Το καλύτερο κρασί είναι το τζάμπα!

Το καλύτερο κρασί είναι το τζάμπα!

Ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται την πρώτη φορά που η παλιοπαρέα των έιτις έβαλε δικό της κρασί και την κατάληξή του(ς)...

Στη ρετρό ιστορία της προηγούμενης Τρίτης, είχα αναφερθεί στην ασθένεια του Μαστρομανέλου, ο οποίος βρέθηκε στο νοσοκομείο μετά από μια λιποθυμία. Επειδή οι γιατροί δεν του βρήκαν τίποτα (πολύ) κακό, πέρα από τις αιματολογικές του εξετάσεις που είχαν όλους τους δείκτες ανεβασμένους ...στον Θεό κι επειδή αν συνέχιζε να τρώει και να πίνει στον ίδιο ρυθμό θα πήγαινε σύντομα να τον συναντήσει (τον Θεό), του συνέστησαν δίαιτα. Να τρώει λιγότερα κρέατα και περισσότερα λαχανικά και να κόψει τελείως το κρασί και το τσίπουρο. Λίγο καιρό μετά, καθισμένος στο αγαπημένο του τραπέζι στον καφενέ του Μπάφα, μας διηγήθηκε τις συστάσεις του γιατρού του: «Ξέρετε τι μου είπε ο χαμένος τότε που αρρώστησα λίγο; Το κρασί να μην το ξαναϊδώ στα μάτια μου». Και σήκωσε με το ένα χέρι το ποτήρι με τη ρετσίνα, κάλυψε με το άλλο τα μάτια και την κατέβασε μονορούφι. Το κρασί δεν το είδε στα μάτια του...

Κατά περίεργη σύμπτωση, εκείνη τη μέρα η παλιοπαρέα των έιτις ήταν σε πλήρη σύνθεση, καθώς ο Παππούς δεν είχε ξεκινήσει ακόμα μαθήματα στη σχολή του και είχε ξεμείνει μέσα Σεπτέμβρη στο χωριό (ως συνήθως, λόγω κάποιας απεργίας), ενώ ο Πέτρος ο Αρμένης είχε πάρει άδεια από τη μονάδα που υπηρετούσε. Όλοι μαζί, καθόμασταν στον καφενέ, στο διπλανό τραπέζι από εκείνο που κουτσόπιναν ο Μαστρομανέλος, ο Πέτρος της Κουφής και ο καφετζής ο Μπάφας. Και τότε ο Μαστρομανέλος έριξε τη μεγάλη ιδέα. «Φέτος θα αγοράσουμε μούστο και θα φτιάξουμε δικό μας κρασί, να μην αγοράζουμε τους ξιδιάδες που μας πουλάνε οι εμπόροι. Και λεφτά θα γλιτώσουμε και θα έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Είστε μέσα;», ρώτησε τους δύο φίλους του. Ήταν...

Και τότε γύρισε προς το μέρος μας, βλέποντας πως όπως πάντα είχαμε στήσει αυτί: «Εσείς είστε μέσα, ρε χαμένα;». Ήμασταν κι εμείς...

Γιατί ήμασταν χαμένα...

Μετά τη συμφωνία, ο Μαστρομανέλος έβαλε τα δυο βαρέλια και ένα ποσό, ο Πέτρος της Κουφής το ίδιο ποσό επί δύο (κάλυψε και το μερτικό του φαντάρου βαφτιστήρα του, του Πέτρου του Αρμένη), ο Μπάφας το ίδιο ποσό επί δύο (έβαλε και για τον Δεμπασκαλά, που τον είχε σαν γιο του μιας και του κράταγε τον καφενέ), εγώ το ίδιο ποσό επί ενάμισο (έβαλα και το μισό μερτικό του Φώτη, που δεν είχε λεφτά και μου ζήτησε -όπως πάντα- δανεικά που δεν επέστρεψε ποτέ) κι ο Παππούς επίσης το ίδιο ποσό επί ενάμισο (για τους ίδιους λόγους με μένα, παρότι εκείνος δεν είχε ουσιαστικό λόγο, καθώς σχεδόν όλη τη χρονιά θα έλειπε στην Αθήνα λόγω σπουδών). «Αν δεν βάλεις λεφτά, δεν ανήκεις στην παρέα», του ξεκαθάρισε ο Φώτης που δεν έβαλε λεφτά! Φτιάξαμε έναν τόνο κρασί...

