Η Κουτσουμπίλα κι η ξαδέρφη της η Ζιγκουάλα!

Η Κουτσουμπίλα κι η ξαδέρφη της η Ζιγκουάλα!

Τέτοιες μέρες ήταν όταν η παλιοπαρέα είχε ξαναμαζευτεί στον -γνωστό πια- μαχαλά. Ο Πέτρος ο Αρμένης είχε εορταστική άδεια από τη μαμά πατρίδα, ο Παππούς είχε επιστρέψει λόγω διακοπών Πάσχα από τη φοιτητική ζωή της Αθήνας, ενώ ο Φώτης, εγώ κι ο Δεμπασκαλάς παραμέναμε ακόμα εντός των τειχών να φυλάμε Θερμοπύλες, πριν πάμε με τη σειρά μας να φυλάξουμε τα ...σύνορα.

Αλλά τα σύνορα είναι μια άλλη ιστορία. Τι μία, δηλαδή; Μερικές δεκάδες άλλες ιστορίες.

Η παρέα συγκεντρώθηκε το Σάββατο του Λαζάρου και εκμεταλλεύτηκε το ...αποχαιρετιστήριο πάρτι που διοργάνωνε ο Αμερικάνος στο μπαρ του, τα Μοβ, που τότε λεγόταν «Ποτοαπαγόρευση». Ίσως ήταν η πρώτη φορά που έπεφτε τόσο μέσα στον τίτλο του καταστήματος - καταστρώματος (μάλλον κατάστρωμα ήταν, αν κρίνω πώς μας έπιανε θάλασσα άμα κάναμε το λάθος να παραγγείλουμε συμβατικό ποτό, ουίσκι, βότκα ή κάτι άλλο με μεγάλη κατανάλωση). Έπρεπε να του απαγορεύσουν να σερβίρει ποτά. Ή, έστω, να του απαγορεύουν να σερβίρει ποτά από ...γεώτρηση!

Τότε είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας τα μικτά μπαρ, που ξεκίναγαν με διεθνή χιτς και στο τέλος γύρναγαν το πρόγραμμα σε ελληνικό κιτς. Μέχρι και του «Κιτς η μάνα» μπορούσε να ακουστεί, ενώ ήταν τέτοια τα μπερδέματα που γίνονταν, ώστε ο Πέτρος της Κουφής να πηγαίνει στον ντιτζέι και να παραγγέλνει την ...«Κουτσουμπίλα» (του διάσημου ερμηνευτή ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών, Μπομπ Μάρλεϊ), λίγα λεπτά αφότου ο Μαστρομανέλος είχε ζητήσει την «Ζιγκουάλα» (πρώτες ξαδέρφες πρέπει να ήταν αυτές οι δύο).

Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, ο Πέτρος ο Αρμένης είχε μαζί του τη Μένη, ο Φώτης είχε μαζί του μια από τις πρώτες του αρρεβωνιάρες, τη Μαρίνα (δεν θυμάμαι αν ήταν η 4η ή η 28η), ενώ εγώ και ο Παππούς είχαμε ο ένας τον άλλο, αλλά ...δεν τα είχαμε μεταξύ μας. Ο Δεμπασκαλάς είχε δουλειά στον καφενέ του Μπάφα, άρα ούτε τα είχε με καμία ούτε και μπορούσε να μπει ανάμεσα σε μένα και τον Παππού. Η Μένη, που ήταν πιο παλιά στην παρέα ως περιφερειακό μέλος (εξαιτίας της σχέσης της με τον Πέτρο), είχε μάθει λίγο ως πολύ τα χούγια μας και είχε αποδεχθεί το ρόλο της. Σεμνή, ταπεινή, με λίγα λόγια κι ακόμα λιγότερα έργα. Έτσι την ήθελε κι ο Πέτρος, μέχρι που την παντρεύτηκε και η σεμνή τον παράτησε μ΄ ένα παιδί στην αγκαλιά για να ζήσει τον έρωτα μ΄ ένα γιατρό χωρίς σύνορα έξω από τα σύνορα. Αλλά κι αυτή είναι μια άλλη ιστορία, που μπορείτε να τη διαβάσετε μέσες - άκρες στο βιβλίο μου, για το οποίο μπορείτε να ενημερωθείτε στο υστερόγραφο.

