Τα δωδεκάποντα που δεν ήρθαν και το δεκαπεντάποντο του Φάνη! (vid)

Τα δωδεκάποντα που δεν ήρθαν και το δεκαπεντάποντο του Φάνη! (vid)

Με αφορμή το Ευρωμπάσκετ που ξεκινά, ο Μίλτος ο Νταλικέρης επιστρέφει και θυμάται ένα Ευρωμπάσκετ που έφυγε, μαζί με έναν παλιό έρωτα του καλοκαιριού...

Αυτή τη ρετρό ιστορία, που διαδραματίζεται τις μέρες του Ευρωμπάσκετ του 1989, τη θυμήθηκα βλέποντας διαφημιστικά για το Ευρωμπάσκετ του 2015! Ούτε λίγο ούτε πολύ, 26 χρόνια μετά! Πιστεύω, λοιπόν, πως την αξίζει την αναδημοσίευση. Καλή ανάγνωση...

Λίγες μέρες πριν από εκείνο το Σαββατόβραδο είχα βρεθεί... πολύ κοντά με την Αγγελική, την μπάνικη, μικρή αδερφή της Ανθούλας, που κι αυτή ήταν μπάνικη, αλλά ήταν και δεύτερη ξαδέρφη μου όπως ισχυριζόταν τότε η μάνα μου. Όπως αποδείχθηκε δεν ήταν, αλλά η μάνα είχε ανακαλύψει αυτή τη φόρμουλα για να μην έχω πολλά πολλά με την Ανθούλα, επειδή κι εκείνη δεν είχε πολλά πολλά με τη μάνα της: «Δεν είναι να έχει κανείς πολλά πολλά με δαύτους», έλεγε. Τρέχα γύρευε η μάνα μου, αλλά άμα τη ρώταγα «από πού είναι δεύτερη ξαδέρφη μου η Ανθούλα;», θα μου έλεγε «μην τα σκαλίζεις γιατί βρομάνε» και «με αυτή την ξεροκεφαλιά σου, θα με πεθάνεις άρρωστη γυναίκα» (δεν ήμουν ξεροκέφαλος, δεν ήταν άρρωστη).

Η Ανθούλα, λοιπόν, ήταν -σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη- δεύτερη ξαδέρφη μου, άρα κατά πάσα πιθανότητα ήταν και η αδερφή της, η Αγγελική, δεύτερη ξαδέρφη μου. Αλλά μου άρεσε και -όπως έλεγα νωρίτερα- είχαμε βρεθεί πολύ κοντά. Τόσο κοντά, που οι αποστάσεις παραλίγο να ήταν αρνητικές και να πέθαινα την «άρρωστη μάνα», ακριβώς τη στιγμή που ο Θεός θα έριχνε «φωτιά να με κάψει», όπως απειλούσε πάντα ο παπα-Νίκος όσους γλυκοκοίταζαν κατά το σόι τους.

Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούσα να ρωτήσω την άρρωστη μάνα αν η Αγγελική ήταν κι αυτή δεύτερη ξαδέρφη μου κι επειδή δεν μπορούσα να ρωτήσω τον παπα-Νίκο αν θα ήταν αμαρτία να γίνουν αρνητικές οι αποστάσεις, βρήκα αποκούμπι στον Πέτρο της Κουφής: «Αν η Ανθούλα είναι δεύτερη ξαδέρφη μου, είναι και η Αγγελική δεύτερη ξαδέρφη μου;», τον ρώτησα απέξω απέξω κι εκείνος απάντησε: «Αν η Αγγελική είναι δεύτερη ξαδέρφη σου, εγώ είμαι αστροναύτης». Η απάντηση με ικανοποίησε απόλυτα, τόσο που δεν μπήκα σε διαδικασία να διευκρινίσω τίποτα περί Ανθούλας, παρότι ο Πέτρος δήλωσε αστροναύτης μόνο για τη συγγενική σχέση μου με την Αγγελική. Λέτε να άλλαζε επαγγελματική ιδιότητα για την Ανθούλα;

Μπα...

«Δηλαδή να προχωρήσω;» τον ρώτησα. «Προχώρα κι εγώ είμαι εδώ», μου είπε, παρότι δεν ήταν ποτέ εκεί όταν τσακωνόμουν με τη μάνα μου και με φόρτωνε τύψεις που «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν).

