Ένας ...σκαντζόχοιρος, κάποια Χριστούγεννα!

Ένας ...σκαντζόχοιρος, κάποια Χριστούγεννα!

O Μίλτος στέλνει τις ευχές του σε όλους τους φίλους της στήλης με μια Χριστουγεννιάτικη, ρετρό ιστορία. Καλή ανάγνωση και χρόνια πολλά!

Ήταν δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, αυτή τη φορά δεν έβρεχε - επειδή χιόνιζε- και γράφοντας αυτές τις γραμμές χτυπάνε στο μυαλό μου οι νότες του πρώτου από τα τραγούδια του ...σάουντρακ (στα μούτρα σου που θα με πεις εμένα ...σάουντρακ) της ιστορίας μας.

Πιάνο Φαντάζια, «Σονγκ φορ Ντενίζ» και ιδιαίτερες αναμνήσεις, καθώς πρόκειται για την εισαγωγή της εκπομπής ενός από τους δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς εκείνης της εποχής. Εντάξει, δεν ήμουν ο Πειρατής Μαυρογένης (η αλήθεια είναι πως τώρα του ...φέρνω), ωστόσο είχα συμμετάσχει σε αρκετές εκπομπές εκείνου του πειρατικού σταθμού που είχε στήσει ο συμμαθητής μου, ο «Κόμης» ( εύχομαι να ΄ναι καλά όπου κι αν βρίσκεται).

Ο συγκεκριμένος σταθμός, ο οποίος εξέπεμπε από ένα ...κοτέτσι με την ελπίδα να μην μας τσιμπήσουν τα ραδιογωνιόμετρα, είχε κάποια Χριστούγεννα τη φαεινή ιδέα να αυτοκαρφωθεί, καλώντας τους ακροατές του σε πάρτι, σε μια τοπική ντίσκο, στα «μοβ» του Αμερικάνου. Ήταν σαν να λέγαμε στις αρμόδιες υπηρεσίες, «εκεί θα είμαστε οι ραδιοπειρατές, ελάτες να μας πιάσετε»!

Δεν ήρθαν...

Η εκδήλωση είχε απόλυτη επιτυχία. Βγήκαν και κάτι λεφτάκια, τα οποία ξοδεύτηκαν σε ...πειρατικό υλικό, λάμπες, μικρόφωνα, πικ-απ, δίσκους - για όσους δεν ξέρουν, δίσκοι ήταν κάτι μαύρα στρογγυλά πράγματα, σαν πιατέλες, με αυλάκια, από τα οποία με τη βοήθεια μιας μαγνητικής βελόνας, ακούγαμε μουσική. Εκείνο που μου έχει μείνει από εκείνο το πάρτι, ήταν η προετοιμασία. Ο Κόμης προετοίμαζε τους δίσκους (βλέπε παραπάνω) που θα παίξει κι εγώ προετοίμαζα ατάκες για να ρίξω γκόμενα. Ήμουν πολύ ερωτευμένος τότε. Με την Ευγενία (που ήθελε να τη φωνάζουν Τζένη) και τη Ζαχαρούλα (που ήθελε να τη φωνάζουν Ρούλα).

Δεν ήρθαν...

(λέτε να μην τα έφτιαξα ποτέ με καμιά τους γιατί είχα πρόβλημα στόχευσης, επειδή ζαχάρωνα και τη Ζαχαρούλα και την Ευγενούλα;)

Επίσης, δεν ήρθαν, ο Πέτρος ο Αρμένης (είχε πάει με τη μάνα του σε μια θεια στη Σαλονίκη για τις γιορτές), ο Φώτης (είχε πάει επίσκεψη στον εορταζόμενο θείο του τον Μανώλη) και ο Δεμπασκαλάς (όταν του προτείναμε να έρθει στο νόμιμο πάρτι του παράνομου σταθμού, αντέδρασε αρνητικά με ένα ατράνταχτο επιχείρημα: «Δεν πας καλά»). Από την παλιοπαρέα, δηλαδή, πήγαμε μόνο εγώ με τον Βαγγέλη τον Πατούσα. Κι επειδή πήγαμε νωρίς, πιάσαμε ένα καλό γωνιακό τραπέζι, για να βλέπουμε όλο το μαγαζί και να μην κινδυνεύουμε να μας σηκώσει καμιά σαλεμένη συμμαθήτρια, καθότι οι χορευτικές μας ικανότητες θύμιζαν Νουρέγιεφ στον ύπνο του.

