Μια σόμπα «κουκουνάρα» και πολλές ...άρες, μάρες, κουκουνάρες!

Μια σόμπα «κουκουνάρα» και πολλές ...άρες, μάρες, κουκουνάρες!

Μετά από μερικές εβδομάδες απουσίας λόγω ...ανωτάτης βίας, ο Μίλτος ο Νταλικέρης επιστρέφει στον Κλόουν με τις ρετρό ιστορίες του. Καλή διασκέδαση, καλό ταξίδι με τη χρονομηχανή του...

Έκανε κρύο κι έριχνε ένα ψιλόβροχο, που μπορούσες να το πεις και χιονόνερο. Ο Μαστρομανέλος είχε κατεβάσει τα ρολά από το γκαράζι, αλλά περιέργως ήταν μέσα κι όχι στον καφενέ του Μπάφα όπου συνήθως έπινε τα τσίπουρά του μπροστά στο τζάκι. Όταν ο Μαστρομανέλος καθόταν στο συνεργείο, συνήθως δεν είχε δουλειά. Είχε σεκλέτια. Ο Πέτρος της Κουφής πέρασε απέξω βιαστικός απέξω παρέα με τον βαφτιστήρα του, τον Πέτρο τον Αρμένη, γνωστό και ως Μορφονιό. Μόλις είδε φως πίσω από τα ρολά, φρέναρε απότομα. Φρέναρε κι ο Μορφονιός μαζί του. Ο Πέτρος της Κουφής ήταν ο καλύτερος φίλος του Μαστρομανέλου κι ο Μαστρομανέλος ήταν ο καλύτερος φίλος του Πέτρου της Κουφής. Όταν δεν ήταν τσακωμένοι, κάτι που συνέβαινε δυο-τρεις φορές το χρόνο και κρατούσε ...δυο-τρεις μήνες. Εκείνη τη μέρα αγαπιόντουσαν. Η πιο σωστή διατύπωση, βέβαια, θα ήταν «μέχρι εκείνη τη μέρα αγαπιόντουσαν»!

Μόλις ο μεγάλος Πέτρος (όχι της Ρωσίας - άλλος) φρέναρε και είδε το φως, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι δυο Πέτροι κάνανε μαζί τον κύκλο και μπήκανε στο γκαράζι από το πίσω πορτάκι που είχε ανοίξει ο Μαστρομανέλος, για «έξοδο κινδύνου», όπως έλεγε ο ίδιος. Όλοι ξέραμε πως δεν ήταν έτσι. Πίσω από το γκαράζι ξεκίναγαν τα ...απέραντα λιβάδια της Πολυξένης, της νεότατης (15-20 χρόνια μικρότερης από τον ίδιο) γυναίκας του Μαστρομανέλου, που καλλιεργούσε λουλούδια, με τα οποία εφοδίαζε τα μπουζουξίδικα της περιοχής και τον νεκροθάφτη τον Μακιγιέ (έτσι τον κορόιδευαν επειδή καθόταν κι έβαφε τους πεθαμένους και μετά περηφανευόταν «κοίτα βάψιμο που του έκανα του μακαρίτη, μακιγιές έχω γίνει»).

Η Πολυξένη, λοιπόν, βλέποντας πόσο τεμπελχανάς εξελισσόταν με τα χρόνια ο Μαστρομανέλος, έγινε η ίδια επιχειρηματίας και απαίτησε από τον άντρα της να ανοίξει το πορτάκι στον τοίχο του γκαράζ προς τους κήπους της, ώστε να μπορεί να αποθηκεύει εκεί λιπάσματα, φυτοφάρμακα και εργαλεία. Έτσι, σε βάθος χρόνου το γκαράζι είχε γίνει αποθήκη, αλλά αυτό μάλλον δεν στενοχωρούσε ιδιαίτερα τον άντρα του σπιτιού, αρκεί η Πολυξένη να υποκρινόταν ότι υποτάσσεται στις προσταγές του κύρη της: «Πολυξένη, άμα μου ξαναγεμίσεις το μαγαζί λιπάσματα, θα πάρω τάβλα βρεγμένη. Είπα», έλεγε ο μάστορας, η Πολυξένη υποσχόταν πως δεν θα ξαναγέμιζε το μαγαζί λιπάσματα και την επομένη παράγγελνε τα διπλάσια σακιά από την προηγούμενη φορά.