Προχώρησα. Πήγα στον καφενέ του Μπάφα, ζήτησα από τον Δεμπασκαλά το τηλέφωνο και πήρα την Αγγελική. Το σήκωσε η Ανθούλα. «Γεια σου... ξαδέρφη. Μου δίνεις την Αγγελική;» Μου την έδωσε. Ήδη μου την είχε δώσει με την Αγγελική. Δεν βαστιόμουν. «Θα βγούμε;» ρώτησα. «Το Σάββατο στα μοβ του Αμερικάνου», μου απάντησε, αλλά δεν διευκρίνισε την ώρα.

Μετρούσα μέρες, ώρες, λεπτά. Ντύθηκα... πρίγκιπας το απόγευμα του Σαββάτου και μπούκαρα στα μοβ του Αμερικάνου μόλις άνοιξαν οι πόρτες κι ο Αμερικάνος έλεγε στις σερβιτόρες πού να σκουπίσουνε και πώς να στήσουνε το μπαρ! Τα μοβ του Αμερικάνου ήταν η ντίσκο της περιοχής και μέχρι πριν λίγο καιρό λεγόταν «Σινγκ Σινγκ». Μετά μάθαμε πως το όνομα παρέπεμπε στις γνωστές φυλακές της Νέας Υόρκης. Ακόμα πιο μετά μάθαμε πως ο Αμερικάνος είχε περάσει μερικά χρόνια στη στενή, πριν αποφυλακιστεί και επιστρέψει στην πατρίδα. Και ακόμα πιο μετά ο Αμερικάνος πέρασε και από τα δικά μας σωφρονιστικά ιδρύματα, επειδή το καλύτερο ουίσκι που σέρβιρε στο μαγαζί του, παραγόταν στο υπόγειο... Τέλος πάντων, το μαγαζί το λέγαμε «μοβ», επειδή είχε μοβ ομπρέλες, μοβ καρέκλες, μοβ σκαμπά, μοβ φώτα, μοβ πίστα και πιθανότατα ο Αμερικάνος φόραγε μοβ σώβρακο. Δεν μπορεί, τόσα χρόνια «σωφρονισμού», κάποιο κουσούρι θα του είχαν αφήσει...

Εκείνη τη χρονιά, πάντως, το μαγαζί είχε αλλάξει όνομα και λεγόταν «Φοίνικες», έστω κι αν μπαίνοντας μέσα συναντούσες τόσους φοίνικες όσα και τα δελφίνια που κολυμπάνε στην πλατεία Ομονοίας.

Ο Μαστρομανέλος, που σκάλωνε πάντα σε κάτι τέτοια, τον είχε ρωτήσει: «Ρε συ Ντένη, αφού δεν έχεις ούτε ένα φοίνικα, γιατί το έβγαλες έτσι το μαγαζί;» Ο Αμερικάνος του απάντησε με ερώτηση: «Ρε συ Μαστρομανέλο, πέρυσι που το έλεγα "Σινγκ Σινγκ", είδες πουθενά να έχει κάγκελα; Τότε γιατί δεν σου φάνηκε περίεργο, δηλαδή;» Ο Μαστρομανέλος, όμως, ήθελε πάντα να έχει την τελευταία λέξη: «Του χρόνου ξέρεις πώς να το πεις; "Τα κέρατά μου", να το πεις. Αφού πέρυσι δεν είχες κάγκελα και φέτος δεν έχεις φοίνικες, έτσι και του χρόνου δεν θα έχεις κέρατα. Είπα»! Κι αρπάχτηκαν στα χέρια, γιατί όλοι τα ήξεραν στον μαχαλά τα κέρατα του Αμερικάνου...

Τα θυμόμουν όλα αυτά ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μαρτίνι. Στο τρίτο δεν θυμόμουν και πολλά. Έπινα μαρτίνι, όχι επειδή μου άρεσε, αλλά επειδή θεωρούσαμε το συγκεκριμένο ποτό πιο ασφαλές. Σιγά μην καθόταν ο Αμερικάνος να φτιάξει μαρτίνι στο υπόγειο. Μόνο τα ουίσκια και οι βότκες ήταν από γεώτρηση. Τα άλλα ποτά τα έπαιρνε από την κάβα που ψώνιζε ο Μπάφας. Μας το είχε πει ο Δεμπασκαλάς και μας είχε δώσει οδηγίες προς πιωμένους ναυτιλλομένους. Παράγγειλα το πρώτο μαρτίνι κατά τις οκτώ η ώρα -μέρα ήταν ακόμα- και περίμενα την Αγγελική. Μία κοίταζα το ρολόι, μία την είσοδο των «Φοινίκων» και μία έναν κάκτο που είχε περισσέψει από την περσινή διακόσμηση. Στο δεύτερο μαρτίνι ένιωθα σαν την καλαμιά στον... κάκτο. Είχε περάσει από εννιά και συνέχιζα να είμαι ο μόνος πελάτης στο μαγαζί. Οι υπόλοιποι θα έρχονταν κατά τα μεσάνυχτα, μετά το τέλος του ημιτελικού του Ευρωμπάσκετ, ανάμεσα στην Εθνική μας και τη Σοβιετική Ένωση. Εγώ είχα ξεπουλήσει τον Γκάλη και την παρέα του για την Αγγελική. Η οποία, με τη σειρά της, είχε ξεπουλήσει εμένα για τον Γκάλη και την παρέα του...

