Ο τρίτος άνθρωπος ήταν ο πιο ...έξυπνος!

Ο τρίτος άνθρωπος ήταν ο πιο ...έξυπνος!

Ο Μίλτος ο Νταλικέρης επιστρέφει με μια επική ρετρό ιστορία απιστίας και (κουτο)πονηριάς. Το σίγουρο, πάντως, ήταν πως το καράβι ...σύρθηκε!

Η ρετρό ιστορία αυτής της εβδομάδας φιλοξενεί έναν ...άσο στις διαπραγματεύσεις, ο οποίος στα μάτια της -γνωστής πια- παλιοπαρέας των έιτις, σε κάποιες περιπτώσεις -κυρίως για τον τρόπο που ελισσόταν- φάνταζε ως ο πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο.

Ή, έστω, στον κόσμο μας! Εκτός κι αν απλώς ήμασταν στον κόσμο μας...

Όσοι παρακολουθείτε συστηματικά τις ρετρό ιστορίες της Τρίτης, σίγουρα έχετε καταλάβει περί τίνος πρόκειται: ναι, ναι, ο Φώτης!

Τω καιρώ εκείνω, δηλαδή στις μέρες που διαδραματίζεται η ιστορία μας, ο Φώτης -νόμιζε πως- είχε σχέση με μια Κερκυραία, που είχε περάσει φοιτήτρια στα Γιάννενα. Την είχε γνωρίσει σε ένα μπαράκι και -νόμιζε πως- τα φτιάξανε, επειδή από το πρώτο κιόλας βράδυ βρεθήκανε μαλλιοκούβαρα στο φοιτητικό της στρώμα. Η Κερκυραία, το όνομα της οποίας μου διαφεύγει, ήταν μεγαλύτερή μας, καθώς βρισκόταν στο 3ο έτος ενώ εμείς μόλις είχαμε τελειώσει το Λύκειο.

Εκείνο το μεσημέρι είχαμε μαζευτεί όλοι οι ρεμπεσκέδες στου Μπάφα και δαγκώναμε τα καλαμάκια από τους φραπέδες που στη ζούλα μας κέρναγε ο Δεμπασκαλάς, ο οποίος δούλευε πια πλήρες μεροκάματο στον καφενέ. Ήμασταν εκεί, ο Πέτρος ο Αρμένης, εγώ και ο Παππούς, παρότι ο τελευταίος ήδη είχε περάσει φοιτητής στην Αθήνα. Μάλλον καμιά κατάληψη θα είχαν...

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Φώτης κι από τη βαριά περπατησιά του καταλάβαμε πως κάτι τρύγαγε τα μέσα του. Και πως αυτό το κάτι ήταν αποφασισμένο να τρυγήσει και τα δικά μας μέσα. «Πέτρο, πάρε τα κλειδιά του αγροτικού από τον νονό σου, να πάμε μια βόλτα», είπε αντί καλησπέρας. Φυσικά, όλοι ρωτήσαμε τι τρέχει και τι ήταν τόσο σοβαρό που απαιτούσε μια βόλτα για να ...ξεσκάσει. «Τίποτα δεν τρέχει. Θέλω να πεταχτούμε μέχρι το λιμάνι στην Ηγουμενίτσα. Έρχεται η Κερκυραία και θέλω να της κάνω έκπληξη», έσκασε το παραμύθι.

«Τι έκπληξη μας τσαμπουνάς, ρε Φωτάκη; Από πότε έγινες ρομαντικός, τρομάρα σου;», του χώθηκε ο Παππούς, ενώ ο Πέτρος του ξεκαθάρισε πως δεν είχε λεφτά για βενζίνα. Δεν ήταν δα και δίπλα η Ηγουμενίτσα. Δεν υπήρχε Εγνατία τότε... «Θα το έχει γεμάτο το αγροτικό ο νονός σου», πόνταρε στις οργανωτικές ικανότητες του Πέτρου της Κουφής ο Φώτης, ωστόσο ο Αρμένης ήταν ξεκάθαρο πως βαριόταν: «Ρε, δεν αφήνεις τα σάπια; Αν δεν μας πεις την αλήθεια και δεν κόψεις τα παραμύθια για εκπλήξεις και κουραφέξαλα, δεν πάμε πουθενά». Ήταν βέβαιος πως ο Φώτης δεν θα έλεγε την αλήθεια, οπότε δεν θα ξεκούναγε από τον καφενέ. Κι ο Φώτης έκανε την έκπληξη...

«Μου κάνει νερά». Να τι έτρεχε. Νερά! Ο Φώτης που είχε ...πλημμυρίσει όλο το θηλυκό πληθυσμό, βρισκόταν στη γωνία από μια γυναίκα. «Μάλλον τα έχει μπλέξει με έναν συμφοιτητή της. Κερκυραίος κι αυτός. Θέλω να τους πιάσω στα πράσα», συμπλήρωσε και ουσιαστικά επιβεβαίωσε πως όντως ήθελε να της κάνει έκπληξη. Δυσάρεστη. Μπροστά στο ...δράμα που ζούσε ο φίλος μας, ο οποίος τότε δεν είχε προλάβει να αρραβωνιαστεί περισσότερες από 5-10 φορές κόβοντας βέρες από τον περίφημο σωλήνα «Πετζετάκις», ο Πέτρος αποφάσισε να ξεκουβαλήσει και να πεταχτεί ως το σπίτι του νονού του, για να ζητήσει τα κλειδιά του αγροτικού. Αλλά γύρισε με άδεια χέρια: «Το χρειάζεται». Αμέσως ο Φώτης έψαξε εναλλακτική λύση και τη βρήκε στο πρόσωπο του Νάσου, ενός τύπου που ποτέ δεν ήταν μέλος της παρέας μας. Και που δεν θα μπορούσε να είναι, εδώ που τα λέμε. Τρία χρόνια μεγαλύτερος, από παιδί σοβαρός και μετρημένος λες και δεν πέρασε ποτέ εφηβεία, είχε καταφέρει να μπει από τους πρώτους και με την πρώτη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και συχνά - πυκνά, όταν έπαιρνε καμιά άδεια, σουλατσάριζε στο χωριό με τη στολή για να τον θαυμάσουμε. Εκείνη τη φορά, πάντως, φορούσε υφασμάτινο πανταλόνι και καλοσιδερωμένο πουκάμισο.