Το μαγαζί από κάποια στιγμή και μετά γέμισε και σύμφωνα με όσα μας έλεγαν όσοι ήρθαν καθυστερημένοι, όσο κόσμο είχε μέσα, άλλο τόσο είχε κι απέξω. Είτε γιατί οι ζευγαρωμένοι έβγαιναν έξω για να χαμουρευτούν με την ησυχία τους, είτε γιατί οι πιωμένοι έβγαιναν για να ξεράσουν τα ουίσκια και τις βότκες από γεώτρηση που σέρβιρε ο Αμερικάνος.

Εμείς, πάντως, μπιρίτσα πίναμε, γιατί είχαμε καλές πληροφορίες από τον Πέτρο της Κουφής: «Στου Αμερικάνου, μόνο ό,τι είναι σφραγισμένο θα πίνετε. Και βυσσινάδα να είναι, σφραγισμένη θα ζητάτε». Όταν ο Κόμης έβαλε τα πολυαναμενόμενα -για τους ερωτευμένους- « μπλουζ» (όλα τα σλόου, μέχρι και τις ροκ μπαλάντες, τα λέγαμε «μπλουζ») με πρώτο πρώτο το «Χόλιντεϊ» των Σκόρπιονς, εγώ με τον Πατούσα μείναμε στις θέσεις μας, ελλείψει στόχων και διάθεσης.

Ελλείψει στόχου και διάθεσης είχε μείνει και η Στελλίτσα (που δεν ήθελε να τη φωνάζουν Λίτσα, αλλά προτιμούσε το Στέλλα), η οποία ήταν ερωτευμένη με το φίλο μου τον Φώτη, που δεν την ήθελε. Φορούσε μια ασημί μπλούζα με τεράστιες βάτες, μια εξίσου τεράστια καφέ ζώνη κι ένα μαύρο κολάν, ενώ το ξασμένο μαλλί την ψήλωνε 20 πόντους - αν τη βλέπατε σήμερα, θα ψάχνατε γύρω γύρω για το διαστημόπλοιο που την κατέβασε. Κάθισε μαζί μας να την παρηγορήσουμε, την κεράσαμε μια μπίρα, πήραμε κι εμείς άλλες δύο και η Στέλλα -τάχα τα μπέρδευε- έπινε κι από τα τρία μπουκάλια. Μετά από αρκετές γουλιές και μπόλικη παρηγοριά, βρέθηκα αγκαλιασμένος με τη Στέλλα και την ...παρηγορούσα, πρώτα με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια και μετά με το χέρι ανάμεσα στα πόδια. Στην αρχή την παρηγορούσε κι ο Βαγγέλης, απλώνοντας και τα δικά του χέρια, ωστόσο μετά από ένα διακριτικό νόημα που του έκανα (κλοτσιά στο καλάμι κάτω από το τραπέζι), μαζεύτηκε και μου άφησε το πεδίο ελεύθερο.

