Την υγρασία μου μέσα... (παρτ ουάν)

Την υγρασία μου μέσα... (παρτ ουάν)

Ενοχλητική υγρασία, «σέξι» εσώρουχα κι η νύχτα στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του ΄90. Το διήγημα που ακολουθεί, δροσερό δεν το λες, αλλά τις ...κρυάδες του τις έχει! Θα ολοκληρωθεί πάλι σε δύο μέρη και το 2ο θα δημοσιευτεί την Πέμπτη. Καλή ανάγνωση!

Αυτή η απογευματινή βροχή ήταν εφιάλτης. Μπορεί όταν άνοιξαν οι ουρανοί μετά το απομεσήμερο να δρόσισε ο τόπος και να χαμογέλασαν τα λουλούδια, μπορεί μόλις βγήκε το ουράνιο τόξο το νοτισμένο χώμα να ανέδιδε εκείνη τη μυρουδιά που ακόμα και τώρα θυμίζει χωριό και άλλες εποχές, με βασιλικό, ασβέστη, καθαρό αέρα και πιο καθαρές ψυχές, όμως...

Όμως όταν άρχισε η θέρμη του γαϊδουροκαλόκαιρου να στεγνώνει τον τόπο, η αίσθηση ήταν αποπνικτική. Κατσαρόλα εν βρασμώ. Ζέστη και υγρασία. Κόλλαγαν τα ρούχα πάνω μου. Κόλλαγε κι ο αέρας ο ίδιος. Κάθε κίνηση ήταν βγαλμένη από εκείνα τα ποδοσφαιρικά ριπλέι της παλιάς εποχής. Αργά και διακεκομμένα. Στο ένα καρέ η μπάλα στο πόδι του παίκτη, στο επόμενο, 1-2 δευτερόλεπτα μετά, περνούσε πάνω από τη μικρή περιοχή και στο τρίτο, πάλι μισή αιωνιότητα αργότερα, είχε τινάξει τα δίχτυα. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατάφερα να ανοίξω, νωχελικά, τον αρχαίο ανεμιστήρα, να τον γυρίσω να κοιτάει το κρεβάτι μου, να τον βάλω στο «3» και να ξαπλώσω μπροστά του φτάνοντας σε μια ιστορική εφεύρεση που θα μπορούσε να μου φέρει λεφτά με ουρά. Αλλά δεν μου έφερε...

Είχα ανακαλύψει τον φούρνο με θερμό αέρα. Ψηνόμουν σαν γουρουνόπουλο, πολύ πριν αρχίσω να θυμίζω γουρουνόπουλο. Κορμάρα ήμουν τότε κι εκείνο το καλοκαίρι ίσως ήταν το τελευταίο μου ως «κορμάρα». Κι ύστερα ήρθαν τα γουρουνόπουλα...

Έβραζα, αν και φορούσα μόνο τα απαραίτητα. Δηλαδή, ένα απαραίτητο, ένα ...σέξι σλιπάκι, από εκείνα τα λευκά «Μινέρβα» με την τρύπα μπροστά, που επέμενε να μου παίρνει δώρο η μάνα μου παρότι πλέον αγόραζα μόνος μου τα σώβρακά μου. Τότε, για να μην πάνε χαμένα τα δώρα και να μην αρχίζει η μάνα μου τα «τίποτα δεν θέλεις πια από μένα, τώρα δεν τη χρειάζεσαι τη μάνα, θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν...), είχα αποφασίζει να φοράω τα λευκά «Μινέρβα» με την ...πουλότρυπα-κατουρότρυπα στο σπίτι και τα υπόλοιπα, δικά μου, σκούρα σλιπάκια στις εξόδους μου, μην τύχει κανένα «τυχερό» και ξεφτιλιστώ μπροστά στο κορίτσι. Δεν ξεφτιλιζόμουν...

