Μαλλιά - κουβάρια!

Μαλλιά - κουβάρια!

Μιας και παραδοσιακά στην Ελλάδα μας αρέσει να ασχολούμαστε με «τρίχες», ίσως κι ακριβώς επειδή της στραβής ...χολής αυτές της φταίνε, είπα να θυμηθώ ένα παλιό ...κομμωτήριο!

Από τη ρετρό ιστορία της περασμένης Τρίτης, χρωστάω τη ...συνέχεια. Είχαμε μείνει στον καφενέ του Μπάφα, όπου ο Πέτρος της Κουφής μας είχε κεράσει ήδη δυο ποτά, ενώ εκείνος με τον Μαστρομανέλο είχαν σίγουρα αδειάσει μια μπουκάλα ουίσκι. Τότε, οι δυο ...δημογέροντες (που δεν ήταν και πολύ γέροντες) είχαν όρεξη για νυχτερινή τσάρκα και ο Μαστρομανέλος έριξε την πρόταση: «Ρε σαϊταναρούδια, είστε για τη μεγάλη ζωή;». Ήμασταν...

Παρά το κρύο και την υγρασία, ανεβήκαμε στην καρότσα του αγροτικού του Πέτρου της Κουφής, ο Φώτης, εγώ κι ο Πέτρος ο Αρμένης και φύγαμε για Γιάννενα. Όχι για να ακολουθήσουμε τη «μεγάλη ζωή» του Μαστρομανέλου, αλλά για να ζήσουμε τη δική μας, καθώς ο Φώτης, όπως μας ενημέρωσε στη διαδρομή, είχε μεγαλόπνοα σχέδια: «Σιγά μην πάμε μαζί τους σε καμιά χαμοκέλα. Θα πάμε με το αγροτικό στα Γιάννενα και μετά ...ξέρω εγώ». Αυτός ήξερε. Εμείς δεν ξέραμε τι μας περίμενε...

Όταν φτάσαμε στα Γιάννενα, βάλαμε τον Πέτρο τον Αρμένη να συνεννοηθεί με τον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής, ότι δεν θα ακολουθήσουμε την παρέα τους και να δώσουν ραντεβού για να γυρίσουμε όλοι μαζί. Παρότι ο Μαστρομανέλος ξίνισε τα μούτρα, ο μεγάλος Πέτρος δεν χάλασε το χατίρι του μικρού κι έτσι η ιδιόμορφη παρέα μας χωρίστηκε στα δύο. Οι δυο μεγάλοι κατηφόρισαν σε ένα ευαγές ίδρυμα που κατέβαινες ίσαμε 40 σκαλοπάτια μέχρι να βρεις την κόλαση, ενώ οι μικροί φύγαμε για ...κομμωτήριο. «Τι κομμωτήριο, ρε χαμένε, τέτοια ώρα; Το ΄χεις χαμένο για χαμένο, έτσι;», είπε ο Πέτρος στον Φώτη κι ήταν λες κι άκουγα τον Σαυρογιώργη με τόσα ...χασίματα στην ίδια φράση. «Πάμε και θα με θυμηθείτε», απάντησε με σιγουριά ο Φώτης. Και πήγαμε...

Ήταν στ΄ αλήθεια κομμωτήριο. Με σάλα, καναπέδες, στριφογυριστές πολυθρόνες, καθρέφτες και ...κομμώτριες. Αμέσως θυμηθήκαμε τη σχετική διαφήμιση σαμπουάν με το σλόγκαν «και σου ΄κανε ένα μαλλί», που αποτέλεσε ...πηγή έμπνευσης μιας ολόκληρης γενιάς. Θυμηθείτε τη...

Μια φωτεινή επιγραφή από νέον, γραμμένη στα εγγλέζικα έξω από τη βιτρίνα, ενημέρωνε και για το όνομα της επιχείρησης. Μπορεί το τεράστιο εγγλέζικο «πι» (P) να έμοιαζε απλά μια άσχετη καλλιγραφία μπροστά από τον τίτλο «Αναΐς» (πάλι στα εγγλέζικα - Anais), ωστόσο παρά την παραπομπή στη διάσημη φίρμα της κομμωτικής, αν διάβαζες ενιαίο τον τίτλο, έμπαινες στο νόημα: «Παναής». «Έτσι λένε το αφεντικό. Παναής Σαλαμούρας»! Ένας Παναής Σαλαμούρας είχε ανοίξει ...νυχτερινό κομμωτήριο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Εκτός από εμάς, που σίγουρα δεν πηγαίναμε καλά και που αν είχαμε μαζί μας τον Δεμπασκαλά, θα το έλεγε κιόλας κοιτάζοντας τον Φώτη με εκείνα τα θλιμμένα μάτια: «Δεν πας καλά...».

