Μάθε και προφυλάξου! Και μετά ...φυλάξου!

Μάθε και προφυλάξου! Και μετά ...φυλάξου!

Ήταν αρχές της δεκαετίας του ΄90, καλοκαιράκι και η παλιοπαρέα των έιτις που πλέον είχε ενηλικιωθεί, χάζευε ως συνήθως κάτω από τον πλάτανο, στον καφενέ του Μπάφα. Εποχή αγνότητας δεν την έλεγες, ωστόσο σε πολλά πράγματα ήμασταν πίσω. Ή και μπροστά. Όπως το πάρει κανείς, αν βάλει στη ζυγαριά αυτά που μας έχει προσφέρει κι εκείνα που μας έχει αφαιρέσει η εξέλιξη διαφόρων τεχνολογιών στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Εκείνο που μάλλον δεν είχε ανακαλυφθεί τότε -ή δεν το είχαμε ανακαλύψει εμείς, τα χαϊβάνια της γνωστής παλιοπαρέας- ήταν τα ...τρέντι προφυλακτικά. Εντάξει, χρωματιστά υπήρχαν, ενώ πιθανότατα (αν δεν με γελά η μνήμη μου) είχαν βγει στο εμπόριο αυτά με τις διάφορες γεύσεις, τα οποία έχω την υποψία ότι είχαν τη βάση τους στην προτροπή των μαμάδων προς τα κοριτσάκια τους: «Μην παίρνεις καραμέλες από αγνώστους». Οπότε, κάθε άτακτο κοριτσάκι έπαιρνε πρώτα -για ορεκτικό- την καραμελίτσα του με γεύση μπανάνας ή φράουλας και μετά έπαιρνε και την ...τουλούμπα. Τέλος πάντων, χρωματιστά προφυλακτικά είχαμε, από τα άλλα με τις γεύσεις μάλλον είχαμε, όμως προφυλακτικά που φωσφορίζουν δεν είχαμε. Ή, έτσι νομίζαμε...

Γιατί όπου γάμος (με τη βιβλική έννοια του όρου) και χαρά (με την κυριολεκτική έννοια του όρου), ο Φώτης ήταν πρώτος. Και ήταν αυτός που εκείνο το βράδυ κουβαλούσε μια χαρτοσακούλα μαναβικής. Την προηγούμενη φορά που τον είχαμε δει με μια τέτοια χαρτοσακούλα, το περιεχόμενό της ήταν ένα κλεμμένο ραδιοκασετόφωνο αυτοκινήτου και το αποτέλεσμα αμέτρητες φάπες από τον Πέτρο τον Αρμένη. «Ελπίζω εκεί μέσα να έχεις κρεμμύδια γιατί βαριέμαι να σε δείρω», του είπε τώρα ο Πέτρος, μόλις τον είδε με τη χαρτοσακούλα, το ύποπτο ύφος και το πονηρό του χαμόγελο. «Όχι και κρεμμύδια, ρε κολλητέ. Μπανάνες έχω», είπε και έσκασε στα γέλια. Όταν μας αποκάλυψε το περιεχόμενο της χαρτοσακούλας, γελάσαμε κι εμείς αφού πρώτα μείναμε με ανοικτό το στόμα και μετά ρωτήσαμε με μια φωνή «τι είναι αυτά;». Ήταν προφυλακτικά. Αλλά τι προφυλακτικά;

Τρία όλα κι όλα, το καθένα στη δική του θήκη, λες κι επρόκειτο για κοσμήματα. Κι εδώ που τα λέμε, κοσμήματα ήταν, εμπνευσμένα από το πιο πειραγμένο μυαλό κάποιας εταιρίας λάτεξ. Οι θήκες ήταν από διαφανές πλαστικό και θολωτές, ώστε να εκθέτουν τα προφυλακτικά με μεγαλοπρέπεια στα μάτια των θεατών, σαν να είχαν δημιουργηθεί για να τα θαυμάσουν οι καποτολάγνοι σε κάποιο μουσείο σεξολογίας. Το ακόμα πιο απρόβλεπτο, πέραν του «στησίματος», ήταν τα ίδια τα προφυλακτικά. Διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά με την ίδια «φιλοσοφία». Όλα λευκά κι όλα με χρωματιστό ...καπελάκι. Στην κατάληξή τους, δηλαδή, εκεί που βρίσκεται η φούσκα, ο κατασκευαστής είχε εφαρμόσει κάποια επιπλέον σκουφάκια. Τα θυμάμαι σαν τώρα. Το ένα ήταν κόκκινο και το σχήμα του σαν ...πιρούνι! Το δεύτερο ήταν μπλε και η κατάληξή του ήταν δύο ακανόνιστα σχήματα, σαν αστεράκια. Και το τρίτο ήταν πράσινο και θύμιζε το βουρτσάκι του μπάνιου. Το πιγκάλ, ντε...