Η Μαρίνα δεν ήταν σαν τη Μένη. Ούτε σεμνή ούτε ταπεινή. Ενώ όλοι ανεξαιρέτως παραγγείλαμε Κάπτεν Μόργκαν γιατί ξέραμε τι «μπόμπες» έφτιαχνε στο υπόγειο του μαγαζιού ο Αμερικάνος, εκείνη επέμεινε να παραγγείλει ουίσκι. «Δεν ακούς», της είπε ο Φώτης και ήταν αλήθεια. Δεν άκουγε και δεν έβαζε και κώλο κάτω. Χόρεψε τη «Ζιγκουάλα», την «Κουτσουμπίλα» και άλλες αραπίνες, λάγνες, ερωτιάρες, χόρεψε ξένα και ελληνικά κι άμα της βάζανε τον Εθνικό Ύμνο, κι αυτόν ζεϊμπέκικο θα τον χόρευε. Παρά το γεγονός ότι στην παρέα, στον μαχαλά και στο χωριό ολόκληρο, ο κανόνας ήταν πως οι γυναίκες δεν χορεύουν ζεϊμπέκικο και οι άντρες δεν «σπάνε» τον γοφό με τσιφτετέλια. Σοφός κανόνας...

Όταν ο Φώτης είδε τη Μαρίνα να χορεύει ζεϊμπέκικο το «Αγάπες μου περαστικές» του Μανώλη Αγγελόπουλου και τη σεμνή Μένη να της βαράει παλαμάκια, πρώτα έβαλε χέρι στον Πέτρο: «Μάζεψε τη δικιά σου, μην της δίνει θάρρητα». Μετά, όμως, ο Παππούς τον έβαλε στα αίματα για τη Μαρίνα: «Ρε Φωτάκη, πόσες περαστικές αγάπες είχε η αρρεβωνιάρα; Χαλασμένη τη βρήκες τη νύφη;»! Ο Φώτης έγινε ...πύραυλος κι άρχισε να τραβολογάει τη Μαρίνα: «Δεν ακούς που σου λέω να μη χορεύεις ζεϊμπέκικο; Και ποιες είναι αυτές οι αγάπες σου οι περαστικές, για να ΄χουμε καλό ρώτημα;».

Με τα πολλά, η Μαρίνα παλουκώθηκε στην καρέκλα και λίγο πριν φύγουμε, τιμήσαμε μια παράδοση. Πήγαμε και παραγγείλαμε το αγαπημένο τραγούδι του μακαρίτη του Βαγγέλη του Πατούσα, το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» του Νίκου Παπάζογλου, έτσι, για να τιμήσουμε τη μνήμη του και για να θυμίζουμε ο ένας στον άλλο πως ο φίλος μας θα είναι πάντα ανάμεσά μας, λαμπερός πίσω από το πρίσμα των δακρυσμένων μας ματιών. Και τότε η Μαρίνα μας έφτασε όλους στο «μη παρέκει». Ενώ όλοι σιγοψιθιρίζαμε «κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει» αναδεύοντας το πηγάδι των αναμνήσεων του Πατούσα, η αρρεβωνιάρα του Φώτη έκρινε σκόπιμο να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πρόσταζε το τραγούδι. Σηκώθηκε να χορέψει!

Εγώ με τον Πέτρο μείναμε να την κοιτάμε ανέκφραστοι, σοκαρισμένοι από το αλλόκοτο θέαμα. Η Μαρίνα χόρευε ένα τραγούδι που ...δεν χορευόταν, χόρευε μια παραγγελιά στη μνήμη του κολλητού μας. Ο Παππούς, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον Πατούσα και φυσικά σεβόταν τον τρόπο με τον οποίο τιμούσαμε τον φίλο μας, είχε το καθαρό μυαλό να σκουντήσει τον Φώτη, που είχε πάρει ύφος «ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί».

«Τώρα, αυτήν εδώ εσύ θα την παντρευτείς;». Ο Φώτης σαν να ξύπνησε. «Μαρίνα, κάτσε κάτω μη σε αρπάξω και τις αρπάξεις», της είπε αρχικά, θυμίζοντας τα ευφυολογήματα του πατέρα του, του Σαυρογιώργη. Ωστόσο, η Μαρίνα συνέχιζε τα σκέρτσα και τα καμώματα. «Καλά, εμένα δεν με ακούς. Το τραγούδι δεν το ακούς που λέει "κανένας δεν χορεύει"; Κάτσε κάτω ΤΩΡΑ», ούρλιαξε ο Φώτης, αλλά η Μαρίνα συνέχιζε το βιολί της κι ας μην ακουγόταν βιολί, παρά μόνο η μεταλλική φωνή του Παπάζογλου. Τότε έγινε το μοιραίο. Ο Φώτης σηκώθηκε, την άρπαξε από το αυτί και την έσουρε έξω από το μαγαζί, φωνάζοντας «αφού είσαι κουφή, δεν σου χρειάζεται το αυτί». Όταν βγήκαμε έξω, ο Φώτης ήταν εκεί, αλλά όχι και η Μαρίνα. Του μιλάγαμε, αλλά δεν μας άκουγε. Τον ρωτήσαμε για την αρρεβωνιάρα, αλλά δεν απάντησε. Ίσως και γι΄ αυτό έκτοτε δεν ακούσαμε ποτέ ξανά για την ...κουφή!

Μέχρι να ξεχάσω την -εν ριπή οφθαλμού- διάλυση και αυτού του αρραβώνα του Φώτη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.