Όταν μπήκαμε μέσα, μπήκαμε και στο νόημα. Έτσι νομίζαμε, δηλαδή. Οι συγκεκριμένες κομμώτριες δεν πρέπει να είχαν κουρέψει ποτέ ούτε χελωνίτσα. Και τα ελληνικά τους ήταν περιορισμένα. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε με τον Πέτρο πως το κομμωτήριο ήταν ...κάτι άλλο καμουφλαρισμένο, είχαν ήδη εμφανιστεί τρία πράγματα: ένα μπουκάλι Τζόνι (τη μοναξιά σκοτώνει, που λέει κι ο αοιδός), μια πιατέλα ξηροκάρπια και ο ...Παναής Σαλαμούρας.

Σαν βαρέλι με αυτιά ήταν ο Σαλαμούρας. Σβέρκο δεν έβλεπες πουθενά. Μόνο μάγουλα. Δυο μάγουλα με έναν κοντόχοντρο άνθρωπο αποκάτω. Κι ένα γυαλιστερό, σχεδόν ασημί κοστούμι, λες κι ο Παναής ο Σαλαμούρας ετοιμαζόταν να ανέβει στην πίστα. Μας χαιρέτησε δια χειραψίας κι ακόμα θυμάμαι πως όλα του τα δάχτυλα ήταν στολισμένα με βαριά, χρυσά δαχτυλίδια με πέτρες διαφόρων χρωματισμών. Τον Φώτη δεν τον χαιρέτησε δια χειραψίας. Τον αγκάλιασε και τον σύστησε στις «κομμώτριες» ως «η αδερφόζιμ». Βρισκόμασταν σε κατάσταση σοκ, μέχρι που ο Σαλαμούρας αποσύρθηκε στα ενδότερα αφού ψιθύρισε πρώτα κάτι στο αυτί του Φώτη. Όταν ο χρυσοποίκιλτος ιδιοκτήτης έφυγε, ο Φώτης μας έδωσε το φύλλο πορείας: «Παιδιά, εγώ θα πάω λίγο μέσα. Καθίστε εδώ με τα κορίτσια να σας περιποιηθούν, πιείτε τα ποτά σας και τα λέμε...». Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε, γύρισε προς το μέρος μου: «Ρε Μιλτάκο, μήπως σου βρίσκεται κανένα χιλιάρικο;». Μου βρισκόταν...

Τρία χιλιάρικα είχα, αλλά μόλις τα έβγαλα να δώσω το ένα στον Φώτη, έμεινα με ένα πεντακοσάρικο. Από τα παλιά, τα πράσινα, όχι από τα μοβ που είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ο Φώτης βούτηξε τα τρία χιλιάρικα και χάθηκε πίσω από την πόρτα που εξαφανίστηκε πριν λίγο ο Σαλαμούρας. Κι εμείς μείναμε με τις «κομμώτριες». Η μία, μια ξανθιά με μίνι που άφηνε εκτεθειμένες μέχρι και τις σάλπιγγες, ήταν από τη Ρουμανία, ενώ η άλλη, μια πανύψηλη μελαχρινή με μίνι που άφηνε εκτεθειμένους μέχρι και τους πνεύμονες, ήταν από τη Βουλγαρία. Περιέργως, μιλούσαν ίδια γλώσσα. «Ντεν ξέρει», απαντούσαν σε ό,τι τις ρωτούσαμε κι όλο άπλωναν τα χέρια τους, με τα μακριά, κατακόκκινα νύχια. Εμείς ήρθαμε σε δύσκολη θέση. Λες και απειλούμασταν με βιασμό, είχαμε στριμωχτεί ο ένας από τη μια μεριά του καναπέ κι ο άλλος από την άλλη, προσπαθώντας να αποφύγουμε τις επιθέσεις ...φιλίας των δύο οικονομικών μεταναστριών από το πρώην ανατολικό μπλοκ. «Πάμε μέσα;», ρώταγε η μία, «πάμε μέσα;» το ίδιο τροπάρι και η άλλη, μέχρι που ο Πέτρος τους ξεκαθάρισε να πάνε μέσα μόνες τους, «εμείς τον φίλο μας περιμένουμε και θα πάμε στην ευχή της Παναγίας». Είχε αρχίσει να φορτώνει, καθώς την ευχή της Παναγίας ακολούθησαν άλλες ευχές, που διόλου δεν τιμούσαν τη Μεγαλόχαρη.

