Η Πρωτοχρονιά που ήθελα να ξεχάσω και μου έμεινε αξέχαστη!

Η Πρωτοχρονιά που ήθελα να ξεχάσω και μου έμεινε αξέχαστη!

Αυτή τη ρετρό ιστορία τη διαβάζετε πρώτη φορά εδώ, στον Κλόουν. Είναι νέας εσοδείας, παρότι θα μας πάει πάλι πολλά χρόνια πίσω, σε μια μουντή Πρωτοχρονιά με απρόβλεπτη εξέλιξη...

Εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς ...δεν θα τη θυμόμουν για κανένα λόγο. Γιατί δεν ήθελα να τη θυμάμαι. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι καν τι καιρό έκανε. Μπορεί να χιόνιζε, μπορεί και όχι. Πάντως, κρύο έκανε, άρα ή χιόνιζε ή είχε χιονίσει.

Ήμουν κουλουριασμένος μέσα στις κουβέρτες, στο κρεβάτι της μικρής αποθηκούλας που είχα μετατρέψει πια σε μόνιμο «σπίτι», στην αυλή του πατρικού. Από το πρωί της παραμονής. Ούτε βγήκα έξω, ούτε ήθελα να δω κανέναν. Μήτε και κάλαντα ν΄ ακούσω. Το είχα ξεκαθαρίσει της μάνας από το πρωί. «Μη μου στείλεις τίποτα μούλικα να μου πουν τα κάλαντα, τάχα για το καλό, γιατί θα είναι για το κακό σου», είπα κι έκλεισα την πόρτα πριν καν προλάβει να αρχίσει να λέει «κοίτα πώς μιλάει στη μάνα του, θα με πεθάνει άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν, αλλά και να ήταν, δεν ήθελα να ξέρω...).

Χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα κι έσπρωχνα την ώρα να περάσει. Να φύγει η χρονιά και να έρθει η άλλη, όχι πως είχα κάτι με την προηγούμενη ή περίμενα κάτι από την επόμενη. Έτσι. Να φύγουν οι ώρες, μπας και φύγει μαζί τους κι η μοναξιά. Όλοι τους είχαν φύγει. Είχαν επιλέξει να με αφήσουν μοναχό. Εκεί στο χωριό. Εγώ εκεί κι αυτοί αλλού. Μέχρι κι ο Δεμπασκαλάς απαρνήθηκε το μεροκάματο στον καφενέ του Μπάφα και πήγε, λέει, διακοπές με την γκόμενα στα χιόνια. Σάμπως εμείς τι είχαμε; Δεν είχαμε χιόνια; Άσπρα, αφράτα κι απάτητα ήτανε τα δικά μας, αλλά αυτός ήθελε τα ξένα. Αυτός που δεν έφευγε ποτέ. Που για να πάρει το μεροκάματο άνοιγε τον καφενέ μονάχος, χωρίς τον Μπάφα, αυγές και μεσάνυχτα, Κυριακές κι αργίες, γιορτές και λύπες.

Κι οι άλλοι είχαν φύγει. Σαν να τους έβλεπα μπροστά μου. Ο Πέτρος ο Αρμένης με τη Μένη είχανε πάει «στην πιο ερωτική πόλη», τη Σαλονίκη, όπως λέγανε. Και, προφανώς, πηδιόσαντε σαν τα κουνέλια λες κι όταν ήταν εδώ κάνανε καμιά άλλη δουλειά. Στη Σαλονίκη ο μαντράχαλος ο Πέτρος με τη μέλλουσα κυρία ...Μαντραχάλου, στο Λονδίνο ο Παππούς, που είχε φύγει για σπουδές και δεν γύρναγε ούτε για τις γιορτές. Και το Λονδίνο δεν το λες κι ερωτικό, έτσι; Άσε που ο Παππούς δεν ήταν κουνέλι κι ήθελε ποιότητα στις σεξουαλικές του συνευρέσεις. «Μια το χρόνο, αλλά καλή», όπως έλεγε, αλλά καμιά φορά ξεχνιόταν, γέρος άνθρωπος και τού ΄φευγε ο χρόνος.

