Μια ΥΑΜΑΗΑ, πολλά Σωφεράκια κι ένας εμφύλιος!

Μια ΥΑΜΑΗΑ, πολλά Σωφεράκια κι ένας εμφύλιος!

Από τον ελληνικό εμφύλιο σε μια ανάρμοστη σχέση και σε κάμποσα παλιά -λέμε τώρα- πορνοπεριοδικά. Ο Μίλτος ο Νταλικέρης είναι εδώ με τις ρετρό ιστορίες του...

Τέτοιος καιρός ήταν, κόντευε να τελειώσει η σχολική χρονιά, η τελευταία μας στο Λύκειο, η τελευταία με τον Πατούσα στην παρέα. Λίγο καιρό πριν τις τελευταίες προαγωγικές και τις πρώτες μας πανελλαδικές εξετάσεις, όλοι τα είχαμε φορτώσει στον κόκορα.

Ο Φώτης ήταν ερωτευμένος με την πρώτη του αρρεβωνιάρα, τη Σούλα και το -έτσι κι αλλιώς περιορισμένης ευθύνης- μυαλό του απουσίαζε συστηματικά από την τάξη. Ο Πατούσας ήταν ερωτευμένος με την -καταραμένη- μοτοσικλέτα που του είχε υποσχεθεί να του αγοράσει ο πατέρας του αν έπαιρνε το απολυτήριο και συνεχώς έκανε ζωγραφιές στο θρανίο κοτσάροντας και μια υπογραφή «ΥΑΜΑΗΑ» («υαμάηα, άλλο πάλι και τούτο», που έλεγε τότε ο Φώτης) πάνω στο σχεδιασμένο ντεπόζιτο. Ο Δεμπασκαλάς ήταν ερωτευμένος με το μεροκάματο που του έδινε ο καφετζής ο Μπάφας και συχνά - πυκνά, ιδιαίτερα σε μέρες με λιακάδα, την κοπάναγε και πήγαινε να σερβίρει στον καφενέ. Εγώ ήμουν ερωτευμένος με την Ελένη και δεν έχανα μάθημα και ευκαιρία να καθίσω μαζί της. Μάθημα δεν έχανε ούτε και ο Πέτρος ο Αρμένης, παρότι δεν ήταν ερωτευμένος -έτσι νομίζαμε- με τίποτα. Αυτός, επειδή ήδη είχε χάσει -για διάφορους λόγους- δυο χρονιές και ήταν πια 20 χρονών μαντράχαλος, ήθελε να μη δίνει δικαιώματα στους καθηγητές για να ξεμπερδέψει και να πάει φαντάρος, για να ξαναξεμπερδέψει μετά κι από ΄κεί και να βρει τα άλλα μπερδέματα που πάντα αναζητούσε.

Περιέργως, εκείνη την ηλιόλουστη μέρα, ήμασταν και οι πέντε στην τάξη, έστω κι αν δεν μας έλεγες παρόντες ψυχή τε και σώματι. Ο Πατούσας ζωγράφιζε ...υαμάηες, ο Φώτης έγραφε στο θρανίο «Σούλες», ο Δεμπασκαλάς ονειρευόταν να σερβίρει τσίπουρα με μεζέδες (επειδή από σουρωμένους έβγαζε μεγαλύτερα φιλοδωρήματα), εγώ απολάμβανα την Ελένη να αγορεύει για την «αττική σύνταξη» (τη θαύμαζα που έφτανε ο νους της από το χωριό στην Αττική!) κι ο Πέτρος προσπαθούσε να χωρέσει τα κανιά του κάτω από το θρανίο ξαπλώνοντας όλο και πιο πολύ σε μια καρέκλα που είχε λυγίσει στις πλάτες μπας και βολέψει τα δύο μέτρα του κορμιού του. Χοντρικά, εκτός από την Ελένη και δυο-τρεις τσούπρες ακόμα, όλοι χαζεύαμε, μέχρι τη στιγμή που το μάθημα πήρε φωτιά.

Ήταν η τελευταία ώρα και είχαμε Νέα Ελληνικά με καθηγήτρια μια αναπληρώτρια από την Κύπρο, πιτσιρίκα και στα χρόνια και στην εμφάνιση. «Ιωάννα Ιωάννου», είχε γράψει στον πίνακα όταν μας πρωτοσυστήθηκε λίγο καιρό νωρίτερα, όταν είχε αντικαταστήσει τη ...βασική φιλόλογο που βγήκε αλλαγή, όχι λόγω τραυματισμού, αλλά λόγω εγκυμοσύνης. «Ιωάννα, αλλά με φωνάζουν Άννα», είχε διευκρινίσει, στέλνοντας μήνυμα φιλίας από τη μαρτυρική μεγαλόνησο. Έψαχνε τρόπο να μας πλησιάσει, ήδη τόσο απομακρυσμένη από το σπίτι, τους φίλους και τους συγγενείς της. Κάτι η ντοπιολαλιά που είχε διατηρήσει και της έδινε ένα τραγουδιστό χρώμα στη φωνή, κάτι τα νιάτα και το χαμόγελο, κάτι η -σπάνια- θετική κριτική της Ελένης που έκρινε πως ως φιλόλογος ήξερε περισσότερα από την γκαστρωμένη προκάτοχό της (πάντα πέρναγε ο λόγος της Ελένης), η Άννα - Ιωάννα είχε γίνει ιδιαίτερα συμπαθής και αναλογικά ήταν η καθηγήτρια που αντιμετώπιζε τα λιγότερα προβλήματα από την εκρηκτική εφηβεία μας. Μέχρι εκείνη τη μέρα...