Το ανοίξαμε, σύμφωνα με την παράδοση, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Ήταν το καλύτερο κρασί που είχαμε πιει ποτέ, ένα εξαιρετικό ροζέ Ζίτσας. «Την καλύτερη δουλειά κάναμε. Θα έχουμε καλό κρασί μέχρι το καλοκαίρι», είπε μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά ο Μαστρομανέλος, για να υπερηφανευτεί για την ιδέα του. Μετά από λίγες μέρες και έπειτα από σχετική προτροπή του οινολόγου που είχε συμβουλευτεί ο Μαστρομανέλος, κατεβήκαμε στο κελάρι του Μπάφα όπου είχαμε βάλει τα δυο βαρέλια, αδειάσαμε το ένα σε δεκάκιλες νταμιζάνες και τις σφραγίσαμε με φελλούς και λιωμένο κερί, για να μην πάρουν αέρα και να αντέξει το κρασί μας περισσότερο καιρό. «Δυο χρόνια θα το χαίρεστε», ισχυρίστηκε ο οινολόγος. Αμ δε...

Έκτοτε, κάθε φορά που μαζευόμασταν, είτε στο καφενέ του Μπάφα είτε στο γκαράζι του Μαστρομανέλου είτε σε κάποιο σπίτι, στέλναμε κάποιον στο κελάρι να γεμίσει μια πεντόκιλη κανάτα από το βαρέλι. Κάποια φορά, επειδή η παρέα ήταν αγριεμένη, πήγα μαζί με τον Φώτη να γεμίσουμε μια δεκάκιλη νταμιζάνα, μόνο που το βαρέλι δεν έβγαζε στάλα. «Τελευταία βάζω από τις νταμιζάνες», με ενημέρωσε ο Φώτης, ο οποίος περιέργως το τελευταίο διάστημα εκδήλωνε μεγάλη προθυμία να κουβαλήσει μοναχός του το κρασί. Κάποια άλλη φορά, που η παρέα είχε μαζευτεί ανήμερα Τσικνοπέμπτη στο σπίτι του Πέτρου της Κουφής, ήρθε πάλι η σειρά μου. Ο Φώτης δεν προθυμοποιήθηκε να ακολουθήσει. Πήγα μόνος να φέρω κρασί, αλλά κρασί δεν βρήκα. Δεν υπήρχε ούτε μία νταμιζάνα γεμάτη! Γύρισα πίσω με άδεια χέρια, είπα τα καθέκαστα στην παρέα κι ο Μαστρομανέλος έγινε πύραυλος, ενώ ο Φώτης είχε κατεβάσει το κεφάλι. Τον κοιτάξαμε όλοι. «Τι το έκανες το κρασί, ρε τσογλάνι;. Το πούλησες;», ούρλιαξε από την άλλη άκρη του τραπεζιού ο Μαστρομανέλος και πάλι καλά που ήταν στην παρέα ο μαντράχαλος ο Πέτρος ο Αρμένης και τον συγκράτησε να μην ορμήξει στον φίλο μας. Μόλις ο Πέτρος τον κάθισε στην καρέκλα και αφού όλοι του είπαμε «αποκλείεται ο Φώτης να έκανε τέτοιο πράμα» για να τον ηρεμήσουμε, ο Μαστρομανέλος, με πρωτοφανή νηφαλιότητα, με διηγήθηκε πως την περασμένη εβδομάδα του είχε κάνει το τραπέζι ένας ξάδερφος της γυναίκας του της Πολυξένης, από τον πάνω μαχαλά. «Ήπια ένα κρασί, ίδιο με το δικό μας. Ολόιδιο. Δεν μου πήγε το μυαλό, αλλά τώρα ...να τα. Τον ρώτησα πού το αγόρασε και μου είπε πως το έπαιρνε σε δεκάκιλες νταμιζάνες από ένα παλικάρι στη γειτονιά μας...».