Όταν πλέον, μετά από τόνους παρηγοριάς, ο σκαντζόχοιρος της Στέλλας άρχισε να μου σαλιώνει τα δάχτυλα, της πρότεινα να βγούμε έξω, για να είμαστε πιο άνετα. Συμφώνησε, αλλά ήταν λάθος μου. Όταν βγήκαμε -θες γιατί τη χτύπησε ο αέρας, θες γιατί είχα πάρει εγώ πολύ αέρα- σαν να μαγκώθηκε. «Μήπως βιαζόμαστε;», με ρώτησε κι εγώ συνέχισα τα λάθη, ανακατεύοντας στην κουβέντα και τον Φώτη. «Έχεις δίκιο. Δεν είναι σωστό για τον Φώτη». Πάντως, τον Φώτη δεν φάνηκε να τον σκέφτεται εκείνη τη στιγμή. Απλώς μου έβαζε πάγο ενώ γύρω έριχνε χιόνι: «Δεν έχει σχέση με τον Φώτη. Απλώς, μάλλον βιαζόμαστε. Καλύτερα να πάμε σπίτι και να σκεφτούμε αν το θέλουμε τόσο πολύ».

Κι έφυγε να πάει σπίτι, με την κολλητή της τη Μαρία, που όλη την ώρα μας κρατούσε -μαζί με τον Πατούσα- διακριτικά το φανάρι. «Αύριο στις τρεις στην Ακτή», που είπε, δίνοντάς μου ραντεβού για τον καφενέ του Μάσσιου στον πάνω μαχαλά, τον οποίο πρόσφατα είχε αναλάβει ο γιος του, ο Λάκης, που τον είχε ανακαινίσει σε καφετέρια και τον είχε βαφτίσει «Ακτή». Τώρα πού τη βρήκε την ακτή στους πρόποδες της Μουργκάνας, μόνο αυτός το ξέρει. Αλλά τι να περιμένεις από έναν τύπο που τον βάφτισαν Νίκο και τον φώναζαν Λάκη;

Η Στέλλα, λοιπόν, τράβηξε κατά το σπίτι της να σκεφτεί ενώ εγώ, για να μην τραβήξω ό,τι μου περίσσευε εκείνη την ώρα με τα χέρια σαλιωμένα από τον σκαντζόχοιρό της, ξαναμπήκα στα ροζ, πήγα στο μπαρ και παράγγειλα δυο ...ουίσκια, να τα πιω με τον Πατούσα. Όταν τα πήγα στο τραπέζι, μου απάντησε με κλεμμένη ατάκα «δεν πας καλά», δεν άγγιξε το ουίσκι κι εγώ τα άγγιξα -και τα στράγγιξα- και τα δύο. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, ήταν ο πονοκέφαλος όταν ξύπνησα το επόμενο μεσημέρι. Τότε έκανα τρεις κινήσεις, από τις οποίες οι δύο πρώτες αποδείχθηκαν σωστές και η τρίτη λάθος. Η πρώτη ήταν μια ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Η δεύτερη, άλλη μια ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Η τρίτη και η μοναδική άστοχη (και άτυχη), ήταν το άνοιγμα της τηλεόρασης, ώστε να έχω παρέα όσο θα ντύνομαι για να ανέβω με το ποδήλατο στον πάνω μαχαλά και να πάω στο ραντεβού με τη Στέλλα.

Άστοχη κίνηση γιατί ήταν Σάββατο και είχε «Αθλητικούς Παλμούς» με τον μακαρίτη τον Βασίλη Κοντοβαζαινίτη. Άτυχη γιατί στο πλαίσιο της εκπομπής θα βλέπαμε μαγνητοσκοτωμένο το τελευταίο ματς της Λίβερπουλ -με την οποία είχε κόλλημα από τότε- για το αγγλικό πρωτάθλημα. Παρακολούθησα όλη τη μετάδοση με τη γλαφυρή περιγραφή του Γιάννη Αργυρίου, που έβλεπε ...«μηχανάκια» (έτσι έλεγε τον Σάμι Λι) και παίκτες «φαντεζί» (Κένι Νταλγκλίς) με «δολοφονικά ένστικτα» (Ίαν Ρας).