Το κείμενο που διάβασε είχε αναφορές στον εμφύλιο και έκρινε σκόπιμο να ρωτήσει «ποιος ξέρει να μου πει τι ήταν ο εμφύλιος;». Τότε συνέβη κάτι πραγματικό σπάνιο. Ο Πατούσας άφησε το ντεπόζιτο της μοτοσικλέτας μισοτελειωμένο με ένα «υαμ» να κρέμεται χωρίς το «αηα», και σήκωσε το χέριαποφασισμένος να απαντήσει. Είχα να δω τέτοια κίνηση από την πρώτη Δημοτικού. Μείναμε με ανοικτό το στόμα. Μέχρι και η Ελένη θαύμασε την αποφασιστικότητά του, η οποία επίσης την προηγούμενη φορά που θαύμασε άνθρωπο πρέπει να ήταν στην πρώτη Δημοτικού. Ίσως και τότε να είχε θαυμάσει το σθένος του Πατούσα σε ερώτηση «πόσο κάνει ένα κι ένα;»...

«Εμφύλιος δεν έγινε ποτέ. Έτσι τον λέγανε οι αριστεροί. Συμμοριτοπόλεμος λεγόταν και μου τα είχε πει ο παππούς μου, που κυνήγαγε τους κουμουνισταράδες στα βουνά, επειδή είχανε πάρει την αδερφή του και την είχαν στείλει στη Ρωσία να κόβει παγάκια», είπε ο …ενημερωμένος -από τον παππού του- Πατούσας, ο οποίος είχε μπερδέψει τη Ρωσία με τη Ρουμανία και τα ...παγάκια με την κονσερβοποιία (πρώτα) και την αυτοκινητοβιομηχανία Ντάτσια (στη συνέχεια), στις οποίες είχε εργαστεί η αδερφή του παππού του πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, βάβω πια, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.

Ο ορισμός του Πατούσα έκανε έξαλλο τον Δεμπασκαλά, ο οποίος ήταν ο Κνίτης της τάξης και δεν άφησε την πρόκληση να πέσει κάτω. Αφού ξεκαθάρισε πρώτα στον Πατούσα πως «δεν πας καλά», ο Δεμπασκαλάς ανέπτυξε ένα κομμουνιστικό μανιφέστο, με το οποίο βρήκε απρόσμενο σύμμαχο στην Άννα, που διόρθωσε τον Πατούσα στον περί «εμφυλίου - συμμοριτοπόλεμου» ορισμό του, προκαλώντας αναστάτωση και έντονο φραστικό επεισόδιο. Άλλοι -οι πιο πολλοί- συντάχθηκαν με τον Πατούσα, άλλοι -καναδυοτρείς- με τον Δεμπασκαλά και την Άννα που βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, ωστόσο οι τελευταίοι σε περίπτωση ...σύρραξης δεν θα χρειάζονταν κονσερβοκούτια για να επικρατήσουν, καθώς το μέρος τους είχε πάρει ο Πέτρος. Ο μαντράχαλος βγήκε -δύσκολα- μέσα(!) από το θρανίο, έβαλε μια φωνή και η τάξη αποκαταστάθηκε, ενώ το κουδούνι που χτύπησε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έφερε ειρήνη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.