Ήταν ξεκάθαρο. Ο Φώτης, που δεν είχε βάλει δραχμή στη ...φάμπρικα, είχε ανοίξει δική του φάμπρικα για να παριστάνει τον καμπόσο στις γκόμενες και πούλαγε το κρασί μας! Πάνω στην αναμπουμπούλα, την κοπάνησε με ελαφρά πηδηματάκια, αλλά εγώ κι ο Πέτρος τον πήραμε στο κατόπι και τον προλάβαμε πριν φτάσει σπίτι του. «Τι έκανες, ρε μ@λ@κα; Είσαι με τα καλά σου; Πούλησες όλο το κρασί;», τον ρώτησε ο Πέτρος και υπό την απειλή να πέσουν φάπες, παρά την αρχική του άρνηση «εγώ δεν έκανα τίποτα, όλα σε μένα τα ρίχνετε που δεν έχω δώσει ποτέ δικαίωμα», ο Φώτης «έσπασε» και τα είπε όλα. Ή, σχεδόν όλα: «Παιδιά, εγώ το ξέρετε πως ψέματα δεν λέω. Είχα κάτι στενοχώριες οικονομικές και αναγκάστηκα να πουλήσω λίγο κρασί για να τα φέρω βόλτα. Λίγο, μη νομίζετε». Το λίγο, από «δυο νταμιζάνες», μετά τις πρώτες φάπες από τον Πέτρο, έγινε λίγο περισσότερο. «Πέντε, άντε έξι νταμιζάνες πούλησα. Να σας πω και σε ποιους, να πάτε να ρωτήσετε». Τον πιστέψαμε. Τόσο, ώστε με πρόχειρους ...υπολογισμένους υπολογισμούς (σε συνάρτηση με την ...ειλικρίνεια του Φώτη), να καταλήξουμε πως ο Φώτης είχε «σπρώξει» στην τοπική αγορά περίπου τις διπλάσιες, δηλαδή καμιά δεκαριά νταμιζάνες. Όταν κατεβήκαμε, μάλιστα, στο κελάρι του Μπάφα και μετρήσαμε τις άδειες, διαπιστώσαμε πως δεν πέσαμε και πολύ έξω. Από τις 50 που είχαμε σφραγίσει, βρήκαμε αδειανές τις 38. Έλειπε μια δωδεκάδα.

Τότε άρχισαν άλλοι πρόχειροι υπολογισμοί. Είχαμε φτιάξει έναν τόνο κρασί. Ο Φώτης είχε πουλήσει 120 κιλά. Αυτό δεν ήταν τελικά μεγάλο πρόβλημα. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα ...880 κιλά που είχαμε καταναλώσει σε λιγότερο από πέντε μήνες! Κατά μέσο όρο, περίπου έξι-εφτά κιλά την ημέρα, από τότε που ανοίξαμε τα βαρέλια. Μπεκροκανάτες! Κι ο Μαστρομανέλος ήθελε να έχουμε κρασί ως το καλοκαίρι. Κι ο οινολόγος ονειρευόταν ...δυο χρόνια.

Γυρίσαμε πίσω στου Πέτρου της Κουφής, όπου η παρέα είχε ξεκινήσει το γλέντι με ένα καφάσι ρετσίνες Κουρτάκη που είχε κουβαλήσει ο Δεμπασκαλάς από τον καφενέ. Τους διηγηθήκαμε τις ανακαλύψεις μας, ζοριστήκαμε λίγο μέχρι να αντιληφθούν την απλή αριθμητική μας και καθίσαμε να φάμε και να πιούμε. Κάποια στιγμή, ο Μαστρομανέλος, που πάντα του άρεσε να κλείνει τις κουβέντες, έβαλε τελεία και παύλα στην υπόθεση κρασί: «Άμα ξαναβάλω εγώ κρασί, να μου τρυπήσετε τη μύτη. Είπα»!

Την επόμενη χρονιά στη γιορτή του, ήπιαμε ένα κρασί καλύτερο από το περσινό, το «δικό μας». Αυτή τη φορά ήταν «δικό του». Το είχε βάλει μόνος του. «Τέτοιο κρασί δεν έχετε ματαξαναπιεί. Είπα». Δεν είχαμε ματαξαναπιεί, αλλά το Πάσχα δεν είχε μείνει ούτε στάλα από δαύτο. Πάλι τα κονόμησε ο Κουρτάκης...

Μέχρι να ξεχάσω το πρώτο μας κρασί, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Tους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.