Είτε γιατί είχα προνοήσει είτε γιατί δεν τύχαινε το «τυχερό»!

miltos16-9b

Βρισκόμουν σε λήθαργο. Δεν ήξερα πια αν ήθελα ή δεν ήθελα να με χτυπάει ο ανεμιστήρας, αλλά δεν ήξερα και αν ήμουν σε θέση να τον σταματήσω εφόσον κατέληγα στο συμπέρασμα πως ο θερμός αέρας που μου έστελνε ήταν πιο ενοχλητικός από τον θερμό αέρα που έτσι κι αλλιώς υπήρχε. Ζέστη, πηδιέται η μάνα σου! Λουσμένος στην ιδρώτα, χωρίς κουράγιο για οτιδήποτε, άκουσα χτυπήματα στο παντζούρι. Ο Φώτης. Σίγουρα. Κανείς άλλος δεν χτυπούσε έτσι το παντζούρι, λες κι είχε πιάσει φωτιά ο τόπος. Λες να είχε πιάσει; Θα ήταν μια λογική εξήγηση για την κάψα, αλλά... όποιος κατάφερε να βάλει φωτιά στην υγρασία, τότε σίγουρα θα μπορούσε να κάνει στάχτη και τη θάλασσα. Δεν είχε πιάσει φωτιά. Και κάποιος χτυπούσε το παντζούρι. Εκτός κι αν απλώς ήταν εφιάλτης. Ήταν και τα δύο. Ήταν και εφιάλτης ήταν και κάποιος. Ήταν ο Φώτης...

Μετά από πολλά χτυπήματα και διαδοχικά ...ριπλέι δικά μου, κατάφερα να ανοίξω το παντζούρι. «Τι είναι, ρε χαμένε; Εσύ δεν ζεσταίνεσαι να μας αφήσεις στην ησυχία μας;», διαμαρτυρήθηκα για την ενοχλητική και απρόσμενη επίσκεψή του. Η αλήθεια είναι πως μετά τόσα χρόνια, αυτού του είδους οι επισκέψεις ήταν κανόνας και δεν είχα λόγο να τις θεωρώ απρόσμενες. Ενοχλητικές, πάντως, κατά κανόνα ήταν. Μόλις με είδε, με κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω και έβαλε τα γέλια. «Τα χάλια σου έχεις. Άλλαξε σώβρακο και πάμε»!

«Πού να πάμε, ρε μ@λ@κα, με τέτοια ζέστη; Δεν πας καλά», του είπα δανειζόμενος την κλασική -επικών διαστάσεων- ατάκα του Δεμπασκαλά, του φίλου μας που εκείνη την ώρα σίγουρα θα δρόσιζε την κάψα των θαμώνων του καφενέ του Μπάφα, σιχτιρίζοντας από μέσα του σε κάθε παραγγελία: «Δεν πας καλά»!

«Ρε πάμε, σου λέω. Μόνο άλλαξε σώβρακο, γιατί έτσι δεν σε πάω πουθενά. Πάμε και δεν θα χάσεις», επέμεινε ο Φώτης. Και πήγα. Αν έχασα δεν ξέρω, αλλά πήγα. Ήταν όλο υποσχέσεις η επιμονή του να αλλάξω το αγαπημένο «Μινέρβα» της μάνας μου, με την κατουρότρυπα και τους κίτρινους λεκέδες. Σιγά μην την τίναζα κιόλας, με τέτοια ζέστη. Είπαμε, ριπλέι...

Όταν βγήκα από το σπίτι, με μαύρο σλιπάκι, ξεβαμμένο πανταλόνι «Λέβις 501», ένα αμάνικο, λευκό μπλουζάκι «Νάικ» με μια ακαθόριστη στάμπα στην πλάτη και τα αγαπημένα μου λευκά «Αντίντας Σταν Σμιθ», διαπίστωσα πως δεν θα ήμασταν μόνοι μας. Και ομολογώ πως χάρηκα. Πού να πήγαινα μόνος με τον τρελο-Φώτη; Απέξω μας περίμενε ο Πέτρος ο Αρμένης με το δανεικό αγροτικό του νονού του, του Πέτρου της Κουφής. Προφανώς, είχαμε μεγαλόπνοα σχέδια που περιελάμβαναν και ταξίδι. Ο μαχαλάς δεν μας χωρούσε!

