Μια επική απεργία μιας άλλης εποχής!

Μια επική απεργία μιας άλλης εποχής!

Η μηχανή του χρόνου μάς μεταφέρει και πάλι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και –πού αλλού;– στη γειτονιά μας, την παραμονή μεγάλης πανελλαδικής απεργίας, στην οποία «όφειλαν» να συμμετάσχουν όλοι.

Η αλήθεια είναι πως κοντά 30 χρόνια μετά δεν θυμάμαι τους λόγους εκείνης της απεργίας, ωστόσο θυμάμαι πολύ καλά πως είχαν κληθεί να συμμετάσχουν σε αυτήν όλοι οι μισθωτοί δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες-ιδιοκτήτες καταστημάτων ή κάτοχοι τεχνών. Στόχος ήταν να παραλύσει το κράτος, προφανώς γιατί τότε νόμιζαν πως το κράτος είχε στόχο να παραλύσει εμάς, χωρίς να φαντάζονται πως ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα θα είχαν ανακαλυφθεί ακόμα πιο αποτελεσματικές μέθοδοι...

Τέλος πάντων, κηρύχθηκε τότε η πανελλαδική απεργία και ο Γιωργομάκος ο δήμαρχος, που ήταν κόντρα στην κυβέρνηση, βγήκε να ενημερώσει ο ίδιος τους καταστηματάρχες ότι πρέπει να απεργήσουν και τους τρομοκρατούσε παράλληλα με άγνωστες απειλές, του τύπου «μην κάνεις καμιά βλακεία και το ανοίξεις το μαγαζί, γιατί θα σου κάνουν ζημιά. Δεν τους ξέρεις καλά αυτούς».

Αυτός μάλλον τους ήξερε...

Το ξημέρωμα της απεργίας, η γειτονιά μύριζε ζεστό ψωμάκι, όπως κάθε μέρα. Ο κυρ-Λάζαρος ο φούρναρης, παρότι στον καφενέ διαλαλούσε πως «ο Αντρέας είναι ο αδερφός του Οξαποδώ», αποφάσισε να εργαστεί, όχι φυσικά για να στηρίξει την κυβέρνηση αλλά για να μη χάσει το μεροκάματο, επειδή του είχε μείνει γιαπί ένα δωμάτιο από τον 3ο όροφο της 4ης πολυκατοικίας που είχε σηκώσει την τελευταία πενταετία.

Έψηνε ο κυρ-Λάζαρος, ψηνόταν απέναντι ο κυρ-Στάμος ο μπακάλης, που ήταν κλειδωμένος μέσα στο μαγαζί του από τα χαράματα. Δεν το άνοιγε, όχι φυσικά για να στηρίξει την κυβέρνηση, αλλά γιατί φοβόταν αυτούς που δεν ήξερε και τους ήξερε ο δήμαρχος.

Ο κυρ-Στάμος συμφωνούσε με τον κυρ-Λάζαρο στα περί Αντρέα που ήταν «αδερφός του Οξαποδώ», ωστόσο ήταν και το μοναδικό στο οποίο συμφωνούσαν, όχι επειδή ο ένας ήταν δεξιός κι ο άλλος αριστερός, αλλά επειδή δεν μιλιόντουσαν για επαγγελματικούς λόγους. Του κυρ-Στάμου του είχε στοιχίσει πολύ που ο φούρναρης είχε βάλει στο μαγαζί είδη μπακαλικής, μπίρες, μαλαματίνες, γκαζόζες και την περίφημη γιαούρτη Νούσια, ενώ του κυρ-Λάζαρου του είχε κακοφανεί που ο μπακάλης «απάντησε» με χωριάτικο ψωμί από άλλο χωριό, κουλουράκια και τυρόπιτες.

