Την υγρασία μου μέσα... (παρτ του)

Την υγρασία μου μέσα... (παρτ του)

Ένα αηδόνι της πίστας, μια μοιραία γυναίκα, μια μπουζουκλερί άλλης εποχής. Το 2ο και τελευταίο μέρος του ...ηλεκτρικού διηγήματος του Μίλτου του Νταλικέρη...

Η ιστορία μας ξεκίνησε κάπως έτσι, με τον φίλο μας τον Φώτη να μας ...απειλεί πως θα μας κεράσει σε ένα καταγώγιο με κονσομασιόν. Θυμηθείτε το 1ο μέρος...

Πάμε τώρα στη συνέχεια...

Η ιδέα ότι ο Φώτης κερνούσε ήταν από μόνη της αγχωτική. Την ιδέα ότι ο Φώτης κερνούσε ολόκληρη μπουκάλα σπέσιαλ ουίσκι «Σίβας», δεν τη χώραγε ο νους κανενός. Πολύ περισσότερο εμένα και του Πέτρου που τον ξέραμε τόσα χρόνια και που όταν μας έλεγε «πάμε να σας κεράσω», μετράγαμε τα λεφτά μας για να ξέρουμε μέχρι πού μας παίρνει να ...μας κεράσει. Τα χειρότερα, πάντως, δεν είχαν έρθει. Όταν φτάσαμε στο μισομπούκαλο ο Πέτρος πρότεινε «να αφήσουμε το υπόλοιπο κάβα για να ξανάρθουμε», με την ελπίδα να φύγουμε όσο βάσταγε ακόμα η τσέπη μας. Ο Φώτης φυσικά δεν άκουγε τίποτα. «Τώρα θα φύγουμε που είναι να βγει η Ηλέκτρα;», μας είπε και μας αποστόμωσε, παρότι δεν ξέραμε ποια είναι η Ηλέκτρα κι από πού θα βγει.

«Ποια είναι η Ηλέκτρα;», ρωτήσαμε με μια φωνή. «Αηδόνι», απάντησε ο Φώτης και τότε χαμηλώσανε τα φώτα και βγήκε, όχι το αηδόνι, αλλά το ...παγώνι. Παγώσαμε και καψώσαμε μαζί, δύο σε ένα. Πάγωσαν οι εκφράσεις μας με το στόμα ανοικτό, κάψωσαν τα μέσα μας, μέχρι εκεί που πριν λίγο φόραγα το άσπρο «Μινέρβα» με την πουλότρυπα. Πάλι καλά που το είχα αλλάξει, γιατί με τα αηδόνια και τα παγώνια, πολλά πουλιά θα μαζεύονταν στην πίστα.

Η Ηλέκτρα εξέπεμπε ηλεκτρισμό. Δεν θυμάμαι τι τραγούδι έλεγε, αλλά το είπε εξαιρετικά. Τύφλα να ΄χει ο Καμπουρίδης. Σκότωνε, απ΄ όλες τις απόψεις η Ηλέκτρα. Μπορεί και τις νότες, αλλά ποιος έδινε σημασία; Με το που τελείωσε και λίγο πριν …τελειώσουμε εμείς, ο Φώτης φώναξε τον μετρ και του είπε να τη στείλει στο τραπέζι μας. «Αυτήν ειδικά, δεν γίνεται», του ξέκοψε εκείνος. «Γίνεται», επέμεινε ο Φώτης, σηκώθηκε, πέρασε σαν σίφουνας μέσα από τα τραπέζια, άρπαξε την Ηλέκτρα από το μπράτσο, κάτι της ψιθύρισε και την έφερε κοντά μας. Έλα που μας έλειπε μια καρέκλα ή, έστω, ένα κασόνι. Σκούντηξε κάποιον στο διπλανό τραπέζι, του έδειξε την Ηλέκτρα, του πήρε την καρέκλα και μετά από λίγο ο συγκεκριμένος θαμώνας καθόταν σε ένα κασόνι από «Χάινεκεν». Είχε πιο ακριβή θέση από εμάς που βολευόμασταν με τα τελάρα της φτηνής «Άμστελ»!

Ο Φώτης κάθισε στην καρέκλα του, έβαλε την Ηλέκτρα δίπλα του, παράγγειλε σαμπάνια κι εμείς κοιταχτήκαμε με απόγνωση. «Δεν μπορεί. Κάτι θα ξέρει. Θα του έχει κεράσει το τραπέζι το αφεντικό», μου είπε στο αυτί ο Πέτρος μόλις μας έφυγε η αρχική σαστισμάρα, πιο πολύ για να βρει κάποιο επιχείρημα να ηρεμήσει εκείνος, παρά για να ηρεμήσω εγώ. Πάντως, τα μέσα μας δεν έλεγαν να ηρεμήσουν. Τι γυναίκα ήταν αυτή η Ηλέκτρα! Δεν ξέραμε αν ο φίλος μας είχε λεφτά για το τραπέζι, αλλά ξέραμε πως είχε γούστο!

