Ρίξτε μου λάσο να μην παρελάσω…

Ρίξτε μου λάσο να μην παρελάσω…

Με αφορμές τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου και την εθνική επέτειο του «ΟΧΙ», θυμήθηκα μια ρετρό ιστορία από ένα αντίστοιχο... τραυματικό τριήμερο πριν από δυο δεκαετίες και κάτι!

Φαντάρος ήμουν, σχετικά παλιοσειρά αλλά όχι και αρχαίος καθότι είχα παρουσιαστεί Σεπτέμβριο, 13 μήνες νωρίτερα (ακολούθησαν άλλοι 11 ζορισμένοι μήνες - ναι, τότε ξοδεύαμε δύο χρόνια στο στρατό, όπου παρουσιάστηκα 80 κιλά και απολύθηκα 104 από τις κακουχίες!).

Ήταν, λοιπόν, παραμονές του Αϊ-Δημήτρη όταν έφτασε ένα σήμα που μας ειδοποιούσε ότι το στρατόπεδό μας θα ήταν σε συναγερμό για δύο αγήματα μέσα στο ιστορικό τριήμερο. Ένα για να κουβαλήσουμε έναν επιτάφιο με κάτι λείψανα ενός άλλου Αγίου εξ ανατολών στις 26 του Οκτώβρη (παρότι πολιούχος της μικρής κωμόπολης όπου υπηρετούσα ήταν ο Αγιοδημήτρης) κι άλλο ένα για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου.

«Όχι», είπα μέσα μου, προς τιμήν της επετείου και άρχισα να ψάχνω τρόπο να τη σκαπουλάρω. Ωστόσο, όταν ο διοικητής διέρρευσε με τα παπαγαλάκια του πως «αν πάνε όλα καλά στις δύο υποχρεώσεις, όσοι συμμετάσχουν στα δύο αγήματα θα πάρουν από τέσσερις μέρες τιμητική άδεια», άρχισα να ψάχνω τρόπο να παρελάσω, να επελάσω και ένα... λάσο για να δεθώ μπας και δεν ξεφύγω τελείως.

Μέσον δεν έβαλα για να... χωθώ στο κόλπο. Δεν υπήρχε λόγος, καθώς οι πιο «παλιοί» (μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Φώτης, που είχε έρθει εσχάτως στη μονάδα με δικό μου μέσον) δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν το ενδεχόμενο συμμετοχής σε αγήματα στα βαθιά στρατιωτικά τους γεράματα, τότε που τα δόντια στις τσατσάρες τους ήταν τόσα όσες και οι ευκαιρίες που γίνονται σε ματς ελληνικού πρωταθλήματος όταν οι προεδραίοι το έχουν παίξει στοίχημα για 0-0...

Έτσι, ήμουν ένας περήφανος εθελοντής που φλέρταρε με τέσσερις μέρες τιμητικής άδειας, για να δω τη Δημητρούλα (που γιόρταζε) και ν’ ακούσω το Κατερινιό (που γιορτάζει ένα μήνα μετά) να μου τραγουδάει στ’ αυτί «μυστικέ μου έρωτα»...

Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα φανταζόμουν, παρότι τελικά πήρα άδεια και μάλιστα όχι μόνο τεσσάρων ημερών...

Το πρώτο άγημα, εκείνο της γιορτής του Αγίου, ήταν κυριολεκτικά τραυματικό. Βάλαμε όλοι τα όπλα υπό μάλης και υπό …μασχάλης κι ετοιμαστήκαμε να το παίξουμε άντρες σκληροί και πρόστυχοι, κουβαλώντας στον ανηφορικό κεντρικό δρόμο της πόλης, τον επιτάφιο με τα σώσματα του Αγίου που είχαν φέρει σε ένα τοπικό μοναστήρι από άλλο μοναστήρι από την Καισάρεια. Τρέχα γύρευε, δουλειά δεν είχε ο διάβολος, κουβάλαγε Αγίους...

Τέλος πάντων, το πρόβλημα δεν ήταν τα λείψανα, αλλά το γεγονός ότι η λιτανεία έγινε βράδυ και –κυρίως– το ότι κάποιος σατανικός εγκέφαλος σκέφτηκε έναν πρωτότυπο τρόπο να φωτίσει τον επιτάφιο, λες κι ο Άγιος ήθελε να διαβάσει Κούντερα νυχτιάτικα. Πήγε λοιπόν ο σατανάς ο ίδιος κι έβαλε πάνω στον επιτάφιο δύο μπαταρίες από φορτηγά! Από τη μία έπαιρναν ρεύμα τα λαμπιόνια του τρούλου κι από την άλλη προφανώς κάποιο πρόωρο χριστουγεννιάτικο δέντρο...