Ο Φώτης, ως πνιγμένος που πιάνεται από τα μαλλιά του ή, έστω, από έναν ειδικό της θάλασσας, άλλαξε τραπέζι και έσκασε το παραμύθι του στον Νάσο, με την ελπίδα να τον πάει αυτός με το αυτοκίνητό του. Ο Νάσος, φυσικά, αρνήθηκε την ...τιμή να γίνει σοφέρ του Φώτη, παρόλα τα επιχειρήματα που του αράδιασε ο φίλος μας. Το καλύτερο, πάντως, ήταν το τελευταίο: «Έλα, ρε Νάσο, θα είναι ωραία. Έχει και θάλασσα στην Ηγουμενίτσα. Έχει και καράβια. Έχεις δει ποτέ καράβι;»...

Αφού επέστρεψε άπραγος στην παρέα μας, κοιτάζοντας τα ρολόγια όλων μας -αυτός δεν φόραγε ποτέ, γι΄ αυτό πάντα εμφανιζόταν καθυστερημένος στα ραντεβού μας- για να διαπιστώνει αν προλαβαίνει την άφιξη του φεριμπότ από την Κέρκυρα, αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Πήγε μια και δυο μόνος του στο σπίτι του Πέτρου της Κουφής και μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε με τα κλειδιά του αγροτικού στο χέρι! «Πώς σου τα έδωσε αφού το χρειαζόταν;», τον ρωτήσαμε με μια φωνή. «Είχα τον τρόπο μου», απάντησε και μετά μάθαμε ότι ο τρόπος του ήταν ένα ατράνταχτο επιχείρημα. Απείλησε τον Πέτρο της Κουφής ότι θα βγάλει βούκινο πως την περασμένη βδομάδα τον είχε πετύχει δυο βράδια σε ένα μπαρ με Βουλγάρες στα Γιάννενα. Το είχε ήδη βγάλει βούκινο, αλλά μάλλον ο Πέτρος της Κουφής είχε πάρει το κουσούρι της μάνας του και δεν το είχε ακούσει. Έτσι, του έδωσε τα κλειδιά για να μην εκτεθεί. Άλλο ζουλάπι κι αυτός!

miltos14-10a

Στον Αγροτικό μπήκαμε ο Πέτρος, ο Φώτης κι εγώ, που ψόφαγα για βόλτα στη θάλασσα - ο Παππούς δεν ψόφαγε- και για ...αστυνομικό ρεπορτάζ, όπως αποδείχθηκε. Όταν το φεριμπότ, από αυτά που μπορεί και να μην είχε δει ποτέ ο Νάσος, «έδεσε» στο λιμάνι και άρχισαν να κατεβαίνουν οι επιβάτες, ο Φώτης εντόπισε την Κερκυραία χέρι - χέρι, όχι με τον Καρατζαφέρη, αλλά με τον Κερκυραίο συμφοιτητή της. Πλησίασε τότε και της άστραψε ένα χαστούκι, όλο δικό της. Τότε ο Κερκυραίος του έβαλε μια μπουνιά ανάμεσα στα μάτια, φωνάζοντας «πώς τολμάς να αγγίζεις την αρραβωνιαστικιά μου;»!

Ο Φώτης ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στην προβλήτα κι ο Κερκυραίος, για κακή του τύχη, είχε τη φαεινή ιδέα να δοκιμάσει να τον κλοτσήσει. Τότε επενέβη ο Πέτρος και έγινε ό,τι γινόταν πάντα. Ο μαντράχαλος ξάπλωσε τον Κερκυραίο με δυο γρήγορες, η πρώτη από τις οποίες ανάμεσα στα σκέλια, εγώ σήκωσα τον Φώτη και τραπήκαμε σε φυγή.

Ωστόσο, ο Φώτης κράτησε το …τέλος των διαπραγματεύσεων για πάρτη του. Βλέποντας τον Κερκυραίο στα πατώματα, είπε να τον ρίξει ακόμα πιο χαμηλά, όχι με μια νέα κλοτσιά, αλλά με μια κουβέντα από αυτές που τσακίζουν κόκαλα: «Να τη χαίρεσαι την αρρεβωνιάρα. Κι άμα δεν θυμάσαι τις ελιές που έχει στα μπούτια της, να ρωτήσεις εμένα που τις έχω μετρημένες».

Τέλος διαπραγματεύσεων! Πιθανότατα και τέλος αρραβώνα. Ακόμα και μετά από μια μπουνιά στα μάτια, ο «πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο μας», είχε τον τρόπο να κερδίζει τις εντυπώσεις!

Μέχρι να δει ο Νάσος καράβι, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.