Στη Σαλονίκη ο ένας, στο Λονδίνο ο άλλος, στα χιόνια ο τρίτος, τι έμενε; Η φωτογραφία του μακαρίτη του Πατούσα, που με κοιτούσε από απέναντι στη βιβλιοθήκη χαμογελώντας, από εκείνη τη βραδιά στα μπουζούκια, πριν από χρόνια. Πριν πάει και γίνει κομμάτια κι αυτός μαζί με τη ρημάδα τη μοτοσυκλέτα. Τουλάχιστον του Πατούσα είχα φωτογραφία. Του Φώτη δεν είχα τίποτα. Είχε αρραβωνιαστεί πάλι, δεν θυμάμαι αν ήταν η 6η ή η 37η αρρεβωνιάρα αυτή. Πάντως, ήταν μαζί της κι εκεί θα έμενε. Κάπου στη Ναύπακτο. Ή στο Ναύπλιο. Ή στη Βλαχοκερασά. Τέλος πάντων, σε κάποια πόλη που λεγόταν κάπως έτσι.

Σαλονίκη, Λονδίνο, Χιόνια, Παράδεισος (όχι Αμαρουσίου, ο άλλος), Βλαχοκερασά! Κι ο ψωριάρης χώρια. Μόνος κι έρημος σε μια κοινωνία μερικών χιλιάδων ανθρώπων. Πού μας πάτε μόνους, δυο χιλιάδες άντρες;

Αυτά και άλλα ευχάριστα σκεφτόμουν. Τον Δεμπασκαλά καρφωμένο σε ένα έλατο, σαν καρτούν, με ένα χιονοπέδιλο φορεμένο κι άλλο ένα στα κλαδιά. Τον Πέτρο να κανονίζει τη (σιχα)Μένη για 6η ή 12η φορά μέσα στη μέρα της ερωτικής πόλης και εκείνη να προσποιείται οργασμό. Τον Παππού να ροκανίζει φις εντ τσιπς κάτω από το Μπιγκ Μπεν και να του στέκεται ένα κόκαλο στο λαιμό. Τον Φώτη ...παντρεμένο στη Βλαχοκερασά. Ή τη Ναύπακτο. Αλλά παντρεμένο για τα καλά, με παπά και με κουμπάρο κι ας μην ήμουνα στο γάμο να τον καμαρώσω και να του πετάω κουφέτα - κοτρόνια όπως έκανε εκείνος σε άλλους γάμους. Παντρεμένο κι όχι στρίβειν δια του 13ου ή 72ου αρραβώνος...

Μόνο για τον Πατούσα δεν σκεφτόμουν κανένα κακό, γιατί αυτός το είχε πάθει. Το ένα και μοναδικό κακό, μια και ...κακή.

Φορτωμένος με τρεις κουβέρτες, φάντασμα σκέτο (για να ανάψω τη μασίνα να ζεσταθώ ούτε λόγος - βαριόμουν κι είχα νεύρα λέμε), άνοιξα το ντουλάπι μπας κι είχε ξωμείνει καμιά μπουκάλα ουίσκι. Ή ρούμι. Ή κονιάκ ή τσίπουρο ή ό,τι να ΄ναι αρκεί να ΄ναι αλκοόλ. Βρήκα ένα λικέρ Εολικί με γεύση αγριοκέρασο. Ή αγριογούρουνο. Ή κάτι τέτοιο...

Το στράγγιξα. Με στράγγιξε κι αυτό. Έπεσα σε λήθαργο. Ούτε που θυμάμαι πόσες ώρες πέρασαν. Είχε νυχτώσει. Είχα γλιτώσει τα κάλαντα. Είχα γλιτώσει και τη μέρα. Αλλά δεν είχα γλιτώσει από τις σκέψεις. Από τη μοναξιά. Από τα μέσα μου, που με τη βοήθεια του Εολικί, ήθελαν να βγουν έξω μου...

Πήγα ως τον καμπινέ και τα μέσα ήρθαν έξω. Ξαλάφρωσα και ξαναξάπλωσα. Παρακμή. Στα είκοσι και κάτι, ένιωθα αδειανός απ΄ όλα. Από κέφι, από όρεξη, από φίλους, από ζωή. Κι από Εολικί. Αδειανός. Μια κούκλα (εντάξει, ένας κούκλος) δίχως περιεχόμενο. Σε λήθαργο. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ φθοράς και ...διαφθοράς, μεταξύ μιας χρονιάς και της επόμενης.