Είχε, όμως, και μακριά χέρια. Κι αυτά τα χέρια, μας έκαναν από χέρι χαμένους. Κάποια στιγμή άπλωσε το κουλό του στο κωλομέρι της Ηλέκτρας, εκείνη μεμιάς άπλωσε το δικό της και του έσκασε ένα φούσκο όλο δικό του. Μέσα σε δευτερόλεπτα και μετά από κάποιες συνεννοήσεις -με τα μάτια- μεταξύ του μετρ και δυο ψωμωμένων παλικαριών που βρίσκονταν παραδίπλα, το ένα από αυτά σβέρκωσε τον φίλο μας ενώ το άλλο ακούμπησε ...απαλά τις -σαν κουπιά- χερούκλες του στον ώμο του Πέτρου και τον δικό μου. «Εσείς καθίστε ήσυχα, δεν έχουμε κάτι μαζί σας. Εκτός κι αν θέλετε να έχουμε...».

Δεν θέλαμε...

miltos18-9a

Καθίσαμε ήσυχα, ενώ ο Φώτης μάζευε φάπες από τον ψωμωμένο και σκαμπίλια από την Ηλέκτρα, που τον σημάδευε με τα νύχια της. Τότε, σαν να μην τρέχει τίποτα, εμφανίστηκε ο μετρ. «Οι κύριοι πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό τους και να αποχωρήσουν ήσυχα», απαίτησε και ρωτήσαμε τι χρωστάμε, πριν μας αφήσει στο τραπέζι ένα μπιλιέτο για ...36 χιλιάδες δραχμές! Κοιταχτήκαμε με τον Φώτη, εκείνος έφερε κάποιες αντιρρήσεις και τότε μάθαμε το λόγο της έκρηξης. Ο φίλος μας είχε τολμήσει να μπαλαμουτιάσει το κορίτσι του αφεντικού. Εκείνος ήταν που έκανε νόημα στον μετρ, σ΄ εκείνου το τραπέζι πήγε και κάθισε η Ηλέκτρα μόλις αποφάσισε να σταματήσει να γρατζουνάει τον Φώτη και μέτρησε τα νύχια της μπας και είχε σπάσει κανένα στο πρόσωπό του. Εγώ κι ο Πέτρος βγάλαμε τα λεφτά μας, τα ακουμπήσαμε πάνω στο τραπέζι, τα μετρήσαμε, τα βγάλαμε 8 χιλιάρικα και τότε ο Πέτρος έκανε μια ερώτηση απελπισίας, παρά ελπίδας: «Φώτη, έχεις  ...28 χιλιάρικα;»!!!

Σιγά μην είχε...

Ο Φώτης έβγαλε έξω τις τσέπες από το μπορντό πανταλόνι του κι από μέσα άρχισαν να κυλάνε φραγκοδίφραγκα. Για να μην τον κακολογώ ...τζάμπα, εκτός από αυτά, είχε ακόμα δυο κατοστάρικα χάρτινα και δυο πενηντάρικα σε κέρμα. Τριακόσιες δραχμές και κάτι ψιλά. Συνολικά, δηλαδή, είχαμε 8.300 και έπρεπε να πληρώσουμε 36.000. Τότε ο Φώτης σηκώθηκε και με το πρόσωπο κατακόκκινο από τις νυχιές, κατευθύνθηκε στο τραπέζι του αφεντικού. Μόλις τον είδαν να πηγαίνει προς τα εκεί, οι δυο ψωμωμένοι τον πλησίασαν απειλητικά, αλλά μετά από ένα νεύμα του μπιγκ μπος απλώς τον συνόδεψαν προς το μέρος του. Από μακριά βλέπαμε τον Φώτη κάτι να λέει και το αφεντικό κάτι να ακούει. Μετά από σύντομες «εξηγήσεις», ο Φώτης έσκυψε να φιλήσει το χέρι της Ηλέκτρας, εκείνη το τράβηξε, ο ένας ψωμωμένος τον τράβηξε πίσω και το αφεντικό γέλασε μέχρι δακρύων. Ο Φώτης δεν γέλασε...

Ούτε εμείς...

Όταν ήρθε κοντά μας, τον ρωτήσαμε όλο αγωνία τι έγινε και πόσα ποτήρια θα πρέπει να πλύνουμε για να ξεχρεώσουμε. «Ρε κολλητοί, όταν είστε με τον Φώτη, μη φοβάστε τίποτα. Δεν είπαμε ότι θα σας κεράσω απόψε; Μαζέψτε τα λεφτά σας, να μαζέψω και τα δικά μου και πάμε να φύγουμε». Τώρα πώς έγινε όταν τα μαζέψαμε κι ο Φώτης έβαλε στην τσέπη πέντε χιλιάρικα, τα δυο κατοστάρικα, τα δυο πενηντάρικα και όλα τα ψιλά, είναι κάτι που θα πρέπει να το αναζητήσει ο ιστορικός του μέλλοντος, που θα αναλύσει το «Φαινόμενο Φώτης».

Όταν γυρίσαμε σπίτι, έβγαλα τα ρούχα μου, φόρεσα ένα λευκό σλιπάκι «Μινέρβα» με κατουρότρυπα και ξάπλωσα στο κρεβάτι δίχως να ανοίξω τον ανεμιστήρα. Ή είχε δροσίσει ξαφνικά ή έτσι μου φαινόταν. Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί...

Μέχρι να εξηγήσει ο ιστορικός του μέλλοντος το «Φαινόμενο Φώτης», εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.