Οι δυο Πέτροι μπήκαν στο γκαράζι και βρήκαν τον Μαστρομανέλο αγκαλιά με μια σόμπα κουκουνάρα κι ένα μπουκάλι κονιάκ. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν έπινε για να ζεσταθεί ή αν ζεσταινόταν για να πιει. «Τι κάνεις εδώ, ρε; Γιατί δεν είσαι στον καφενέ;», τον ρώτησε ο Πέτρος της Κουφής, λες και αυτό ήταν το φυσιολογικό. Αντί να ρωτάνε έναν επαγγελματία γιατί δεν είναι στο μαγαζί του και μπεκροπίνει στον καφενέ, τον ρώταγαν γιατί άφησε τον καφενέ και ξόδευε ...άσκοπα το χρόνο του στο μαγαζί. Το μόνο που δεν άλλαζε και στις δύο περιπτώσεις, ήταν ότι ο Μαστρομανέλος, είτε βρισκόταν στον καφενέ είτε στο γκαράζι, μπεκρόπινε!

«Κάτσε», του είπε ο Μαστρομανέλος. «Έχουμε να πάμε σε μια δουλειά», του απάντησε ο μεγάλος Πέτρος. «Κάτσε. Είπα», πρόσταξε ο Μαστρομανέλος και οι Πέτροι κάθισαν. «Δεν παίζει και το ρημάδι», γκρίνιαξε ο μάστορας, δείχνοντας προς ένα παλιό ραδιοκασετόφωνο αυτοκινήτου που είχε συνδέσει με μια μπαταρία από φορτηγό και δυο τεράστια κρεμαστά ηχεία. «Τίποτα δεν δουλεύει σωστά». Ο μεγάλος Πέτρος έγνεψε στον μικρό να κανονίσει να βρει κασετόφωνο και είπε στον Μαστρομανέλο πως «αυτό λύνεται. Πες κι αυτό που δεν λύνεται».

Μέχρι να το πει ο Μαστρομανέλος, ο Μορφονιός με είχε πάρει τηλέφωνο, εγώ άλλο που δεν ήθελα, φορτώθηκα το αρχαίο «Σάνυο» και τον φίλο μου τον Φώτη και τραβήξαμε κατά το συνεργείο. Για να μας πάρουν τηλέφωνο στις τέσσερις το απόγευμα να κουβαλήσουμε κασετόφωνο στο γκαράζι, προμηνυόταν γλέντι. Αμ δε...

Φωνάξαμε και τον Δεμπασκαλά που είχε ρεπό από τον καφενέ και εμφανιστήκαμε οι τρεις σωματοφύλακες στο γκαράζι, με Ντ΄Αρτανιάν το «Σάνυο». «Τι γυρεύουν όλοι αυτοί εδώ, ρε Πέτρο;», γύρισε ο Μαστρομανέλος στον Πέτρο της Κουφής μόλις μπουκάραμε στο μαγαζί. «Εγώ κασετόφωνο παράγγειλα, αλλά φαίνεται πως ήταν βαρύ και το κουβάλησαν τρεις». Μετά τις ...ευχές του Μαστρομανέλου να μας κουβαλήσουν τέσσερις (με τον κίνδυνο να μας βάψει τραβεστί ο Μακιγιές), ενημερωθήκαμε γιατί ο μάστορας είχε βάλει πλερέζες.