Αποχωρώντας, ο Φώτης προσπαθούσε να ηρεμήσει τον Πατούσα κι εγώ τον Δεμπασκαλά, ενώ ο Πέτρος έμεινε να πει δυο λόγια με την Άννα - Ιωάννα. Μόνο που τα δυο έγιναν τέσσερα, αφού οι δυο τους συνέχισαν να συζητούν προχωρώντας προς τη στάση (η Άννα έμενε στα Γιάννενα), με αποτέλεσμα η ένταση της δικής μας τετράδας να δώσει τη θέση της στην περιέργεια για όσα μπορεί να έλεγαν τόση ώρα ο Πέτρος με την καθηγήτριά μας. Φυσικά, περιμέναμε να περάσει το λεωφορείο, ώστε να αναχωρήσει η Άννα και να ανακρίνουμε με την ησυχία μας τον Πέτρο, ωστόσο οι εκπλήξεις συνέχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Πέτρος μπήκε μαζί της στο λεωφορείο. Το απόγευμα που μαζευτήκαμε όλοι στον καφενέ του Μπάφα (όπου σερβίριζε ο Δεμπασκαλάς) για τον καφέ της συμφιλίωσης, επίσης δεν έδωσε παρουσία, ενώ και το βράδυ που πήραμε τηλέφωνο στο σπίτι του στον πάνω μαχαλά, η μάνα του μας είπε πως δεν είχε γυρίσει ακόμα. Η αλήθεια είναι πως ανησυχήσαμε, ωστόσο η φωνή της μάνας του Πέτρου δεν μου είχε φανεί γυναίκας που ανησυχεί. Βέβαια, 20 χρονών ήταν ο Πέτρος, άντρας σωστός, του είχε εμπιστοσύνη, αλλά εμάς ήταν συμμαθητής μας και τον μετράγαμε με τα δικά μας μέτρα και τις ανησυχίες των δικών μας γονιών, καθώς αν είχα εξαφανιστεί τόσες ώρες χωρίς να δώσω σημεία ζωής, η μάνα μου θα έπιανε το ρεφρέν «θα με πεθάνει αυτό το παιδί, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν...), ενώ ο πατέρας του Φώτη, ο Σαυρογιώργης, θα έλυνε τη ζωστήρα και θα τον περίμενε έξω από το σπίτι μέχρι να γυρίσει.

Ο Πέτρος εμφανίστηκε το άλλο πρωί στο σχολείο. Κατέβηκε από το λεωφορείο, μαζί με την Άννα. Είχε διανυκτερεύσει σπίτι της. Λίγο καιρό μετά, όταν εκείνη πήρε μετάθεση (για τη Ρόδο) και το σύντομο ειδύλλιο έληξε με πόνο και με δάκρυα, άρχισαν οι καλοκαιρινές ανακρίσεις στο ποτάμι, μετά την κατανάλωση άφθονης -για τα δεδομένα μας- ποσότητας τσίπουρου. Ο Φώτης είχε σκαλώσει και ρωτούσε αν το έκαναν από το πρώτο βράδυ και ...«πώς τον είχε στον σκαντζόχοιρο;», ωστόσο ο Πέτρος, ερωτευμένος ακόμα με μια φωτογραφία που φύλαγε πάντα στο πορτοφόλι που κουβαλούσε στην κωλότσεπη, δεν ήταν έτοιμος να αρχίσει τις εκμυστηρεύσεις. Το έκανε μερικούς μήνες αργότερα στο καμαράκι - πρώην αποθήκη που μαζευόμασταν στο σπίτι μου, γύρω από τη φουντωμένη μασίνα γιατί είχε χειμωνιάσει για τα καλά. Μόλις του ήρθε το χαρτί να πάει φαντάρος, πήγε ένα σύντομο ταξίδι στη Ρόδο και βρήκε εκεί την Άννα ζευγαρωμένη με έναν άλλο καθηγητή. Όταν γύρισε, λίγο καιρό πριν παρουσιαστεί, μας αποκάλυψε πως, ναι, είχαν ολοκληρώσει από εκείνο το βράδυ, αλλά πως αυτό δεν ήταν το πρώτο που είχαν συναντηθεί κρυφά στα Γιάννενα. Και τάισε την περιέργεια του Φώτη με σκουλήκι στο αγκίστρι, απαντώντας πως «η Άννα δεν είχε σκαντζόχοιρο»!

Ο Φώτης τον είπε «παραμυθά» και αναρωτήθηκε «πώς γίνεται να μην έχει σκαντζόχοιρο;» αφού το σκουλήκι τον τρύγαγε για τα καλά και το αγκίστρι δεν τον άφηνε να ξεκολλήσει. Ο Δεμπασκαλάς του είπε «δεν πας καλά» κι εγώ άνοιξα το κομοδίνο που φύλαγα κάμποσα περιοδικά και κασέτες που είχα μαζέψει από το δωμάτιο του μακαρίτη του Πατούσα, λίγες μέρες μετά τα σαράντα του. Σε ένα από τα περιοδικά, τις «Στενές Σχέσεις», το οποίο φιλοξενούσε ...σεξουαλικά φωτορομάντζα, ο μακαρίτης είχε ανακαλύψει πρώτος ότι υπάρχουν γυναίκες χωρίς σκαντζόχοιρο. Το έδειξα πρώτα στον Πέτρο, είπε «ναι, κάπως έτσι» κι ο Φώτης έμεινε με ανοικτό το στόμα, βουτώντας το περιοδικό απ΄ τα χέρια μας. Μετά βούτηξε και όλα τα άλλα από το κομοδίνο. Το «Σκάνδαλο», το «Διάβασέ με», τις «Εμπειρίες», το «Αθήνα - Λας Βέγκας», κάμποσα «Σωφεράκια» και «Ταρατατά» και άλλα πολλά. Είχε καλή συλλογή ο μακαρίτης...

Μέχρι να ξεχάσω πόσο στενές ήταν τότε οι σχέσεις σ΄ αυτή την παλιοπαρέα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.