Κι ένα τρίξιμο. Στην εξώπορτα. «Ας μην είναι για μένα». Βήματα που πλησίαζαν. Χτύπημα δυνατό. Όχι στην πόρτα. Στο παντζούρι. Μόνο δύο μου χτυπούσαν το παντζούρι. Ο Μαστρομανέλος κι ο Φώτης. Ο Μαστρομανέλος είχε πάει με τη γυναίκα του, την Πολυξένη, στην αδερφή της στα Γιάννενα. Κι ο Φώτης ήταν στη Βλαχοκερασά. Ή στο Ναύπλιο. Κάπου εκεί...

Σηκώθηκα τρεκλίζοντας με τις κουβέρτες φόρτωμα. Άνοιξα το παραθυρόφυλλο. Κρύο. Άνοιξα και το παντζούρι. Χιόνι. Και ...ζέστα. Το ζεστό χαμόγελο του Φώτη. Κι ένα μπουκάλι Κάπτεν Μόργκαν στο χέρι του. «Τι κάνεις εδώ μέσα κουκουλωμένος, ρε χαμένε; Σαν φάντασμα είσαι...».

«Εσύ τι κάνεις εδώ; Δεν έπρεπε να είσαι στη Ναύπακτο;», τον ρώτησα. «Ποια Ναύπακτο, ρε ζουλάπι; Στη Μεγαλόπολη είχα πάει». Καλά το θυμόμουν, αλλά απάντηση δεν πήρα: «Δεν είσαι εκεί όμως. Γιατί;»...

«Χώρισα»!

Τέτοια χαρά δεν είχα ματαξαναπάρει. Όχι που χώρισε. Αυτό προδιαγεγραμμένο ήταν. Τι δεκαπέντε αρρεβωνιάρες πάνω, τι δεκαπέντε αρρεβωνιάρες κάτω. Χάρηκα που ήταν εκεί. Και που, περιέργως, δεν είχε έρθει με άδεια χέρια. Χάρηκα που δεν ήμουν μόνος μου. Που δεν θα άλλαζα το χρόνο για πρώτη φορά χωρίς κανέναν από τους φίλους μου. Χάρηκα που είχαμε ο ένας τον άλλον κι ας μην τα είχαμε ο ένας με τον άλλον!

Κι από τη χαρά μου τη μεγάλη κι από του Φώτη τη στεναχώρια για τον 22ο ή 63ο χωρισμό από αρραβώνα, κατεβάσαμε την μπουκάλα με το Κάπτεν Μόργκαν, πέσαμε ανάσκελα στο κρεβάτι και μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, θυμόμασταν παλιές Πρωτοχρονιές με την παλιοπαρέα. Όλοι τους εκεί ήταν ...κι ας μην ήταν!

Κάποια στιγμή άκουσα χτυπήματα, πάλι στο παντζούρι. Ή ο Φώτης ο Μαστρομανέλος. Αλλά ο Φώτης κοιμόταν δίπλα μου. Ξεσφάλισα παραθυρόφυλλο και παντζούρι κι είδα τη μάνα μου. «Δεν ακούς που βαράω τόση ώρα την πόρτα; Σε δέκα λεπτά αλλάζει ο χρόνος. Θα μας κάνετε την τιμή με τον άλλο τον αχαΐρευτο ή θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα;».

Δεν την πέθανα! Και φέτος μαζί της θα κάνω Πρωτοχρονιά. Χωρίς τον Φώτη, με τον οποίο άλλαξα το χρόνο εκείνο το βράδυ, αλλά δεν παίρνω κι όρκο για δαύτονε. Όλο και κάπου θα ...χωρίζει, οπότε ποτέ δεν ξέρεις.

Μέχρι να ξεχάσω εκείνη την Πρωτοχρονιά που ...ήθελα να ξεχάσω, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Δεν διεκδικώ βραβείο πρωτοτυπίας, αλλά θα το ξαναγράψω: ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ, για να είμαστε όλοι εδώ μαζί, παρέα, στο επόμενο ραντεβού μας. Καλή χρονιά να έχουμε! Κι αν δεν έχουμε, ας είμαστε τουλάχιστον εμείς ...καλοί!

Υ.Γ.2: Το τελευταίο μου βιβλίο είναι Χριστουγεννιάτικο παραμύθι και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr). Υποκλίνομαι στο πενάκι του Χρήστου Ζωίδη, ο οποίος ...ζωγράφισε κυριολεκτικά στην εικονογράφηση! O τίτλος είναι «Η τρύπια μπάλα που έγινε χρυσή».

Υ.Γ.3: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.