Η Πολυξένη είχε αποφασίσει να επεκτείνει την επιχείρηση και είχε φύγει για μερικές μέρες στη Σαλονίκη, όπου ένας δευτεροξάδερφός της θα τη γνώριζε με ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων για να τους προμηθεύει γαρύφαλλα. «Και τι στενοχωριέσαι; Πιο πολλή δουλειά, πιο πολλά λεφτά», του είπε ο Πέτρος της Κουφής, αλλά για τον Μαστρομανέλο το φευγιό της Πολυξένης είχε σημειολογική υπόσταση. «Πρώτη φορά φεύγει από το σπίτι, Πέτρο. Πρώτη φορά πλάγιασα μοναχός», είπε το παράπονό του ο Μαστρομανέλος. Τότε ο Πέτρος της Κουφής, εκτιμώντας λανθασμένα την κατάσταση, αποφάσισε να το ρίξει στον χαβαλέ, για να του ανεβάσει την ψυχολογία. «Γι΄ αυτό, ρε, έχεις πάρει αγκαλιά την κουκουνάρα; Ρε, μπας και τη γέμισες ...τρύπες επειδή στην κοπάνησε η Πολυξένη;».

«Πετράκη, δεν παίρνεις τους τέσσερις μ@λ@κες να πάτε τη βόλτα σας;», είπε ο Μαστρομανέλος που με την απαραίτητη βοήθεια του αλκοόλ, άρχισε να παίρνει ανάποδες. Ωστόσο, η ...πληγή είχε αρχίσει να κακοφορμίζει και τα λάθη έρχονταν απανωτά. Μετά τα υπονοούμενα του Πέτρου, ο Φώτης θεώρησε σκόπιμο να βάλει στο «Σάνυο» μια κασέτα του Κοντολάζου που κουβάλαγε μαζί του, κρίνοντας ότι ταίριαζε με την περίσταση: «Μου λείπεις εσύ, μου λείπεις εσύ κι είναι άδεια για μένα η ζωή». «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς.

«Πάλι καλά που δεν έβαλες το "μια γυναίκα φεύγει"», του είπα εγώ, που ήμουν ο κουλτουριάρης της παρέας κι άκουγα και Μπιθικώτση, ενώ ο Μαστρομανέλος μας έριξε ένα άγριο βλέμμα και πρόσταξε τον Φώτη: «Κλείσ΄ το. Είπα». Αφού είπε, ο Φώτης όφειλε να το κλείσει, ωστόσο τα λάθη συνεχίστηκαν. «Μα είναι ωραίο τραγούδι», επέμεινε ο Φώτης, ενώ ο Πέτρος της Κουφής βλέποντας το πράμα να στραβώνει, αντί να μας μαζέψει, έριχνε λάδι στη φωτιά. «Δυνάμωσέ το, ρε Φώτη. Και τι έγινε, ρε, που πήγε η Πολυξένη στη Σαλονίκη; Για δουλειά πήγε. Εκτός κι αν φοβάσαι πως όσο εσύ ανοίγεις τρύπες στην κουκουνάρα, εκείνη αντί να μιλάει για λουλούδια και ποτιστήρια, θα ποτίζεται από κανέναν μουστακαλή».

