Τέτοια βαφτίσια δεν ξαναματάγιναν!

Τέτοια βαφτίσια δεν ξαναματάγιναν!

Είδα μπαλόνια από βαφτίσια την Κυριακή στο απέναντι μπαλκόνι και θυμήθηκα μια ιστορική, πραγματικά ξεχωριστή βάφτιση από τα χρόνια τα παλιά.

Πάμε, λοιπόν, κάπου στα μέσα της 10ετίας του ΄80, όταν κάποιοι πιτσιρικάδες, ο Φώτης του Σαυρογιώργη, ο Τρομάριος ο Δεμπασκαλάς (επειδή κάθε τρεις φράσεις του η μία ήταν «δεν πας καλά») και ο γράφων αυτό το πόνημα, είχαν ανοίξει ένα ασυνήθιστο -για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά τους- θέμα συζήτησης.

Από το ...γραφείο Τύπου της γειτονιάς, τη Δωροθέα τη Ζαβή, είχε διαρρεύσει πως το απόγευμα θα γινόταν στην εκκλησία η βάφτιση ενός Αρμένη, του Κεβόρκ, που ήταν εγγονός ενός υπεραιωνόβιου τσαγκάρη, ο οποίος γύρναγε στις γειτονιές φορτωμένος με ένα ζεμπίλι, φώναζε «τσανγκάρε» και τρέχανε οι γυναίκες να του φέρουν τα παπούτσια του σπιτιού να τα σολιάσει. Έβαζε τότε ο «τσανγκάρε» μια χούφτα πρόκες στο στόμα, έκοβε με μια φαλτσέτα όσο δέρμα χρειαζόταν, έπιανε το σφυρί κι άρχιζε την «επιχείρηση» καθισμένος στα σκαλοπάτια του κάθε σπιτιού.

Φυσικά, το θέμα μας δεν ήταν ο «τσανγκάρε», αλλά η βάφτιση του εγγονού του, του Κεβόρκ, ο οποίος έμενε στη γειτονιά μας με τη μητέρα του και ήταν ορφανός από πατέρα («τον φάγανε οι άπιστοι», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή κι επειδή μπροστά στο άλλο νόημα της «απιστίας» γελούσαμε συνωμοτικά, συμπλήρωνε «οι Τούρκοι βρε κακό χρόνο νά ΄χετε»).

Εμείς τον Κεβόρκ δεν τον φωνάζαμε με το όνομά του, τόσο επειδή ήταν περίεργο αυτό, όσο κι επειδή ήταν περίεργος κι ο ίδιος. Βλέποντας τη μεγάλη μύτη και τα γουρλωτά του μάτια, ο Φώτης δεν ήθελε πολύ να τον βαφτίσει «Μορφονιό» (από τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών), ενώ ο Δεμπασκαλάς αρχικά διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

Όντως δεν πήγαινε...

miltos22-9a

Τελικά, Μορφονιό τον φώναζε μόνο ο Φώτης γιατί έτσι ήθελε, ενώ οι υπόλοιποι τον λέγαμε Γιάννη, γιατί κι εμείς έτσι θέλαμε, επειδή δεν είχαμε Γιάννη στην παρέα και «παρέα χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει».

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, μετά την ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου, ο Φώτης ήρθε να μας ανακοινώσει πως «το απόγευμα θα βαφτίσουν τον Μορφονιό». Δεν πιστεύαμε στ΄ αφτιά μας. Ο Δεμπασκαλάς αρχικά διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

Ο Φώτης, όμως, επέμενε και μάς πρότεινε «ρωτήστε και τη Δωροθέα τη Ζαβή», γεγονός που μάς υποχρέωσε να δεχτούμε την πληροφορία ως αληθινή.

Τότε άρχισαν να μπαίνουν τα ερωτηματικά. «Πώς θα τον βαφτίσουνε;». «Πού θα τον βάλουνε για να τον βαφτίσουνε;». «Θα τον χωρέσει η κολυμπήθρα;». «Αν με τόσο μεγάλη μύτη, έχει και τόσο μεγάλο τσουτσούνι, πώς θα ξεγυμνωθεί μπροστά στον παπά και στις γυναίκες;». Τέτοια και πολλά άλλα τέτοια μάς βασάνιζαν.

Ολόκληρος άντρας ήταν ο Γιάννης ο Μορφονιός. Πιο μεγάλος από εμάς κι ας πηγαίναμε στην ίδια τάξη επειδή είχε χάσει δυο χρονιές. Γαμπρός έπρεπε να πάει στην εκκλησία κι όχι για να τον βαφτίσουνε. Τον έψησε, όμως, με το μπίρι - μπίρι ο Παπανίκος ο μπεκρής και τον έβαλε στο λούκι να βαφτιστεί χριστιανός, επειδή «αυτή θα ήταν η επιθυμία του μακαρίτη του πατέρα σου, που δεν πρόλαβε να σε βαφτίσει στη χώρα των απίστων».

Εννοείται πως το απόγευμα σενιαριστήκαμε από νωρίς με τα καλά μας τα κοντοπαντέλονα (κάτι άσπρα, με μπλε πετσετέ τσέπες, «του τένις» τα λέγανε και ήταν της μόδας τότε), για να πάμε στη βάφτιση. Κι αυτή τη φορά δεν μάς ένοιαζε να φάμε τα κουφέτα και τα παστάκια, αλλά να δούμε το ...μυστήριο μυστήριο. Να δούμε πώς διάβολο θα γίνει χριστιανός ο Μορφονιός. Πώς θα τον βαφτίσει ο Παπανίκος ο μπεκρής. Πώς θα βγάλει την τσουτσούνα του μπροστά στις γυναίκες και πώς θα μπει στην κολυμπήθρα.

Εγώ και ο Δεμπασκαλάς δεν είδαμε τίποτα. Δεν μας άφησαν να μπούμε στην εκκλησία γιατί το θέαμα ήταν «ακατάλληλον δι΄ ανηλίκους», όπως είπε ο καντηλανάφτης ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας (τον κυρ-Νίκο τον λέγαμε Κολλαμία, επειδή όπου μάς έβλεπε άπλωνε την παλάμη, έλεγε «κόλλα μία» και μετά μάς έπιανε το χέρι και το έσφιγγε μέχρι να βγάλει γάλα).  Φυσικά ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας πρότεινε και στους δυο μας «κόλλα μία» και ο Δεμπασκαλάς διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

Λοιπόν, μάς απαγορεύτηκε η είσοδος και δεν είδαμε τη βάφτιση. Ο κυρ-Νίκος κράτησε την ίδια στάση και απέναντι στην Φώτη, αλλά αυτός μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει το σόου, διαπραγματεύτηκε μαζί του, κόλλησε μία, έσταξε γάλα και μπήκε στην εκκλησία.

Όταν βγήκε, κρεμόμασταν απ΄ τα χείλη του. «Πώς τον βάφτισε;», ρωτήσαμε με μια φωνή. «Τον κατάβρεξε με το λάστιχο», απάντησε γελώντας ο Φώτης και ο Δεμπασκαλάς διαφώνησε σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν πας καλά»!

Δεν πήγαινε...

Ούτε και μάς είπε...

Το μόνο που μάς είπε ήταν το νέο όνομα του Κεβόρκ, Μορφονιού, Γιάννη...

Πέτρος!

Έτσι αποφάσισε ο νονός του, ο Πέτρος της Κουφής...

Μέχρι να ξαναγράψω αναμνήσεις από τόσο παλαβά βαφτίσια, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.