Σημείωση: μόλις τα βάλαμε κάτω από τη λάμπα, διαπιστώσαμε ότι φωσφόριζαν! Άλλη μια πρωτοπορία του Φώτη! Ενώ τα περιεργαζόμασταν και ρωτούσαμε τον Φώτη ...επί της ουσίας («πού τα βρήκεςκαι άλλα τέτοια κρίσιμα), μας πήρε χαμπάρι ο Μαστρομανέλος, που εκείνη την ώρα έφτανε στον καφενέ. «Τι ΄ν΄ τούτα, ρε χαμένα;», ρώτησε με το τακτ που τον διέκρινε, έπιασε τη μια θήκη, την έφερε κοντά στα μάτια του κι άρχιζε να την κοιτάζει με την απορία που βλέπουν τα μωρά τις κουδουνίστρες. Στα χαχανητά της παρέας απάντησε με το γνώριμο ύφος του ξερόλα: «Τι γελάτε, ρε ζουλάπια; Σάμπως δεν ξέρω ότι είναι ...μπαλόνια που φέγγουν τη νύχτα;». Ήξερε...

Μόνο που η συγκεκριμένη ανακάλυψη, το «μπαλόνι-πυγολαμπίδα», ακόμα περιμένει τον εφευρέτη του...

Βλέποντας τον Μαστρομανέλο με απορημένο ύφος κι εμάς να ξεκαρδιζόμαστε, πλησίασε στην παρέα μας κι ο κολλητός του, ο Πέτρος της Κουφής, που ήταν και νονός του Πέτρου του Αρμένη. «Τι γελάτε, ρε; Αυγά σας καθαρίζουν;», ρώτησε με την πρωτοτυπία που πάντα τον χαρακτήριζε κι έβαλε κι εκείνος τα γέλια μόλις έπιασε στα χέρια του τη θήκη-θώκο του πρωτοφανούς προφυλακτικού και ξανάκουσε την περιγραφή του Μαστρομανέλου για τα «μπαλόνια που φέγγουν». «Καπότες είναι, μάστορα. Καπότες», του είπε κι εκείνος σοβάρεψε, επέμεινε «μπαλόνια που φέγγουν. Είπα» κι αφού «είπε» και η κουβέντα έληξε, έφυγε. Ο Πέτρος της Κουφής, όμως, έμεινε...

Και βούτηξε το ένα από τα τρία προφυλακτικά, το πράσινο με το βουρτσάκι του μπάνιου...

Το επόμενο μεσημέρι, η παλιοπαρέα των έιτις χάζευε ως συνήθως κάτω από τον πλάτανο, στον καφενέ του Μπάφα. Αυτό μπορεί να το ξαναδιαβάσατε προηγουμένως, αλλά αυτό κάναμε, αυτό μαρτυράω. «Γιατί να το κρύψομεν, άλλωστε;», που λέει κι ο ...σιγά μη γράψω το όνομά του. Καθόμασταν, λοιπόν, και φυσικά το θέμα της συζήτησης ήταν τα περίφημα προφυλακτικά του Φώτη και, κυρίως, το ένα, συγκεκριμένο προφυλακτικό που πήρε μαζί του φεύγοντας ο Πέτρος. «Λες να το χρησιμοποιήσει ο νονός σου;», ρωτάγαμε τον Πέτρο τον Αρμένη κι εκείνος κατέβαζε το κεφάλι με την ίδια συστολή που τον διακρίνει ακόμα και σήμερα σε τέτοια θέματα. «Θα της το κάνει βάζο της Κικίτσας», του χωνόταν ο Φώτης, παρά τον κίνδυνο να μαζέψει πάλι τίποτα φάπες από τον μαντράχαλο Πέτρο. «Θα της βγάλει το πουρί με το σκουπάκι του μπάνιου» και άλλα τέτοια διακριτικά τσαμπούναγε μέχρι που είδαμε την Κική, τη γυναίκα του ενός Πέτρου και νονά του άλλου, να κατευθύνεται προς το μέρος μας με βιαστικά, απλωτά βήματα και με τα κατσάρια να παίζουν τουμπελέκι στο πλακόστρωτο.

«Εσύ το το ΄δωσες αυτό το ρημάδι, ρε μ@λ@κισμένο; Με ξέσκισε, ρε χαμένο. Ούτε το ψιλό μου δεν μπορώ να κάνω. Ούτε τα ποδάρια να κλείσω», ούρλιαξε στον βαφτιστήρα της η Κική και ενώ όλοι καταλαβαίναμε ποια την αιτία του ...απλωτού περπατήματός της, εκείνη του έσκασε έναν φούσκο όλο δικό του κι έγινε καπνός βρίζοντας σαν λιμενεργάτης. Ούτε λέξη δεν είχε προλάβει να πει ο δικός μας Πέτρος για τα κατορθώματά του άλλου χάρη στις ανακαλύψεις του Φώτη. Ούτε μια δικαιολογία δεν ξεστόμισε πριν εισπράξει το ξεγυρισμένο σκαμπίλι από τη νονά του. Πρώτα τον πήρε το παράπονο και μετά πήρε εκείνος στο κυνήγι τον Φώτη, που συνέχιζε να τον φορτώνει: «Ο Πέτρος ...μαμεί και η Κική δέρνει»!

«Τώρα θα δεις πως δέρνει ο Πέτρος»!

Μέχρι να ξεχάσει η Κική το βουρτσάκι του μπάνιου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.