταπασχαλινή, από τη γιορτή του Άι Γιώργη.

Γιόρταζε τότε ο πατέρας του φίλου μου του Φώτη, ο Σαυρογιώργης, που είχε μια πλαστική σαύρα και τού άρεσε να μάς τρομάζει με δαύτην όταν είμαστε μικροί - άλλο χούι κι αυτό. Ένα που είχε αυτός με τη σαύρα κι άλλο ένα που είχαμε εμείς να βγάζουμε παρατσούκλια ανάλογα με τα κουσούρια του καθενός.

Αυτή η μέρα ήταν η μοναδική στο χρόνο που κερνούσε ο Φώτης. Όλο το χρόνο τον κερνάγαμε εμείς και τη μέρα της γιορτής του πατέρα του την περιμέναμε για να πάρουμε την εκδίκησή μας. Έστω κι αν στην πραγματικότητα πάλι δεν πλήρωνε ο ίδιος ο Φώτης, αλλά ο πατέρας του ο Σαυρογιώργης, που άνοιγε το σπίτι του και το βαρέλι με το κρασί σε όλη τη γειτονιά, μέχρι που την άλλη μέρα ξέμενε κι άρχιζε να αγοράζει κρασί από τα σώσματα του Μπάφα, του καφετζή.

Πήγαμε, λοιπόν, όλοι στου Σαυρογιώργη, ήρθαν μαζί και οι μπεκροκανάτες του μαχαλά, ο Πέτρος της Κουφής και ο Μαστρομανέλος. Άρχισαν «στην υγειά σου, Γιώργη» και ξανά «στην υγειά σου, Γιώργη», αλλά για πρώτη φορά δεν έμειναν ως το τέλος για να κάνουν τη συνήθη αριθμητική που ακολουθούσε το σχόλασμα της βεγγέρας. «Του ήπια δυο νταμ΄ζάνες», έλεγε ο Πέτρος, «εγώ του ήπια άλλες δυο», συμπλήρωνε ο Μαστρομανέλος, σύνολο τέσσερις και πού να μείνει κρασί για την επόμενη μέρα!

Ωστόσο, αυτή τη χρονιά οι δυο μαζί ούτε μια νταμ΄ζάνα δεν κατέβασαν. Όλο κάτι μουρμούραγαν συνωμοτικά και σηκώθηκαν να φύγουν πριν ακόμα έρθουν οι γύφτοι με τα κλαρίνα (άλλο χούι κι αυτό - μόλις φτιάχνανε κεφάλι, στέλνανε τον πιο μικρό στο μαχαλά να βρει οργανοπαίκτες, οι οποίοι όλως τυχαίως φούμαραν υπομονετικά στη γωνιά, δίπλα στο σπίτι του Σαυρογιώργη κι εμφανίζονταν δευτερόλεπτα μετά την αποστολή ανεύρεσής τους).

«Εμάς, Γιώργη, να μας συμπαθάς. Έχουμε μια υποχρέωση», είπαν με μια φωνή ο Πέτρος κι ο Μαστρομανέλος κι ο Σαυρογιώργης πρέπει να ανακουφίστηκε, γιατί το κρασί που δεν θα του έπιναν οι δυο τους, θα τον έβγαζε μέχρι να αρχίσει τις μπίρες, το καλοκαιράκι.

Τι υποχρέωση είχαν, μάθαμε την επομένη. Ένας τριτοξάδερφος του Πέτρου της Κουφής είχε ανοίξει μαγαζί με κορίτσια στα Γιάννενα κι οι δυο μπέκρες είπαν να ολοκληρώσουν το εορταστικό τριήμερο του Πάσχα με ένα γλέντι μακριά από τις γυναίκες τους και όσο πιο κοντά γινόταν στα τρυφερούδια από Βουλγαρία μεριά (ακόμα δεν είχε ανοίξει η φάμπρικα με τα ρωσιδάδικα).

Την άλλη μέρα, όμως, οι δυο τους δεν μιλιόντουσαν. Γύρισαν τσακωμένοι από το ...βουλγαράδικο κι ο ένας καθόταν μέσα στον καφενέ του Μπάφα, δίπλα στο σβηστό τζάκι (δεν έκανε δα και τόσο κρύο ώστε να το ανάβει), ενώ ο άλλος είχε πιάσει τραπέζι έξω, κάτω από τον πλάτανο κι ας τον έκοβε ο βοριάς (δεν έκανε δα και τόση ζέστη ώστε να αράζεις στη λιακάδα - άσε που δεν είχε λιακάδα εκείνη τη μέρα).

