Ο Τίτο, ένα εκλεκτό μέλος της παλιοπαρέας!

Ο Τίτο, ένα εκλεκτό μέλος της παλιοπαρέας!

Η ρετρό ιστορία αυτής εβδομάδας έρχεται γκαζωμένη, όπως και ο ...κεντρικός (παλιο)χαρακτήρας της.

Δεν αναφέρομαι σε κάποιον καινούργιο φίλο της παλιοπαρέας των έιτις, αλλά σε ένα μεταχειρισμένο Ζάσταβα Γιούγκο, το πρώτο μου αυτοκίνητο(;). Το ερωτηματικό εντός της παρένθεσης θα εξηγηθεί στην πορεία...

Το Γιούγκο αυτό, το είχαμε βαφτίσει «Τίτο» και το πήρα από δεύτερο χέρι. Ο Τίτο, εκτός από μεταχειρισμένος, ήταν και κακομεταχειρισμένος και τρακαρισμένος (όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων), ένα ρημάδι δηλαδή. Που μού έφαγε πολλά λεφτά και ...τα σκώτια όσα χρόνια τον είχα στην κατοχή μου. Ωστόσο, μαζί του γύρισα σχεδόν όλη την Ελλάδα. Μέχρι που σε ένα και μόνο ...τουρ ντε Γκρες, έφτασα ως την Αλεξανδρούπολη κι από εκεί στην Καλαμάτα, μέσα σε 10 μέρες.

Λίγο πριν ξεκινήσω αυτό το ταξίδι, που έγινε δίχως λόγο, ο φίλος μου ο Φώτης, που εκείνη την περίοδο έκανε λαμπρή καριέρα κλεπταποδόχου εν αγνοία μας, είχε έρθει όλο χαρά να μου ανακοινώσει πως «κολλητέ, σου κονόμησα μια σούπερ μηχανή χιλιοτρακοσάρα από ένα Σουπερμιραφιόρι»!

Πήγαμε, λοιπόν, όλοι μαζί στο γκαράζι του Μαστρομανέλου, εγώ, ο Δεμπασκαλάς, ο Φώτης κι ο Μαστρομανέλος ο ίδιος, ανοίξαμε την κοιλιά του Τίτο, βγάλαμε έξω πλεμόνια, σπληνάντερα, καρδιές και κοκορέτσια, κατεβάσαμε την εννιακοσάρα μηχανή και βάλαμε πάνω τη χιλιοτρακοσάρα από το Σουπερμιραφιόρι, την οποία ποτέ δεν μάθαμε πώς «κονόμησε» ο Φώτης, έστω κι αν όλοι υποψιαζόμασταν.

Μετά ο Μαστρομανέλος, ο οποίος πληρώθηκε σε είδος (τώρα που το σκέφτομαι, πιο ακριβά μού ήρθαν οι μπίρες απ΄ ό,τι να πλήρωνα συνεργείο), έπιασε την οξυγονοκόλληση, έβαλε κάτι γυαλιά σαν αεροπόρος και για τρεις μέρες «έραβε» τους θόλους, «για να μη βρεθείς σε κανένα χαντάκι και τι θα πω μετά στη μαύρη τη μάνα σου, που είναι κι άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν, ούτε μαύρη ούτε άρρωστη).

Όταν τέλειωσαν οι πλαστικές και σιδερένιες επεμβάσεις, του βάλαμε και κάτι ζαντολάστιχα που -όλως τυχαίως- πάλι «κονόμησε» ο Φώτης, κι ο Σουπερμιραφιόρι Τίτο ήταν έτοιμος για τη μεγάλη ζωή. Και τα μεγάλα ταξίδια...

Πήρα, λοιπόν, μαζί μου τον Φώτη που μπορούσε («ευτυχώς, κολλητέ, έχω άδεια από τη δουλειά» - δεν είχε καν δουλειά), άφησα πίσω τον Δεμπασκαλά που δεν μπορούσε και κινήσαμε. Ο Τίτο μας έβγαλε ασπροπρόσωπους. Η νέα μηχανή τα έδωσε όλα, κάθε βράδυ κοιμόμασταν αλλού (ενίοτε και με άλλη παρέα), γυρίσαμε πανηγυρικά όλη τη χώρα κι ο Φώτης, που τότε δεν οδηγούσε (ούτε και τώρα οδηγεί) καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι* για την ανακάλυψη της νέας μας μηχανής.

(* Όποιος έχει δει καμαρωτό γύφτικο σκεπάρνι, να ενημερώσει πώς είναι και να στείλει και σχετική φωτογραφία).

Αυτή η ιστορία και μερικές ακόμα, ήταν οι καλές του Τίτο. Υπήρξαν, όμως, και πολλές δύσκολες στιγμές. Όπως για παράδειγμα, όταν τον έριξα στη μάντρα μιας ...μάντρας υλικών οικοδομών ή όταν πλέον ο Τίτο αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια κι εμένα πιωμένο, σε μια ερημιά στις πέντε τα ξημερώματα, εν μέσω καταιγίδας, κοντά σε μια βουνοκορφή. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν, σπίτια γύρω δεν υπήρχαν, διάθεση από τον Τίτο να κάνει «γρου-γρου» και να βάλει μπρος την κουρασμένη πια Σουπερμιραφιόρι, επίσης δεν υπήρχε. Ούτε ελπίδα υπήρχε...