Όταν τέλειωσε ο αγώνας, άρχισε να σουρουπώνει. Πήρα το ποδήλατο με φόβο ψυχής να κάνω το δεκαπεντάλεπτο ανηφορικό ταξίδι στην ερημιά και υπό βροχή. Έφτασα μουσκεμένος και ξεπαγιασμένος, με την ελπίδα η Στέλλα να περιμένει ακόμα στην ακτή και να με ζεστάνει. Όταν μπήκα πάγωσα περισσότερο, γιατί εκείνη ζέσταινε τον ...Φώτη. Τα είχαν βρει!

Κάποια στιγμή, όταν ο Φώτης σηκώθηκε προς νερού του, εκείνη βρήκε την ευκαιρία να μου σφυρίξει «να μην του πεις τίποτα τώρα που τα φτιάξαμε, ξέρεις πόσο καψούρα είμαι μαζί του». Ο Φώτης ήταν (είναι και θα είναι) φίλος μου και δεν υπήρχε περίπτωση να μην του πω τίποτα. Κι επειδή ήταν φίλος μου και τον ήξερα καλά, ήμουν βέβαιος πως άπλωσε τα χέρια του στη Στέλλα επειδή δεν είχε πού αλλού να τα απλώσει εκείνες τις μέρες των διακοπών. Άρα, πως ήταν θέμα χρόνου να τη χωρίσει και να ερωτευτεί για πάντα την επόμενη.

Χώρισαν τρεις μέρες μετά και τότε του τα είπα όλα. «Είσαι μ@λ@κας», μου είπε. Έκανα να δικαιολογηθώ, να πω ότι «ήξερα πως δεν την ήθελες» και άλλα τέτοια, αλλά με έκοψε: «Ρε, ποιος ασχολείται με τη Στελλίτσα; Είσα μ@λ@κας που δεν μου το είπες όταν μας είδες αγκαλιά στην Ακτή, γιατί μετά θα την κανονίζαμε μαζί». Έμεινα με ανοικτό το στόμα. «Τουλάχιστον την κανόνισες εσύ», του είπα. «Μπα», απάντησε και έμεινα εκ νέου με ανοικτό το στόμα, τόσο που κινδύνευα με αμυγδαλίτιδα έτσι όπως κατέβαζε η Μουργκάνα τον χιονιά. «Δεν έγινε τίποτα. Πάνω που ζέστανα τον σκαντζόχοιρο, με ρώτησε μήπως βιαζόμαστε».

«Και μετά σου είπε να πάτε σπίτι να σκεφτείτε αν το θέλετε τόσο πολύ», του είπα κι έμεινε αυτός άφωνος με κίνδυνο αμυγδαλίτιδας. «Πού το ξέρεις;», ρώτησε. «Τα ίδια είπε και σε μένα», του απάντησα. Και τα ίδια έλεγε σε όλους, όπως αποδείχθηκε με τα χρόνια, γιατί όπως μάθαμε από έγκυρη πηγή, ο σκαντζόχοιρος πήγε με ...αγνό παρθένο μαλλί μέχρι το γάμο της!

Μέχρι να ξεχάσω πώς εκτέλεσε τη σύντομη σχέση μου με τη Στελλίτσα το δολοφονικό ένστικτο του Ίαν Ρας, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Είναι η μόνιμη συμβουλή μου τέτοιες μέρες, αλλά για λόγους που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ, δεν σταματώ να την επαναλαμβάνω. Ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ, για να είμαστε όλοι εδώ μαζί, παρέα, στο επόμενο ραντεβού μας ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Καλά να περάσετε, καλές γιορτές, με αγκαλιές!

Υ.Γ.2: Το τελευταίο μου βιβλίο είναι παραμύθι και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr). Υποκλίνομαι στο πενάκι του Χρήστου Ζωίδη, ο οποίος ...ζωγράφισε κυριολεκτικά στην εικονογράφηση! O τίτλος είναι «Η τρύπια μπάλα που έγινε χρυσή».

Υ.Γ.3: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.