Οι Σάμερ Λάβερς κι o ανέραστος του καλοκαιριού (video)

Οι Σάμερ Λάβερς κι o ανέραστος του καλοκαιριού (video)

Θερινό σινεμά, «Σεραφίνο», «Περιπέτεια», μια κινηματογραφική εμφάνιση έκπληξη κι ένας μεθυσμένος έρωτας, σε μια φρέσκια «ρετρό ιστορία» από ένα «διαφορετικό καλοκαίρι» των έιτις...

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν διαφορετικό. Κι από τα προηγούμενα κι από τα επόμενα. Από τα προηγούμενα γιατί για πρώτη φορά η παλιοπαρέα των έιτις ήταν παλιοπαρέα αποφοίτων. Κι από τα επόμενα γιατί ήταν για τελευταία φορά ...παρέα, καθώς από το επόμενο καλοκαίρι η ζωή άρχιζε να τοποθετεί τον καθένα μας στο δικό του μονοπάτι στον λαβύρινθό της. Άλλα μονοπάτια συνδέονταν συχνά, άλλα σπανιότερα, όμως όλα μαζί ελάχιστες φορές συναντήθηκαν στο ίδιο σταυροδρόμι.

Αυτό το καλοκαίρι, λοιπόν, της αποφοίτησης από το Λύκειο, βίωνα μια συμφορά. Το τέλος της πενταήμερης σήμανε και το τέλος της σχέσης μου με «τον έρωτα της ζωής μου», όπως έλεγα τότε στον Παππού. Αν υπήρχε τότε Μαζωνάκης, πιθανώς θα του έλεγα «θέλω να γυρίσω στα παλιά» κι αν μας άκουγε κανένας μεγαλύτερος θα φανταζόταν ότι μου έλειψαν η μερέντα και τα έξτρα τυρογαριδάκια ή ότι κάποιο παλιόπαιδο μου έκλεψε το «Σεραφίνο».

miltos31-7a

Ήμουν σε μαύρο χάλι. Είχα γίνει μονόχνοτος και μοναχικός. Όλη μέρα διάβαζα και το βράδυ έπινα. Η αλήθεια είναι πως κατά το ήμισυ, όλοι οι γονείς θα εύχονταν να βιώνει τέτοιους χωρισμούς ο κανακάρης τους. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχα κάνει διατριβή στον Καζαντζάκη και τον Καραγάτση (κι ας μην τους καταλάβαινα απόλυτα τότε, με αποτέλεσμα να κάνω ...επανάληψη καμιά 10αριά χρόνια αργότερα). Το γεγονός, όμως, πως μου έλειπε μόνο ένας αρκουδόκρικος στο αυτί κι ένας γάντζος για χέρι ώστε να με περνάνε για δίδυμο αδερφό του Κάπτεν Μόργκαν, ήταν ένα ζήτημα που κανένας γονιός δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει. Αποτέλεσμα ήταν η μάνα μου να «πιάσει» έναν-ένας τους φίλους μου, παρότι μέχρι τότε θεωρούσε πως «σε αποσπούν από τα μαθήματά σου και θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν) υποστηρίζοντας πως «με κάτι τέτοιους δεν θέλω να κάνεις παρέα για να μη γίνεις σαν αυτούς και με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν, λέμε...).

Μέχρι και τον πιο αχαΐρευτο από τους φίλους μου πήγε κι «έπιασε», τον Φώτη, που ....αυτός μου είχε μάθει το Κάπτεν Μόργκαν: «Πες του, βρε Φωτάκη μου, να μην πίνει έτσι, γιατί θα με πεθάνει άρρωστη γυναίκα» (να μην επαναλαμβάνομαι, έτσι;). Το ίδιο βράδυ ο Φώτης με κέρασε τέσσερα ποτά (άρα πλήρωσα εγώ οκτώ, τα τέσσερα δικά μου και τα τέσσερα δικά του γιατί έτσι κερνούσε πάντα ο Φώτης - με τις τσέπες των άλλων), ωστόσο δεν μου βρήκε το κουμπί για να γίνω «ο παλιός, καλός Μίλτος», ενώ ανάλογο αποτέλεσμα είχαν και οι προσπάθειες του Πέτρου του Αρμένη και του Δεμπασκαλά, που επίσης άκουσαν τις ικεσίες μιας ...άρρωστης μητέρας (δεν ήταν, πάει και τέλειωσε).