Τι ήταν να το πει αυτό; Ο Μαστρομανέλος σήκωσε την μπουκάλα με το κονιάκ, τη στράγγιξε με μια μεγάλη γουλιά διαρκείας και την εκσφενδόνισε προς το μέρος του Πέτρου, που έσκυψε γρήγορα και μόλις που κατάφερε να την αποφύγει, πριν την ακούσει να σκάει με κρότο στον τοίχο από πίσω του, σκορπίζοντας γυαλιά στο πάτωμα και στον σβέρκο του. Ένα από αυτά καρφώθηκε με δύναμη πίσω από το αυτί του και προκάλεσε τόση αιμορραγία όση θα δικαιολογούσε ακρωτηριασμός ποδιού μετά από ραντεβού με νάρκη. Μόλις ο Μορφονιός είδε το γυαλί, πλησίασε στοργικά τον νονό του και το τράβηξε ...προσεκτικά με μια απότομη κίνησηααααχχχχ!!!»), φωνάζοντας σε μένα, τον Φώτη και τον Δεμπασκαλά, σε όλους μαζί, να φέρουμε λίγο οινόπνευμα. Ο Φώτης βρήκε πρόχειρο ένα μπουκάλι νέφτι, ενώ εγώ άνοιξα το ντουλαπάκι με το φαρμακείο του συνεργείου, στο οποίο βρισκόταν ένα μπουκάλι τσίπουρο, ένα κονιάκ πέντε αστέρων κι ένα ούζο Σαν Ριβάλ. Ήταν προφανές πως αν ο Μαστρομανέλος έκοβε κανένα δάχτυλο, αντί να το δέσει, θα το τηγάνιζε μεζέ για το τσίπουρο...

Μόλις ο Πέτρος έπιασε τα αίματα και τα είδε στα δάχτυλά του, άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες. Μεταξύ των τελευταίων και τον δαίμονα Μαστρομανέλο. «Γι΄ αυτό, ρε, έφυγε η Πολυξένη. Γιατί το έχεις χαμένο, χαμένε. Η κουκουνάρα σου αξίζει, τέτοιος που είσαι. Είναι προκομμένη η Πολυξένη, θα βρει κανένα παλικάρι στη Σαλονίκη και θα την έχει στα ώπα ώπα», του έφτυσε στα μούτρα μεταξύ άλλων, ενώ ο Μαστρομανέλος, σοκαρισμένος από τα αίματα και πιο πολύ από τα λόγια του Πέτρου, κατάφερε να αρθρώσει μόνο τέσσερις λέξεις: «Πάρτε δρόμο τώρα. Είπα».

Αφού είπε, πήραμε...

Ο Πέτρος της Κουφής, που λίγο έλειψε να μείνει κι αυτός κουφός αν το γυαλί του έκοβε σύρριζα το αυτί, συνέχιζε να βρίζει ενώ εμείς παίρναμε το δρόμο, ωστόσο τι έλεγε ο στόμας του για τον Μαστρομανέλο και την Πολυξένη δεν μπορώ να το γράψω, γιατί η στήλη δεν έχει -ακόμα- σήμανση «αυστηρώς ακατάλληλο». Για την ιστορία, στον Πέτρο έβαλε τέσσερα ράμματα ο Τερζόφ ο οδοντογιατρός (αυτόν είχαμε εύκαιρο, αυτός έβαλε τα ράμματα), η Πολυξένη γύρισε την άλλη μέρα έχοντας κλείσει συμφωνίες με τρία μεγάλα μπουζουξίδικα της Σαλονίκης κι ο Μαστρομανέλος έκτοτε κοιμόταν συχνά μοναχός, αφού η επιχειρηματίας σύζυγός του έφευγε συχνά - πυκνά «για δουλειές», υπακούοντας φυσικά στις προσταγές του άντρα της. Της έλεγε ο Μαστρομανέλος, «Πολυξένη, αύριο θά ΄σαι πίσω. Είπα», εκείνη υποσχόταν «θα προσπαθήσω να τελειώσω γρήγορα και να γυρίσω κι απόψε ακόμα» και επέστρεφε μετά από μια βδομάδα!

Ο Μαστρομανέλος κι ο Πέτρος της Κουφής ξαναμίλησαν, όπως πάντα, μετά από 2-3 μήνες. Το «Σάνυο» το έχω ακόμα...

Μέχρι να θυμηθώ αν τις κουκουνάρες της λέγανε από τότε «σόμπες αλογόνου» ή αν η έκφραση «σόμπα αλογόμυγας» που ξεφούρνισε κάποια στιγμή ο Φώτης είναι μεταγενέστερη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.