Καθόταν ο μπακάλης, λοιπόν, απέξω από τον καφενέ (ο Μπάφας τον είχε βαστήξει κλειστό κι ο Δεμπασκαλάς είχε μουτρώσει που έχανε το μεροκάματο) κι έκανε παράπονα του Μαστρομανέλου που επίσης δεν είχε ανοίξει το γκαράζι (αυτός μπορεί και να το είχε κλειστό από συνήθεια κι όχι από απεργία, γιατί σπάνια τον άφηνε το πιοτί να το ανοίξει): «Ρε συ Μαστρομανέλο, με έχει φέρει μέχρις εδώ αυτός ο Λάζαρος που κακό χρόνο να ’χει. Μου ’ρχεται να δώσω μια στην πόρτα και να του πω εγώ...»!

Δεν του είπε...

Επειδή δεν του μίλαγε...

Η προσπάθεια του Μαστρομανέλου να τον ηρεμήσει δεν έπιασε τόπο, καθώς η δικαιολογία «να, κι εγώ κλειστό το έχω το γκαράζι», εξόργισε περισσότερο τον μπακάλη: «Άμα άνοιγα εγώ το μπακάλικο κάθε φορά που ανοίγεις εσύ το γκαράζι, θα είχε πεινάσει όλη η γειτονιά».

Και τότε εμφανίστηκε η Δωροθέα η Ζαβή, σε ένα έργο... Ντε-Ζαβή, που δηλαδή το είχαμε ξαναδεί. Πώς και πώς περιμέναμε την αντίδρασή της απέναντι στην απεργία του κυρ-Στάμου και στήσαμε αφτί καθισμένοι στο διπλανό τραπέζι από αυτό που καθόταν εκείνος με τον Μαστρομανέλο. «Έλα να μου δώσεις ένα τέταρτο φέτα και ξαναπεργείς μετά»! Η αρνητική στάση του κυρ-Στάμου έβγαλε τη Ζαβή –μεταφορικά– από τα ρούχα της (πάλι καλά που δεν την έβγαλε κυριολεκτικά, γιατί δεν θα είχαμε ξαναφάει κρέας από τότε).

Στην αρχή η Ζαβή ξεκίνησε να λέει στον μπακάλη πως «δεν είναι σωστά πράματα αυτά, να αφήνεις τον κοσμάκη να πεινάει», μετά έπιασε τις γαλιφιές «βάλε μου λίγη φέτα, να έχεις χίλια καλά», μετά τις κατάρες «από το Θεό να τό βρεις» και μετά έχασε τόσο πολύ τον έλεγχο, που έφτασε σε σημείο να εκθειάζει τον Αντρέα, εκείνη που είχε τη φωτογραφία του βασιλιά πάνω από την παλιά σερβάντα.

Με τα πολλά κι επειδή δεν ήθελε και πολύ, ο κυρ-Στάμος το άνοιξε το μπακάλικο. Και πριν προλάβει να βγει από το μαγαζί η Δωροθέα η Ζαβή με τη φέτα, ακούστηκε πάταγος από τζάμια που έσπαζαν κι έσκαγαν με κρότο στο πλακόστρωτο. Κάποιοι από αυτούς που δεν τους ήξερε, είχαν ρίξει μια κοτρόνα στην τζαμαρία του μπακάλικου και το είχαν κάνει καλοκαιρινό.

Με τον ανοικτό φούρνο του κυρ-Λάζαρου δεν ασχολήθηκαν...

Πήγε να τρελαθεί ο κυρ-Στάμος. Κοίταγε απέναντι τον φούρνο τσίλικο, να μοσκοβολάει ψωμάκι, γύρναγε πίσω του κι ήβλεπε το δικό του μαγαζί ζαβό, με τη Ζαβή καθισμένη σε μια καρέκλα, να σταυροκοπιέται και να φωνάζει «από θαύμα γλιτώσαμε, μας έσωσε ο Άη Γιώργης o καβαλάρης, μεγάλη η χάρη του».