Εκείνος που βρήκε καλύτερη μέθοδο για να πλησιάσει και να με κουλαντρίσει ήταν ο Παππούς. Αρχικά κάνοντάς μου παρέα στο ποτό και οδηγώντας με μέχρι το σπίτι. Μετά ...αραιώνοντας την υψηλή διανόηση των αναγνωσμάτων μου με μια μικρή δόση Ζεράρ ντε Βιλιέ από τη σειρά «SAS» και μια λίγο μεγαλύτερη από τα τεύχη της «Περιπέτειας», με τις ιστορίες του Κάπτεν Μαρκ και του Όμπραξ. Η αλήθεια είναι πως ο Κάπτεν Μαρκ με παρέπεμπε στον Κάπτεν Μόργκαν, ωστόσο την εβδομάδα του Όμπραξ η κατάστασή μου σημείωνε πρόοδο.

Εκτός των αναγνωσμάτων, ο Παππούς μου ...συμπαραστάθηκε και στις αθλοπαιδιές. Κάθε μεσημέρι τάβλι, με τη μυρουδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ στα ρουθούνια και τη γεύση του στη γλώσσα, υπό τη μουσική υπόκρουση του παλιού Σάνυο, στο οποίο οι κασέτες άλλαζαν με ρυθμό πολυβόλου. Μόλις με έβλεπε να πέφτω με κανένα αγαπησιάρικο του Τουρνά (π.χ. το αξεπέραστο «Αν ο έρωτας ζει»), ο Παππούς το γύρναγε στα έπη των Ζέπελιν ή στις κιθαριές του Ρίτσι Μπλάκμορ για να ξεχνιόμαστε. Και να μην ξεχνιόμαστε...

Το απόγευμα παίζαμε μπαλίτσα στο πλακόστρωτο και το βράδυ, για να καθυστερήσουμε τα ξίδια, πηγαίναμε πρώτα σινεμά στο θερινό του κυρ-Λουκά. Εκεί είχαμε δει ετεροχρονισμένα, με αρκετά καλοκαίρια καθυστέρηση, τους «Σάμερ Λάβερς» (με τον προφανή ελληνικό τίτλο «Οι εραστές του καλοκαιριού»), μια ταινία με την πιτσιρίκα τότε Ντάριλ Χάνα, γυρισμένη στην Κρήτη και τη Σαντορίνη. Στα αξιοσημείωτά της, τώρα που το θυμήθηκα, ήταν το πέρασμα του ...Βλαδίμηρου Κυριακίδη (με μαλλί αφάνα). Του «Ηλία» από το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» ντε, σε ταινία που γυρίστηκε πριν 32 χρόνια!

Με αυτά και με άλλα πολλά ο Παππούς προσπαθούσε να με βοηθήσει να ξεχαστώ, έσπρωχνε μαζί μου τις βαριές μέρες, έσωζε την άρρωστη (;;;) μάνα από βέβαιο θάνατο και τον δύσμοιρο πατέρα από φαλιμέντο λόγω υπερκατανάλωσης Κάπτεν Μόργκαν. Το αν ξεχάστηκα, είναι μια άλλη ιστορία. Το ότι ο Παππούς (που ακόμα και σήμερα συμπαραστέκεται σε ό,τι κακό ή ...καλό με βρίσκει), όπως και οι υπόλοιποι της παλιοπαρέας, ο καθένας στο ρόλο του, ήμασταν όλοι εκεί, ο ένας για τον άλλον στις δύσκολες στιγμές, είναι επίσης άλλη ιστορία.

Αυτή εδώ η ιστορία θα τελειώσει με το τραγούδι - σήμα κατατεθέν εκείνου του καλοκαιριού, το οποίο εμένα με ράγιζε (και τα καταφέρνει ακόμα) και ο Παππούς, όχι μόνο δεν τολμούσε να το αλλάξει, αλλά το απολάμβανε μαζί μου. Μιας και αλλάζει αύριο ο μήνας, ας θυμηθούμε τον «Αύγουστο» του αξέχαστου Νίκου Παπάζογλου κι ας ταξιδέψουμε με ένα από τα διαμαντένια καράβια του ελληνικού τραγουδιού...

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά...

Έλα ντε!

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι και την αφάνα του Βλαδίμηρου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ .