Εσύ έχεις κέφι για στόλισμα;

Εσύ έχεις κέφι για στόλισμα;

Με αφορμή την εμφανή έλλειψη κεφιού των Ελλήνων για χριστουγεννιάτικους στολισμούς, ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται μια παλιά ιστορία... Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης θα μας γυρίσει και πάλι πίσω, στη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις, η οποία εκείνη τη χρονιά περνούσε δύσκολες μέρες έχοντας υποστεί μια αναντικατάστατη απώλεια.

Το φευγιό του Βαγγέλη του Πατούσα ήταν πρόσφατο κι έτσι οι υπόλοιποι τέσσερις, ο Φώτης, ο Πέτρος ο Αρμένης, ο Δεμπασκαλάς και ο υπογράφων, είχαμε αποφασίσει να μην στολιστούν τα σπίτια μας. Ούτε δέντρα ούτε μπιχλιμπίδια. Ούτε κέφι, φυσικά. Αν και σε εκείνη την ηλικία, με το αίμα να βράζει, το κέφι μπορούσε να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή από το πουθενά.

Τέλος πάντων, τα σπίτια μας δεν τα στολίσαμε, αλλά όταν ο Πέτρος ο Αρμένης εμφανίστηκε με μια πρόταση για στολισμό σε ξένο σπίτι, μπήκαμε στον πειρασμό. Ο Φώτης, δηλαδή, μας έβαλε σε πειρασμό, γιατί η πρόταση του Πέτρου ήταν να πάμε σε δυο γειτόνισσές του στον πάνω μαχαλά, την Αγγέλα και την Τασούλα. Η Αγγέλα ήταν συνομήλικη με τον Πέτρο, στα 20 περίπου κι η Τασούλα ένα - δυο χρόνια μεγαλύτερη. Ο Φώτης γούσταρε καιρό την -μεγαλύτερή του- Αγγέλα κι αυτή ήταν η ευκαιρία του. Ο Πέτρος γούσταρε την -μεγαλύτερή του- Τασούλα. Εγώ κι ο Δεμπασκαλάς δεν γουστάραμε καμία, γιατί δεν περίσσευε καμία. Ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη.

Παρότι, λοιπόν, δεν θέλαμε να στολίσουμε τα σπίτια μας λόγω πένθους για τον Πατούσα, πήγαμε να στολίσουμε το ξένο, λες και στης Αγγέλας και της Τασούλας το πένθος μας δεν χώραγε. Τέτοιοι ήμασταν... Αλλά τον μακαρίτη τον Βαγγέλη αποκλείεται να τον πείραζε η στάση μας, γιατί κι αυτός ...τέτοιος ήταν. Ένας από εμάς....

Πήγαμε, εν τέλει, εκείνη την Κυριακή να στολίσουμε το δέντρο τους και το σπίτι τους ολόκληρο, με την ευκαιρία που θα έλειπαν οι γονείς των κοριτσιών σε μια γιορτή στα Γιάννενα. Ο Πέτρος κρεμάστηκε από το μπαλκόνι για να εντυπωσιάσει την Τασούλα, τοποθετώντας με κάτι αεροπλανικά τα λαμπιόνια που του έδινα εγώ, μισοκρεμασμένος και χωρίς καμία ελπίδα εντυπωσιασμού. Ο Δεμπασκαλάς δεν κρεμιόταν καθόλου. «Δεν πας καλά», μας έλεγε όταν του ζητούσαμε βοήθεια και στόλιζε με τον Φώτη και την Αγγέλα το δέντρο στο σαλόνι.

Όταν τελειώσαμε με τους εξωτερικούς στολισμούς, οι τρεις του μπαλκονιού, εγώ, ο Πέτρος κι η Τασούλα, μπήκαμε μέσα και βρήκαμε τον Δεμπασκαλά να πίνει ουίσκι μονάχος στο σαλόνι, απλωμένος στον καναπέ με μια μπουκάλα Ντιούαρς μπροστά του. Καταλάβαμε. Ο Φώτης είχε ξεμοναχιάσει την Αγγέλα σε κάποιο δωμάτιο. Βάλαμε κι εμείς από ένα ουίσκι, βάλαμε και δεύτερο κι ο Φώτης με την Αγγέλα πουθενά. Τότε άρχισε κι ο Πέτρος να στριμώχνει την Τασούλα, της οποίας οι αντιστάσεις είχαν μειωθεί αισθητά με το δεύτερο Ντιούαρς. Και πάνω που ανταλλάξαμε νοήματα με τον Δεμπασκαλά «ώρα να φεύγουμε», αντί να φύγουμε εμείς, ήρθαν άλλοι! Οι γονείς των κορασίδων...

Οι οποίοι δεν χάρηκαν που μας είδαν. Η μάνα τους, δηλαδή, μπορεί και να χάρηκε, καθώς χαμογέλασε, ευχήθηκε «καλές γιορτές» και σχολίασε «πολύ ωραία το στολίσατε το μπαλκόνι». Ο πατέρας της, όμως, ο κυρ-Νίκος, ένα κοντόχοντρο, φαλακρό ανθρωπάκι με ριγέ κοστούμι και αγριεμένο βλέμμα, στύλωσε το βλέμμα στο μισοάδειο Ντιούαρς, ρώτησε -σαν να μην ήμασταν εκεί- την Τασούλα «πού είναι η αδερφή σου;» και βλέποντας το τρομαγμένο πρόσωπό της δεν περίμενε απάντηση, παρά κατευθύνθηκε αμέσως προς τα υπνοδωμάτια. Πρώτα άνοιξε το δωμάτιο των κοριτσιών, ενώ όλοι περιμέναμε την έκρηξη. Κανένα «μπουμ», εκτός από εκείνο που έκανε η πόρτα κλείνοντας. Δυστυχώς, ο Φώτης είχε κάνει τη χειρότερη επιλογή. Ξεμονάχιασε την Αγγέλα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της...