Πήγαμε σε ένα μαγαζί στο οποίο ...δούλευε(;) παλιά ο Φώτης. Μπαρ, υπόγειο, που κατέβαινες ίσαμε 20 σκαλοπάτια για να βρεις τη σάλα. «Φοξ», έλεγε η ταμπέλα από νέον έξω από τη βαριά πόρτα, «της αλεπούς ο θάνατος», σκέφτηκα αγχωμένος κατηφορίζοντας τα σκαλοπάτια προς την κόλαση. Αμέσως κοίταξα πίσω, ο Πέτρος ο μαντράχαλος ήταν εκεί και ο φόβος μου έφυγε από την καρδιά και κρύφτηκε πίσω στην πλάτη μου, μεσοτοιχία με την ακαθόριστη στάμπα της μπλούζας μου. Ο Πέτρος, που τόσες και τόσες φορές μας είχε γλιτώσει από κακοτοπιές χάρη στην παλικαριά και τη φυσική του δύναμη, μπορούσε να μας βγάλει ζωντανούς και από την αλεπού. Έτσι νόμιζα...

Ο Φώτης, όπως μας είχε πει στη διαδρομή, «συνεργαζόταν» ακόμα με αυτό το ευαγές ίδρυμα, όπως και με πολλά ακόμα εκείνα τα χρόνια. Έπαιζε το ρόλο «κράχτη» στις γύρω περιοχές και το ίδιο κάνει ακόμα και σήμερα, όχι τόσο για λογαριασμό νυχτομάγαζων, αλλά για παράνομες λέσχες και μπαρμπουτιέρες. Έτσι, έβγαζε ένα μικρό χαρτζιλίκι κι έπινε τζάμπα τα ποτά του. «Απόψε θα σας κεράσω, για να δείτε τι φίλο έχετε. Ό,τι πιείτε, δικά μου», μας προανήγγειλε και αυτό από μόνο του μας έβαζε σε υποψίες.

Το «Φοξ» είχε ζωντανή, λαϊκή ορχήστρα κι ο καλύτερος θαμώνας είχε ποντάρει σε ζάρια από τα κόκαλα της μάνας του. Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα περιελάμβανε αμέτρητες «τραγουδίστριες», οι οποίες έλεγαν μάξιμουμ 2-3 τραγούδια και μετά -περιέργως- αντί να επιστρέψουν στα καμαρίνια, κάθονταν στα μπροστινά τραπέζια. Όχι στα τραπέζια, δηλαδή. Κάθονται οι άνθρωποι στα τραπέζια; Όχι, βέβαια. Αλλά αυτές, ούτε και στις καρέκλες κάθονταν. Προτιμούσαν τα μπούτια των θαμώνων, οι οποίοι τις κέρναγαν ποτά και τις ταχτάριζαν στα γόνατά τους. Εμείς καθίσαμε πίσω πίσω, σε ένα γωνιακό τραπέζι (πάλι καλά...), το οποίο όμως είχε έλλειψη σε ένα βασικό είδος για τα καταστήματα εστίασης. Ήμασταν τρεις και είχε μόνο μία καρέκλα. Στην οποία, φυσικά, κάθισε ο Φώτης, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με τον μετρ να μας «βολέψει» κι εμάς. Καθίσαμε σε δυο κόκκινα τελάρα από μπίρες «Άμστελ»...

miltos16-9a

Ο Φώτης, φυσικά, στην καρέκλα, μην τσαλακώσει την τσάκιση από το μπορντό, υφασμάτινο πανταλόνι που φορούσε χειμώνα - καλοκαίρι. Γνωρίζοντας τη σχέση του Φώτη με τα λεφτά και τα κεράσματα, είχα ρωτήσει τον Πέτρο αν είχε λεφτά μαζί του. «Για 2-3 ποτάκια, έχω. Πληρώθηκα σήμερα», μου είπε, έτοιμος να καλύψει το μετρικό του με το μεροκάματο από την οικοδομή. «Έχω κι εγώ για άλλα 2-3 ποτά» του είπα, «οπότε μέχρι δύο ο καθένας, μην πάθουμε καμιά νίλα». Και εκείνη τη στιγμή είδα μια μπουκάλα «Σίβας» πάνω στο τραπέζι μας! Πριν καν προλάβω να διαμαρτυρηθώ για το ακριβό ουίσκι και ενώ ο σερβιτόρος το πλαισίωνε με κοκακόλες, μια πιατέλα φιστίκια κι άλλη μία με κάτι μαραμένα φρούτα, ο Φώτης πέρασε στην επίθεση: «Μια φορά τα βγάζω έξω τα φιλαράκια μου; Να μην τα κεράσω τα καλύτερα;». Ωχ...

Μέχρι να διαβάσετε τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.