Έτσι φανταζόμουν...

Ήπια κι ένα τέταρτο μαρτίνι, πλήρωσα κι έφυγα απογοητευμένος, να προλάβω τουλάχιστον το δεύτερο ημίχρονο στον καφενέ του Μπάφα, που είχε βγάλει τηλεόραση στην πλατεία. Ο Δεμπασκαλάς είχε σταματήσει να σερβίρει κι είχε κάτσει μαζί με τον Φώτη, τον Παππού και τον Πέτρο της Κουφής σ’ ένα τραπέζι, να βλέπει το ματς. Ο Μαστρομανέλος καθόταν σε άλλο, γιατί τότε δεν μιλιόταν με τον Πέτρο. Αυτοί μια βδομάδα αγαπιόσαντε και μια δεν μιλιόσαντε. Μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσανε. Ο Πέτρος της Κουφής είχε ζητήσει από τον Δεμπασκαλά να αφήσει την μπουκάλα με το τσίπουρο στο τραπέζι και μόλις με είδε στα χάλια μου τ’ αράπικα, μου ’βαλε ένα ποτήρι. Μετά τα τέσσερα μαρτίνι, το τσίπουρο ήταν ό,τι έπρεπε, όχι μόνο για να ξεχάσω την Αγγελική και το στήσιμο, αλλά και για να ξεχάσω τον εαυτό μου.

Όταν ο Φάνης μπουμπούνισε το τρίποντο της νίκης, εγώ πρέπει να μέτρησα τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους, γιατί τα έβλεπα πενταπλά, όσα και τα ποτά που είχα πιει. Δεκαπεντάποντο, μιας και δεν είδα τα ...δωδεκάποντα που έπρεπε! Θυμάμαι τον Μαστρομανέλο με τον Πέτρο της Κουφής να αγκαλιάζονται (άρχιζε η εβδομάδα της αγάπης), θυμάμαι και τον Φώτη να αγκαλιάζει τον Παππού (άλλο πάλι και τούτο...) και μετά δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνο το βράδυ, παρά μόνο τους πικρούς καφέδες που μου έφτιαχνε το άλλο απόγευμα η μάνα μου, που «δεν έκανα παιδί εγώ, μπεκρή έκανα» και «θα με πεθάνεις άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν).

Όταν ξενέρωσα, σηκώθηκα, έβαλα το κεφάλι μου σε ένα καρότσι κι έφυγα για τον καφενέ, να πάω να δω τον τελικό με τη Γιουγκοσλαβία του Ντράζεν. Η παρέα ήταν ίδια, με μοναδική διαφορά ότι ο Πέτρος της Κουφής καθόταν με τον Μαστρομανέλο. Όλοι βλέπαμε τον τελικό, εκτός από την Εθνική μας, που δεν προλάβαινε και να δει πολλά πράγματα απέναντι σε εκείνη την ασύλληπτη ομάδα των Πλάβι. Στα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου, όταν πλέον και ο πιο αισιόδοξος είχε αποδεχτεί την ήττα, ο Πέτρος της Κουφής με ρώτησε «τι έγινε με την Αγγελικούλα;».

«Ποια Αγγελικούλα;» πετάχτηκε ο Φώτης. «Την ξαδέρφη σου; Αυτή τα έχει φτιάξει με τον Σωτήρη του Πάσουλα. Δεν το ’ξερες; Όλη νύχτα φιλιόντουσαν χθες το βράδυ στα μοβ του Αμερικάνου».

Είχε δίκιο η μάνα μου. Δεν ήταν να έχει κανείς πολλά πολλά με δαύτους... Τζάμπα θα την πέθαινα άρρωστη γυναίκα.

Δεν ήταν...

Μέχρι να ξεχάσω τα μαρτίνι στους Φοίνικες και τις σκευωρίες της μάνας μου, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.