Προφανώς, ακούγοντας τη φασαρία, ο Φώτης και η Αγγέλα είχαν προλάβει να μισοντυθούν, αλλά αυτό δεν τους γλίτωσε από την επίθεση του ντροπιασμένου πατέρα. Μάλιστα, ο Φώτης εμφανίστηκε αναμαλλιασμένος και με στραβοκουμπωμένο το πουκάμισο στην πόρτα πριν προλάβει να την ανοίξει ο κυρ-Νίκος, με την ελπίδα να περιορίσει την ένταση της έκρηξης. Αμ δε...

Ο κυρ-Νίκος είχε γίνει πύραυλος και μετά το δικό μας στόλισμα, άρχισε να μας «στολίζει» εκείνος. Αφού έβαλε προτεραιότητες «με εσάς τις δύο θα τα πούμε αργότερα», διαχωρίζοντας τις κόρες του από την πρώτη κατσάδα, στράφηκε σε εμάς: «Τι γυρεύετε, ρε τσογλάνια στο σπίτι μου; Κι εσύ, ρε αληταρά, τι δουλειά είχες στην κρεβατοκάμαρα; Πήγες να τη μαγαρίσεις;», είπε κι άπλωσε το χέρι του να χτυπήσει τον Φώτη. Τότε, όμως, ο μόνιμος «από μηχανής» θεός μας, ο Πέτρος, άπλωσε τη δική του χερούκλα που έμοιαζε με κουπί και άρπαξε στον αέρα το χέρι του ατιμασμένου πατέρα, πριν αυτό προσγειωθεί στο πρόσωπο του Φώτη. «Κυρ-Νίκο, με ξέρεις και σε ξέρω. Γειτόνοι είμαστε. Μην κάνεις πράγματα για τα οποία μπορεί να μετανιώσεις», του ψιθύρισε τάχα συμβουλευτικά, μα στην ουσία απειλητικά. Εκείνος φάνηκε να ηρεμεί και να ζυγίζει την κατάσταση, πριν απευθυνθεί και πάλι στον Φώτη: «Τι της έκανες, ρε τομάρι; Τη χάλασες;». Ο Φώτης, με την ασφάλεια που του πρόσφερε η παρουσία του Πέτρου, απάντησε ως ...Φώτης: «Ότι και να της έκανα, κύριε Νίκο μου, να ξέρεις πως της άρεσε».

Της Αγγέλας πιθανότατα θα της άρεσε, αλλά του κυρ-Νίκου σίγουρα δεν του άρεσε η απάντηση του Φώτη, με αποτέλεσμα να ξαναπροσπαθήσει να τον χτυπήσει και τελικά να βρεθεί ...αγκαλιασμένος με τον Πέτρο, που τον κουκούλωσε κάτω από τα μπράτσα του και τον βάστηξε γερά μέχρι να ηρεμήσει, ενώ εμείς στο μεταξύ καληνυχτίζαμε την κυρία Μαίρη και αποχωρούσαμε. «Καληνύχτα και καλές γιορτές. Και μη χαθούμε τώρα που γνωριστήκαμε», είπε την τελευταία λέξη ο Φώτης, προκαλώντας ένα γρύλισμα του «μπλοκαρισμένου» κυρ-Νίκου. «Δεν πας καλά», είπε του Φώτη ο Δεμπασκαλάς ενώ κατεβαίναμε τις σκάλες.

Περιμέναμε από κάτω περίπου μισή ώρα, μέχρι να εμφανιστεί επιτέλους ο Πέτρος. Μας εξήγησε πως κάθισε να ηρεμήσει τον κυρ-Νίκο για να μην την πληρώσουν τα κορίτσια και πως τα κατάφερε με τον τρόπο του. «Του είπα πως δεν είναι καλό να χαλάσουμε τις καρδιές μας, μια πόρτα είμαστε και ελπίζω να το κατάλαβε. Τι ελπίζω; Το κατάλαβε». Σίγουρα το κατάλαβε. Ποιος θα ήθελε τέτοιο εχθρό στη διπλανή πόρτα;

Τελικά, εκείνο το βράδυ βγήκε σε καλό στον Πέτρο, που με την ...ηγετική εμφάνιση κέρδισε οριστικά την καρδιά της Τασούλας. Όσο για την Αγγέλα; Το ειδύλλιό της με τον Φώτη κράτησε μέχρι να εμφανιστεί ο πατέρας της στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Κι αυτό σίγουρα δεν στεναχώρησε τον Φώτη: «Δεν ήξερε να φιλάει. Και φόραγε μια κιλότα, σαν αυτές που απλώνει στα σκοινιά η Δωροθέα η Ζαβή». Προφανώς, η Τασούλα δεν φόραγε ίδιες κιλότες με την αδερφή της. Ή, απλώς, ο Πέτρος δεν είχε τέτοιου είδους φετιχιστικές αναζητήσεις...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο το ...στόλισμα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.