Να τα …πιούμε;

Να τα …πιούμε;

Αυτή η ρετρό ιστορία δεν είναι ...της Τρίτης, δημοσιεύεται εκτός σειράς λόγω εορτών και εννοείται πως είναι Χριστουγεννιάτικη. Η παλιοπαρέα των έιτις έχει μεγαλώσει λίγο και πίνει πολύ. Τότε, αρχές των νάιντις, το αντέχαμε. Ή, του-λάστιχον, έτσι νομίζαμε...

Αυτή τη φορά θα γινόταν. Έτοιμο το είχα το Κατερινάκι. Το είχα στριμώξει στον καμαράκι της κυρα-Νούλας της καθαρίστριας, δίπλα στις τουαλέτες τους σχολείου, η γλώσσα μου είχε φτάσει εκεί που χρόνια αργότερα θα φύτρωναν οι φρονιμίτες της, τα χέρια μου είχε γίνει χταπόδια κι απλώνονταν παντού, όλα έμοιαζαν έτοιμα για τη μεγάλη ζωή και...

Ντριν, ντριν...

Τι διάβολο, χτύπησε κουδούνι για μάθημα;

Ντριν, ντριν...

Μα δεν πάω σχολείο. Εδώ και χρόνια. Κουδούνι; Το Κατερινάκι καπνός. Όνειρο ήταν. Ντριν - ντριν. Η σημαία σηκωμένη από το όνειρο. Ντριν μια ακόμα. Ποιος χτυπάει πρωί πρωί Χριστουγεννιάτικα; Το κεφάλι καζάνι -ή μήπως κουδούνι;- από τα βραδινά ξίδια. «Ποιος μ@λ@κας είναι τέτοια ώρα;», άκουσα τη φωνή του Φώτη, που είχε κοιμηθεί στο σπίτι μου ξημερώματα, επειδή δεν θυμόταν κατά πού πέφτει το δικό του. Ντριν - ντριν, επιτακτικά. Κάτι έγινε, τι έγινε; «Ποιος είναι;».

«Να τα πούμε;».

Να τι έγινε. Παραμονή Χριστουγέννων έγινε. «Να τα πούμε;». Μια γειτονιά ήμασταν. Δεν μπορούσα να πω «μας τά ΄παν άλλοι», ρεζίλι θα γινόμουν. Δεν ήταν δυνατόν να είχαν έρθει άλλοι πιο νωρίς. Άνοιξα, μη με περάσουν για τσίπη. «Να τα πείτε, αλλά χαμηλόφωνα, ρε μπαγάσες». Ήταν τα παιδιά της Νίτσας. Η Νίτσα ήταν η γυναίκα του Μήτσου του Μαμούα, αλλά σχεδόν όλοι ήμασταν βέβαιοι πως τα παιδιά ήταν μόνο της Νίτσας. Κι όχι μόνο γιατί ήταν όμορφα και δεν έμοιαζαν του Μήτσου...

«Καλήν εσπέραν άρχοντες...», γκάριξαν και τα δυο μαζί. Εγώ κι ο Φώτης είμαστε, δεν είμαστε άρχοντες κι είναι πρωί κι όχι εσπέρα, γαμώ το φελέκι μου. «Ξανά από την αρχή και να τα πείτε σωστά και ...ήσυχα. "Καλήν ημέραν" να πείτε». Το είπαν, αλλά στο «κι αν είναι ορισμός σας» κάτι άρχισε να βαράει κλαπατσίμπαλα μέσα στο κεφάλι μου. Τους άφησα να το πουν όλο, μέχρι το «σ΄ αυτό το σπίτι πού ΄ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει». Άρχισα να τη βρίσκω. Μαζοχισμός. Ο μικρός, ο Νικολάκης, φύσαγε μια μελόντικα, ενώ ο μεγάλος, ο Γιώργος, γρατζούναγε μια κιθάρα και τραγούδαγε με το γρέζι του Μάκη Χριστοδουλόπουλου.

Έβαλα ουίσκι, γιατί κάτι είχα ακούσει για ομοιοπαθητική, που άμα έχεις μεθύσει το βράδυ, πίνεις ένα ποτάκι το πρωί κι έρχεται το κεφάλι στα ίσια του (το στομάχι;). Έβαλα και του Φώτη, που ακόμα δεν είχε βγει από την κουβέρτα.

Κέρασα τα παιδιά κάτι …μελο-καμάρωνα και κάτι κουραδιέδες που είχε φροντίσει να αφήσει από την προηγούμενη η μάνα μου, «μην έρθουν τα παιδιά να πουν τα κάλαντα και τα κεράσεις ουίσκι, που με τόσο που πίνεις θα με στείλεις στον άλλο κόσμο, άρρωστη γυναίκα». (δεν ήταν άρρωστη).

