Οι ατέλειωτοι αρραβώνες

Οι ατέλειωτοι αρραβώνες

Πώς γίνεται μια ρετρό ιστορία να είναι ολόφρεσκη; Όταν δημοσιεύεται για πρώτη φορά! Νέο λουκ ο Κλόουν, νέα ιστορία ο Μίλτος, καλά να είμαστε, να σκεφτόμαστε, να θυμόμαστε και να τα λέμε...

Ο Φώτης είχε ερωτευθεί. Ως εδώ, καμία είδηση. Μπαρόβια. Επίσης, καμία είδηση. Ούτε έκπληξη. Χωρισμένη με δυο παιδιά. Σαν να αρχίζει να φτιάχνει το σενάριο, ε;

«Μιλτάκο, αυτή τη γυναίκα θα την πάρω. Δεν μπορώ λεπτό μακριά της...». Ο Φώτης ερωτευόταν κάθε πρώτη και δεκαπέντε. Εκείνη την περίοδο κάθε δύο και δεκαέξι, γιατί πρώτη και δεκαπέντε παρουσιαζόταν στο τμήμα, μετά από μια μικροαπάτη που τον έμπλεξε με περιοριστικούς όρους. Κάθε δύο και δεκαέξι ερωτευόταν, μια φορά στο δίμηνο αρραβωνιαζόταν και άλλη μια φορά στο δίμηνο ...χώριζε. Κάπως έτσι... 

Όπως λέγαμε τότε, μεταξύ σοβαρού και ...σοβαρού (η υπόθεση δεν σήκωνε αστεία - ήταν από μόνη της), ο Φώτης είχε αγοράσει έναν σωλήνα «Πετζετάκις» και από αυτόν έκοβε βέρες για τις αρρεβωνιάρες

Τώρα, στα 22 του μου εκμυστηρευόταν τον έρωτά του για μια σαραντάρα μπαρόβια με δυο παιδιά, που με το μεγαλύτερο από αυτά θα μπορούσαμε να βγαίνουμε μαζί για γκόμενες. «Να την πάρεις, ρε Φώτη. Αλλά πού να την πας; Τη φαντάζεσαι τη μάνα σου με εγγόνια 20 χρονών από τη μια στιγμή στην άλλη; Τον Σαυρογιώργη με μπαρόβια νύφη μέσα στο σπίτι; Την καρδιά του δεν τη σκέφτεσαι;».

Μόνο τη Λίλα σκεφτόταν ο Φώτης. «Από που βγαίνει, ρε, το Λίλα;», ρώτησε ο Δεμπασκαλάς, σε μια από εκείνες τις ξεχωριστές περιπτώσεις που έλεγε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες κι αυτές δεν ήταν οι γνωστές «δεν», «πας» και «καλά» (δεν ξοδεύτηκε κιόλας, έξι είπε). «Από το Χαρίκλεια», απάντησε ο Φώτης. «Δεν πας καλά». Έξι και τρεις ...εννιά!

Με τα πολλά, προσπαθήσαμε να τον συνεφέρουμε. «Την πήδησες;», ρώτησε ο Μαστρομανέλος που άκουγε ...διακριτικά από το διπλανό τραπέζι του καφενέ του Μπάφα. Τόσο διακριτικά που μαζί με το «πήδημα» του Φώτη, είχε πηδήσει και το τραπέζι του κολλητά στο δικό μας, έτσι που στο δικό του ακούμπαγε το ποτήρι και στο δικό μας τη ρετσίνα Κουρτάκη. 

«Σάμπως κάνω και τίποτα άλλο, μάστορα;», περηφανεύτηκε ο Φώτης για τα κατορθώματά του στα ...άλματα. «Πρόσεξε μην κουβαλήσεις του Σαυρογιώργη κανένα μούλικο, κι έχει και την καρδιά του γέρος άνθρωπος. Είπα», έδωσε τη διαταγή ο Μαστρομανέλος, ο οποίος κόντευε τα 60, ενώ ο «γέρος» Σαυρογιώργης δεν ήταν πάνω από 50.

Πάντως, η καρδιά του Σαυρογιώργη ήταν το βασικό επιχείρημα με το οποίο προσπαθούσαμε να πείσουμε τον Φώτη να μην κουβαλήσει τη Λίλα ως νύφη στο σπίτι του. Το ξέραμε πως θα του πέρναγε ο έρωτας, αλλά ξέραμε επίσης πως πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. «Αφού μόλις την αρραβωνιαστείς, θα τη βαρεθείς και θα χωρίσεις, δεν κάνουμε τους αρραβώνες μόνοι μας;», πρότεινε ο Πέτρος ο Αρμένης, ώστε να μην μπλέξουμε με τραπεζώματα και ...εμφράγματα στο πατρικό του Φώτη.

Και τους κάναμε...

Μεταξύ μας! Ο Πέτρος, εγώ, ο Δεμπασκαλάς κι ο ...γαμπρός, πήγαμε στο μπαρ που δούλευε η νύφη και τους αρραβωνιάσαμε με ακόμα δύο βέρες «Πετζετάκις». Ούτε τα παιδιά της δεν έμαθαν πως αρραβωνιάστηκε η μάνα τους. Πιθανότατα, ούτε κι εκείνη θα το κατάλαβε, τόσο που ήπιαμε εκείνο το βράδυ. 

Το επόμενο πρωί, πάντως, όλα είχαν ξεκαθαρίσει. Ή, σχεδόν όλα. Ο Φώτης είχε χωρίσει με τη Λίλα, η οποία έφυγε από το μπαρ με έναν παλιό της έρωτα, έναν σαλιάρη γεροναυτικό που έτυχε εκείνο το βράδυ να κάνει «ζημιά» στο μαγαζί. Ο Σαυρογιώργης είχε γλιτώσει. Ο μόνος που έμενε να ξεμπλέξει ήμουν εγώ, που ...δεν ξέρω πώς, είχα βρεθεί με μια άγνωστη, συνομήλικη συνάδελφο της Λίλας σε ένα άγνωστο σπίτι και σε ένα εντελώς άγνωστο κρεβάτι!

Εκείνη επέμενε να με φωνάζει «κουμπάρο», εγώ δεν ήξερα πώς να τη φωνάξω ούτε και ...πώς να φύγω. «Θα μείνεις να φάμε μαζί το μεσημέρι, κουμπάρε. Δεν θα μείνεις;», φώναξε από την κουζίνα κι εμφανίστηκε με μια ρόμπα που δεν κάλυπτε ούτε τα βασικά. 

Δεν έμεινα...

Κι ούτε έμαθα ποτέ πως την έλεγαν...

Μέχρι να μάθω, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

 

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.