Απορώ πώς είναι δυνατόν ο κυρ-Στάμος να γλίτωσε εκείνη την ημέρα τη συμφόρηση και του πήγε τελικά το στόμα στ’ αφτί μερικά χρόνια αργότερα, ενώ είχε ήδη βγει σε σύνταξη. Ήρθε ο Ενωμοτάρχης, ήρθαν και κάτι άλλοι χωροφυλάκοι, «τους είδες;» ρώτησαν τον κυρ-Στάμο, «μια κούρσα ήταν κι έγιναν καπνός», απάντησε εκείνος κι αρχίσαμε να ψάχνουμε την «κούρσα».

«Ένα Φιατάκι ήταν», είπε ο κυρ-Λάζαρος, αλλά αυτόν δεν τον πίστευε κανένας, γιατί πιο πιθανό ήταν να καταδώσει τον Κολοκοτρώνη που είχε πάνω το λατρεμένο του πεντοχίλιαρο, παρά να καρφώσει εκείνους που γκρέμισαν τη βιτρίνα του μπακάλη.

«Αποκλείεται να ήταν Φιατάκι. Θα τους έπιανε αν έτρεχε με τα πόδια», είπε ο Βαγγέλης ο Πατούσας, ο οποίος πάντως αποκλείεται να τους έπιανε επειδή είχε πλατυποδία. «Μεγάλη κούρσα ήταν. Άσπρη. Σαν Μερσεντές. Ναι, Μερσεντές. Είπα», είπε ο Μαστρομανέλος, που αποκλείεται να είχε δει από τον καφενέ όπου καθόταν ως το μπακάλικο, που ήταν σχεδόν πενήντα μέτρα πιο κάτω, επειδή από τις ηλεκτροσυγκολλήσεις τόσα χρόνια στο γκαράζι, δεν ήβλεπε ούτε αν η ρετσίνα ήταν Μαλαματίνα ή Κουρτάκη.

«Ούτε Φιατάκι ήταν ούτε Μερσεντές. Το ’να δεν έχει άλογα, τ’ άλλο δεν έχει... ρεπρίζ για να την κοπανήσουν. Ντάτσουν θα ήταν», είπε ο Φώτης, που ούτε ήξερε ποτέ από αμάξια ούτε έμαθε ποτέ να οδηγεί. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς, που ήξερε από αμάξια και είχε δει όλο το σκηνικό. «Δυο ζούδια με ένα παπάκι ήταν», είπε και κάποιοι καλοθελητές άρχισαν να τα συνδυάζουν και είπαν πως είχαν δει ένα άγνωστο παπάκι έξω από το δημαρχείο την προηγούμενη μέρα...

Πήρε τότε ο κυρ-Στάμος μια τάβλα που βρήκε πρόχειρη και τράβηξε κατά το δημαρχείο, «να δώσω μια στην πόρτα και να του πω εγώ του Γιωργομάκου».

Δεν του είπε...

Ο Γιωργομάκος δεν ήταν εκεί γιατί είχε πάει σε μια σύσκεψη δημογερόντων για την απεργία. Μπροστά όμως στο ενδεχόμενο... να του πει ο κυρ-Στάμος για αυτούς που ήξερε καλά, έστειλε το ίδιο απόγευμα ένα άλλο παπάκι με δυο τζαμάδες, να πάρουν μέτρα της τζαμαρίας και να την πληρώσει ο δήμος, ως «φθορά δημόσιας περιουσίας».

Τότε σκύλιασε ο κυρ-Λάζαρος ο φούρναρης. «Άμα είναι έτσι, να τη ρίξω μοναχός μου την τζαμαρία, να φτιάξω καινούργια βιτρίνα», έλεγε και άφηνε υπονοούμενα ότι ο κυρ-Στάμος τα είχε κάνει πλακάκια με τον Γιωργομάκο για να του κλείσουν το μαγαζί, βγάζοντας το… απόλυτο συμπέρασμα. «Ο ένας λένε πως έστειλε παπάκι κι ο άλλος έλεγε πως είδε κούρσα. Ρε δεξιός και καλός γίνεται;»

Μέχρι να ξεχάσω αυτήν την... Ντε-Ζαβή απεργία, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.