«Άλλο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι δεν ξέρετε να παίζετε;», τα ρώτησε ο Φώτης. «Κάτι ξέρουμε», είπε ο Γιώργος. «Όσο πιο πολλά παίξετε, τόσο πιο πολλά λεφτά θα πάρετε», είπα κι άρχισαν το γλέντι. Μετονόμασαν τον ...«Ρούτο το ελαφάκι», βάρησαν και τον «Μικρό τουμπερλεκιστή» και μόλις έβαλα το δεύτερο ουίσκι (με δύο θα πετυχαίνει καλύτερα η ομοιοπαθητική), έπιασαν το «Βρε μελαχρινάκι». Στο τρίτο έπαιζαν τις «Αμπάρες», στο τέταρτο το «Παντρεμένοι κι οι δυο» κι άρχισα να αναρωτιέμαι μην τυχόν η Νίτσα είχε περάσει καμιά νύχτα με τον Μάκη στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής.

Δεν είχε περάσει...

miltos24-12a

Ακριβώς στο «γύρνα σε παρακαλώ», χτύπησε ξανά το κουδούνι. Ήταν ο Δεμπασκαλάς. «Τι κάνεις εδώ ρε; Δεν πας καλά. Τι τα ταλαιπωρείς τα παιδιά;», ρώτησε με επικριτική διάθεση, ενώ βλέποντας τον Φώτη να πίνει ουίσκι και να ...λικνίζεται κάτω από την κουβέρτα, ξεστόμισε μια ατάκα - έκπληξη: «Δεν πας καλά».

«Γιατί ρε; Δικά σου είναι τα παιδιά;», μου ξέφυγε και δαγκώθηκα όταν θυμήθηκα τις περιγραφές του Δεμπασκαλά για τον σκαντζόχοιρο που φύλαγε  Νίτσα ανάμεσα στα πόδια της.

«Δεν πας καλά», μου είπε πάλι και σίγουρα δεν πήγαινα, γιατί μετά το ...προεορταστικό βράδυ της παλιοπαρέας στο νέας εσοδείας Ρωσιδάδικο, είχα ήδη «σφίξει» 3-4 πρωινά ουίσκια και είχα πάθει πολύ ...ομοιοπαθητική, καθότι ήμουν πλέον ομοίως παθών. Ντίρλα... Κι άλλη μια ντίρλα ο Φώτης, δυο ντίρλες.

«Δεν θα πάνε πουθενά. Βαράτε ρε, όσα ξέρετε», τους πρόσταξε ο Φώτης.

Και βάρησαν...

Και ο Δεμπασκαλάς πήρε τηλέφωνο τον Πέτρο τον Αρμένη κι εκείνος όσους ήξερε. Και μέσα σε δυο ώρες στο σπίτι μου είχαν μαζευτεί όλα τα κακοποιά στοιχεία της γειτονιάς. Μόνο η Δωροθέα η Ζαβή δεν είχε έρθει. Ήταν εκεί, όμως, ο Πέτρος της Κουφής κι ο Μαστρομανέλος (έπιναν από νωρίς τσίπουρα στο γκαράζι κι ήρθαν να πιουν και το ουίσκι μου) και κάμποσοι ακόμα. Και κάποια στιγμή, κοντά στο μεσημέρι, εμφανίστηκε κι η Νίτσα, που έψαχνε τα παιδιά της.

Αυτή τα έψαχνε, αλλά ήδη έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αφού μόλις απόκαμαν ο Νικολάκης με τον Γιώργο, πήρε σειρά το πικάπ. Πάντως, τα πιτσιρίκια είπαν μέχρι και τον «Αμάραντο» και την «Παπαλάμπραινα», την τελευταία κατόπιν επιθυμίας του Μαστρομανέλου και παρότι και τα δύο έλεγαν πως δεν την ήξεραν: «Θα την πείτε. Είπα»!

Την είπαν, επειδή είπε! Τι έλεγαν, δεν λέγεται...

Ούτε λέγεται πώς κατέληξε εκείνη η παραμονή Χριστουγέννων. Εγώ δεν θυμάμαι για να το πω, ενώ ο Φώτης που λέει ότι θυμάται, ισχυρίζεται πως κάποια στιγμή μπούκαρε στο σπίτι ο Μήτσος ο Μαμούας κι είδε τη Νίτσα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και τον Δεμπασκαλά πάνω στην καρέκλα, να χορεύουν και να τραγουδάνε «Μ΄ αγαπάς; Σ΄ αγαπώ πολύ. Τι ζητάς; Ένα σου φιλί».

Εκεί σχόλασε το γλέντι, γιατί άρχισε άλλο γλέντι...

Μέχρι να ξεχάσω ...ό,τι θυμάμαι από εκείνα τα Χριστούγεννα, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Ο Μίλτος σας εύχεται Καλά Χριστούγεννα, υγείαν και ευτυχίαν δι΄ εσάς και τας οικογενείας σας. Ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ, για να είμαστε όλοι εδώ μαζί, παρέα, ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, με ακόμα μια ρετρό ιστορία χωρίς ιερό ούτε όσιο...

Υ.Γ.2: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.