Βγήκα έξω στη βροχή και την αντάρα, ξενέρωσα στο λεπτό από το φυσικό κρύο ντους, άνοιξα το καπό και προσπάθησα να δω μέσα στη σκοτεινιά εκείνα που δεν βλέπονταν. Έβγαλα μια μάλλινη μπλούζα που είχε ήδη μουσκέψει, άνοιξα το καπάκι, σκούπισα το ράουλο και τις πλατίνες, έβγαλα ένα ένα τα μπουζί, τα σκούπισα κι αυτά, αλλά «γρου-γρου» δεν ακούστηκε. Λίγο αργότερα άρχισε να ακούγεται «γρου-γρου», όχι από τον Τίτο, αλλά από το στήθος μου που «έβραζε». Από την κακουχία «έβραζε» κι όχι επειδή «μια καρδιά τα χέρια μου σου φέρανε», που γρατζούναγε όλη νύχτα με τη φωνή του Φίλιππα Νικολάου το ραδιοκασετόφωνο «Μπλάουπουνκτ», που πιο δύσκολο ήταν να το προφέρεις παρά να το ...κλέψεις, καθώς και αυτό από κάπου του είχε «κονομήσει» ο Φώτης.

Ο Τίτο, πάντως, παρότι το «Μπλάουπουνκτ» έπαιζε ακόμα την κασέτα, είχε αποδημήσει και οι πιθανότητες να μην αποδημήσω μαζί του άρχισαν να μειώνονται όσο περνούσαν οι ώρες και η βροχή συνεχιζόταν. Μόλις άρχισε λίγο να φωτίζει η μέρα, έκανα τον πυρετό μου θάρρος, βγήκα πάλι έξω, γύρισα τον Τίτο στον κατήφορο, πήδηξα μέσα, έβαλα δευτέρα, αλλά όσο πιθανό ήταν να αναστηθεί ο Λάζαρος αν έσπρωχνες την κάσα του στον κατήφορο και της έβαζες δευτέρα, άλλο τόσο πιθανό ήταν να γουργουρίσει η Σουπερμιραφιόρι εκείνο το πρωί.

Δεν γουργούρισε...

Ο μόνος που γουργούρισε ήμουν εγώ, όταν είδα το μαύρο Ούνο του Δεμπασκαλά να ανεβαίνει τον ανήφορα κατά τις εννιά το πρωί για να ψάξει να με βρει. Τον είχε ξυπνήσει η «μαύρη μάνα» (μαύρισε τη νύχτα - θα έκανε σολάριουμ), δηλώνοντάς του ξεκάθαρα πως «θα με πεθάνει αυτό το παιδί, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν άρρωστη).

Ο Δεμπασκαλάς είχε κέφια. Δεν ξέρω αν χάρηκε που με είδε ή αν χάρηκε που με είδε σ΄ αυτό το χάλι, με τα μάτια κόκκινα από τον πυρετό και τη μούρη μαύρη (λες να έμοιασα στη μαύρη μάνα;) από τις μουντζούρες, ωστόσο ήταν από τις λίγες φορές που κόλλαγε στην ίδια φράση περισσότερες από τις τρεις συνηθισμένες λέξεις. Τις οποίες φυσικά είπε πρώτες πρώτες όταν με πρωταντίκρισε στη ραχούλα: «Δεν πας καλά». Μετά κόλλησε κι άλλες, όχι πολλές, μην παίρνουμε και θάρρος. «Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο;». Κοίταξα γύρω την ερημιά και του απάντησα, επίσης λακωνικά, επειδή έτσι μιλάγαμε οι δυο μας κι όταν μας έβλεπε κανένας τρίτος, μας πέρναγε για ντιπ χαμένα: «Βλέπεις κανέναν τηλεφωνικό θάλαμο;». Την απάντηση τη φαντάζεστε: «Δεν πας καλά».

Μπήκα στο Ούνο, έβαλα το καλοριφέρ στο τέρμα, έκανα 15 μέρες να συνέλθω από την πνευμονία κι άλλες τόσες έμεινε ο Τίτο στη ραχούλα, να σαπίζει μοναχός.

Ευτυχώς δεν είχε σαπίσει τελείως όταν πήγαμε πάλι με τον Δεμπασκαλά, με δανεικό το φορτηγάκι του Πέτρου της Κουφής, για να τον τραβήξουμε και να τον πάμε για απόσυρση. Βλέποντας την απογοήτευσή μου, ο Δεμπασκαλάς μου είπε: «Γιούγκο πήρες. Αυτοκίνητο θα πάρεις;».

«Δεν πας καλά»! Αυτό του το φύλαγα...

Μέχρι να ξεχάσω τον Σουπερμιραφιόρι Τίτο, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.