Αυτόν τον επιτάφιο τον κουβαλήσαμε οκτώ. Και μετά χρειαζόμασταν... τριάντα δύο για να κουβαλήσουν εμάς τους οκτώ, τέσσερις τον καθέναν. Μας πήγαν (από) τέσσερις, δηλαδή. Όταν παρέδωσα τον επιτάφιο και τον Άγιο στο μοναστήρι ύστερα από σχεδόν μιάμιση ώρα κουβαλήματος (κι ενώ ήδη είχαν παρελάσει μαζί μας εκατοντάδες άγιοι που είχα φροντίσει να... αναπολήσω ανάμεσα στα «βόηθα Παναγιά μου και μη χειρότερα»), παρέδωσα και πνεύμα. Κι όταν το ίδιο βράδυ πήγα σπίτι εξοδούχος, η εορταζόμενη Δημητρούλα διαπίστωσε δύο πράγματα:

α) Το αίμα δεν κατέβαινε από το πάνω κεφάλι στο κάτω.

β) Δεν υπήρχε πολύ αίμα ούτε στο πάνω, καθότι είχα στον ώμο ένα αιμάτωμα στο μέγεθος μπαταρίας φορτηγού.

Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο πρωί μπήκα μέσα στο στρατόπεδο και το μεθεπόμενο είχα νέο άγημα. Και παρότι είπα στον αξιωματικό υπηρεσίας «κλαψ, κλαψ, κοίτα τι έπαθα, πονάω, δεν μπορώ, κάνε κάτι να χάσω το τρένο, σόρι το άγημα», εκείνος μου είπε πως δεν γίνεται τίποτα και «πρέπει να σφίξεις τα δόντια».

Τα έσφιξα. Και παρέλασα με σφιγμένα δόντια. Κυριολεκτικά. Και για κακή μου τύχη, ο Φώτης ήταν εξοδούχος και είχε πάρει την τότε αρρεβωνιάρα για να έρθουν να με δουν να παρελαύνω και «να γελάσουμε».

Γέλαγε για χρόνια, διότι στη μία και μοναδική φωτογραφία που τράβηξε, φαίνονταν τα εξής:

α) Ένα μουστάκι που για κακή μου τύχη είχα αποφασίσει να αφήσω εκείνη την περίοδο (όταν είσαι φαντάρος, όλο κάτι τέτοιες σαχλαμάρες κάνεις, επειδή δεν έχεις τι άλλο να κάνεις).

β) Δύο δόντια να δαγκώνουν (από τον πόνο) το πάνω χείλος όπου βρισκόταν το συγκεκριμένο μουστάκι, σε μια γκριμάτσα που δεν πετυχαίνει ούτε ο Τζιμ Κάρεϊ, τον οποίο δεν γνώριζα τότε (ούτε τώρα γνωριζόμαστε, αλλά εγώ τον ξέρω).

γ) Το δεξί μου πόδι μπροστά, τη στιγμή που όλοι οι συνάδελφοι είχαν μπροστά το αριστερό (ναι, είχα χάσει το βήμα).

Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του ...μικρόκοσμού μας (ευτυχώς που δεν υπήρχε τότε Ίντερνετ) επί χρόνια, σε μια πραγματικά τραυματική εμπειρία, καθώς πέρα από φίλους και γνωστούς, ο Φώτης φρόντιζε να τη δείχνει σε κάθε κορίτσι από εκείνα που ακολούθησαν τη Δημητρούλα. Κυρίως, δηλαδή, σε εκείνα που ...δεν την ακολούθησαν, γιατί για να τα φτιάξεις με έναν τύπο που έστω και μία φορά παρουσίαζε την εικόνα αυτής της φωτογραφίας, δεν απαιτούσε έρωτα αλλά λοβοτομή...

Λοιπόν, πρώτα τραυματίστηκα κυριολεκτικά, μετά τραυματίστηκα ψυχικά και μετά πήρα τέσσερις μέρες τιμητική άδεια και άλλες δέκα αναρρωτική, καθώς ο γιατρός της μονάδας μόλις είδε το αιμάτωμα στον ώμο μου, πρώτα έκανε τον σταυρό του (προφανώς στο όνομα του εκ Καισαρείας Αγίου) και μετά με σταύρωσε και με έστειλε στο νοσοκομείο.

Μέχρι να ξεχάσω τη χαρά που έκανε η Δημητρούλα μόλις της είπα πως είμαι στο νοσοκομείο (κουφάλες γυναίκες), εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.