Μετά από περίπου μια ώρα κι ενώ αρχίσαμε να βάζουμε με το νου μας, ο Πέτρος άρχισε να ρωτά πιεστικά τις δυο οικονομικές μετανάστριες πού είναι ο φίλος μας. «Ντεν ξέρει», απάντησαν με μια φωνή κι αρχίσαμε να βάζουμε με το νου μας. Ήταν δυνατόν να κανονίζει τόση ώρα κάποιο από τα κορίτσια του Σαλαμούρα; Μέσα θα τον έβαζε τον επιχειρηματία. «Κάτι τρέχει», είπα του Πέτρου, «πολλά τρέχουν», απάντησε εκείνος, σηκώθηκε, έδωσε μια στην πόρτα, μπήκε μέσα και τον ακολούθησα. Η πρώτη αίσθηση ήταν η πνιγηρή μυρουδιά μιας κάπνας που δεν κοβόταν ούτε με δυναμίτη. Όταν καταφέραμε να εγκλιματιστούμε, ακολουθήσαμε ένα σκοτεινό διάδρομο, που δεξιά κι αριστερά είχε κάμποσες πόρτες. «Εδώ θέλανε να μας φέρουν», μου ψιθύρισε ο Πέτρος και προχώρησε προς το βάθος του διαδρόμου, όπου ένα αμυδρό φως καδράριζε τη χαραμάδα μιας μισάνοιχτης πόρτας. Την άνοιξε και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα θέαμα που δεν θα μπορούσε κανείς μας να φανταστεί. Αντί να δούμε τον Φώτη ...πορνοστάρ, είδαμε τον Φώτη ελαφροχέρη!

Ο φίλος μας, ο Σαλαμούρας κι άλλα δυο παλικάρια με πλατιά κεφάλια που έμοιαζαν σαν δίδυμοι, ήταν στρωμένοι γύρω από την πράσινη τσόχα. Πάνω στο τραπέζι κάμποσα χιλιάρικα, μπροστά στον Φώτη ακόμα περισσότερα! «Τι κάνεις εδώ, ρε; Έχεις τον πατέρα σου στο νοσοκομείο κι εσύ χαρτοπαίζεις;», έριξε μια ανεξήγητη βόμβα πάνω στο τραπέζι ο Πέτρος κι άρπαξε τον Φώτη από το πίσω μέρος του γιακά. «Σήκω, ρε χαμένε. Φεύγουμε», απαίτησε και δεν σήκωνε κουβέντα, ενώ ο Φώτης πάλευε να χώσει στις τσέπες του τα χιλιάρικα που είχε κερδίσει στην πόκα. Οι δυο δίδυμοι έκαναν μια κίνηση να κρατήσουν τον Φώτη στο τραπέζι, είπαν ότι δεν ήταν σωστό να φύγει «τώρα που χάνουμε», όμως το ύφος και η κορμοστασιά του Πέτρου δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Μάλιστα, ο Σαλαμούρας που έφτανε μέχρι τον αφαλό του φίλου μας, έσπευσε να σβήσει άμεσα τη φωτιά που πήγαινε να ανάψει: «Τι να γίνει, ρε παιδιά; Μια άλλη φορά. Φωτάκη, περαστικά στον μπαμπά. Δεν το ήξερα. Τι έπαθε;»...

«Πιφικίτη», του απάντησε ο Πέτρος, ο οποίος προφανώς αυτό είχε συγκρατήσει από μια επιπεφυκίτιδα που είχε βουλώσει τα μάτια της γιαγιάς του την προηγούμενη εβδομάδα. «Είναι σοβαρό;», ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Σαλαμούρας. «Μη σου τύχει», του είπε με ένα ύφος γεμάτο απόγνωση ο Φώτης, χαιρετιστήκαμε και αποχωρήσαμε. Στο δρόμο προς το ραντεβού με τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής, ο Πέτρος ο Αρμένης σφαλιάριζε τον Φώτη σε τακτά χρονικά διαστήματα, εκείνος προσπαθούσε να μετρήσει τα λεφτά που είχε κερδίσει (πάνω από 30 χιλιάρικα), εγώ προσπαθούσα να τον πείσω να μου δώσει πίσω τα τρία χιλιάρικα που μου είχε βουτήξει νωρίτερα, ενώ και οι τρεις μαζί γελούσαμε τρανταχτά για την απίθανη σύλληψη του Πέτρου και το ...κακό που είχε βρει τον Σαυρογιώργη. «Πώς το είπες; Πιφικίτη;»!!!

Μη σου τύχει...

Μέχρι να βρεθεί το φάρμακο κατά του «πιφικίτη», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.