Το τι συνέβη και γιατί μαλώσανε, το υποψιαζόμασταν («για τα μάτια καμιάς Βουλγάρας», έλεγε ο Δεμπασκαλάς), αλλά δεν το ξεφούρνισε κανείς τους. Αντιθέτως, κακολογούσαν ο ένας τον άλλο για το ταξίδι της επιστροφής...

Εκδοχή Μαστρομανέλου: «Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Φυτίλια σας λέω. Στουπί. Κάναμε 25 χιλιόμετρα να πάμε και 50 να γυρίσουμε από τα ζιγκ ζιγκ στο δρόμο. Μια στιγμή ίσια δεν το πήγε το Τουότα*. Μας φύλαξε ο Άι Γιώργης και δεν πέσαμε σε κανέναν γκρεμό».

Εκδοχή Πέτρου της Κουφής: «Και πετρέλαιο να του έδινες, θα το έπινε. Σκνίπα είχε γίνει. Σε όλη τη διαδρομή έκανα το σταυρό μου κι έλεγα Άι Γιώργη, σώσε μας. Μου έβγαλε τα άντερα έτσι όπως οδηγούσε πέρα-δώθε. Ο άγιος μας φύλαξε και γυρίσαμε».

(* σημείωση: το ΤΟΥΟΤΑ δεν ξέραμε ότι διαβάζεται «Τογιότα» - εμείς ΤΟΥΟΤΑ βλέπαμε στην πίσω πόρτα του ...φορτηγακίου, Τουότα διαβάζαμε, Τουότα μολογάγαμε, Τουότα είχαν και ο Πέτρος της Κουφής και ο Μαστρομανέλος).

Συμπέρασμα 1: Είχαν πιει. Πολύ. Αλλά αυτό το συμπέρασμα είναι πλεονασμός, σαν να λες «βρόμικο ελληνικό ποδόσφαιρο». Λες «ελληνικό ποδόσφαιρο» και το «βρόμικο» εξυπακούεται. Έλεγες «Πέτρος της Κουφής και Μαστρομανέλος» κι όλοι φαντάζονταν άδεια κανάτια από κρασί.

Συμπέρασμα 2: Πήγαν και γύρισαν με Τουότα. Δεν ξέρουμε ούτε ποιανού ήταν το Τουότα ούτε ποιος οδηγούσε κατά την επιστροφή.

Συμπέρασμα 3: Τους έσωσε ο Άι Γιώργης. Ο οποίος προφανώς οδήγησε στην επιστροφή...

Συμπέρασμα 4 (προερχόμενο εκ του συμπεράσματος 3): Ο Άι Γιώργης...
α) Δεν είχε δίπλωμα.
β) Είχε πάει στις Βουλγάρες, τα έπινε στην μπάρα δίπλα στον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής, έγινε κι αυτός σταφίδα και μετά προσφέρθηκε να τους γυρίσει αυτός πίσω στο χωριό με το ...Τουότα του.

Συμπέρασμα 5 (προερχόμενο εκ των συμπερασμάτων 3 και 4): Είχε ψοφήσει το άσπρο άλογο του Άι Γιώργη και το αντικατέστησε με τα 60 άσπρα άλογα του Τουότα του Πέτρου της Κουφής (αυτός είχε άσπρο φορτηγάκι, ενώ ο Μαστρομανέλος είχε κόκκινο, οπότε το πολύ πολύ να το δάνειζε στον Άι Δημήτρη).

Εκδοχή Άι Γιώργη: «Είχαν πιει και οι δύο πολύ και ζητούσαν βοήθεια. Μπήκα στο φορτηγάκι να τους σώσω, αλλά μόλις έπιασα το τιμόνι, ζαλίστηκα από τις αναθυμιάσεις. Είπα Χριστέ μου σώσε με κι ευτυχώς χθες είχε αναστηθεί, γιατί αν είχαν πάει στις Βουλγάρες τη Μεγάλη Παρασκευή, τώρα θα ήμασταν όλοι μακαρίτες»!

Μέχρι να μάθουμε ποιος οδήγησε στην επιστροφή, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.