Ε, όχι και σεξ Μεγαλοβδομαδιάτικα!

Ε, όχι και σεξ Μεγαλοβδομαδιάτικα!

«Το σεξ με παντρεμένες πρέπει να απαγορευτεί. Ειδικά αν η παντρεμένη είναι η γυναίκα σου». Ποιος «σοφός» άνδρας είπε τον μεγάλο λόγο; Η απάντηση στη ρετρό ιστορία του Μίλτου του Νταλικέρη.

Τέτοιες μέρες ήταν, Μεγαλοβδομάδα, όταν ο Φώτης μας ανακοίνωσε πως σκοπεύει να χωρίσει και ο Πέτρος ο Αρμένης πως σκέφτεται να παντρευτεί. Το πρώτο ήταν κανόνας. Ο Φώτης είχε μια σωλήνα «Πετζετάκις» κι από δαύτην έκοβε κάθε τρεις και λίγο βέρες. Δεν θυμάμαι αν η Νατάσα ήταν η 8η ή η 34η αρρεβωνιάρα, ωστόσο κι αυτή την ίδια τύχη θα είχε. «Δεν μπορώ, σας λέω. Από εκείνη τη μέρα που την αγκάλιαζε η μάνα μου και της έλεγε πως είναι η κόρη που ποτέ δεν είχε, κάτι άλλαξε μέσα μου. Άρχισα να τη βλέπω και να της φέρομαι σαν να είναι αδερφή μου. Μήτε που να μου το δει, μήτε να την αγγίξω...»! Είχε επιχειρήματα...

Ο Πέτρος νόμιζε ότι είχε επιχειρήματα. Ένα και μοναδικό επιχείρημα, δηλαδή: «Κρεβάτι σαν τη Μένη, δεν είχα ποτέ μου»! Ο Παππούς, φιλοσοφημένος και χαλαρός όπως πάντα, τον κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. Του πήρε ώρα, γιατί ο Πέτρος είναι δυο μέτρα, αλλά ο Παππούς δεν βιάστηκε να του μετρήσει τα γράδα: «Τρελός είσαι, ρε; Θες να παντρευτείς για να πηδάς; Ο κανόνας, Πετράκη, είναι πως όταν παντρεύεσαι, πηδάνε όλοι οι άλλοι εκτός από εσένα. Στην καλύτερη περίπτωση, πηδάνε άλλες. Στη χειρότερη, τη γυναίκα σου»! Σε βάθος χρόνου ο Παππούς δικαιώθηκε πλήρως. Στην αρχή αυτοί οι «άλλοι», πήγαιναν με άλλες. Μετά ένας «άλλος», ένας γιατρός χωρίς σύνορα, «κανόνισε» τη Μένη, που παράτησε τον Πέτρο με ένα παιδί στην αγκαλιά. Τον Αρτέμη του μυθιστορήματός μου...

Ο Φώτης είχε πιο «ενισχυμένο» επιχείρημα για να πείσει τον Πέτρο να ακολουθήσει τα χνάρια του και να στρίψει δια του αρραβώνος: «Ρε, δεν έχεις καθόλου τσίπα πάνω σου; Δεν ντρέπεσαι; Το σεξ με παντρεμένες πρέπει να απαγορευτεί. Ειδικά αν η παντρεμένη είναι η γυναίκα σου. Με παντρεμένη γυναίκα θέλεις να πηγαίνεις;»!

Ακριβώς αυτό ήθελε. Να παντρευτεί τη Μένη, για να πηγαίνει με ...παντρε-Μένη! Ωστόσο, κάπου εκεί ο Πέτρος γύρισε το χαρτί στον Φώτη. «Του λόγου σου, πάντως, να το ξανασκεφτείς. Πρώτη φορά βρήκες γυναίκα στα μέτρα σου και στα μέτρα μας και θες να τη χωρίσεις;». Η αλήθεια είναι πως η Νατάσα ήταν όντως καλή περίπτωση, δύο σε ένα, πολύ πριν κυκλοφορήσουν στην αγορά τα γνωστά σαμπουάν. Εμ σαμπού, εμ κοντίσιονερ. Η Νατάσα ήταν ακριβώς όπως ήθελε τις γυναίκες ο Φώτης κι ακριβώς όπως τις προτιμούσαμε κι εμείς ως παρέα. Τα είχε όλα ...μεγάλα. Μεγάλη καρδιά, μπρος και πίσω από το στέρνο. Τη μεγάλη καρδιά την εκτιμούσαμε οι υπόλοιποι, τα μεγάλα βυζιά περισσότερο ο Φώτης (ο οποίος είχε μετατρέψει σε ύμνο τα «μεγάλα στήθια» του Καρβέλα). Κι εμείς, πάντως, δεν μέναμε παραπονεμένοι, καθώς μεγάλα βυζιά είχε και η δίδυμη αδερφή της, η Ελένη, η καρδιά της οποίας μας χωρούσε όλους μέσα. Όπως και αρκετά ακόμα από τα «όργανά» της...

Ο Παππούς τότε ακριβώς θυμήθηκε ακόμα ένα επιχείρημα: «Φωτάκη, ξανασκέψου το. Δεν είναι μόνο ότι θα χωρίσεις εσύ τη Νατάσα. Θα χωρίσουμε κι εμείς την Ελένη. Δεν μας λυπάσαι;». Φυσικά και δεν μας λυπόταν, ωστόσο τον εαυτό του τον λυπόταν. Κι αυτό γιατί με τη δικαιολογία «μπερδεύτηκα έτσι ίδιες που είστε», είχε καταφέρει να «κανονίσει» δυο-τρεις φορές και την Ελένη. Η οποία, αν έριχνες μια ...προσεκτική ματιά, δεν ήταν ακριβώς ίδια με την αδερφή της. Ήταν βαμμένη ξανθιά, ενώ η Νατάσα παρέμενε μαυροτσούκαλο. (άσχετο, τώρα είναι και οι δυο ξανθιές).

Ο Φώτης, που εκείνη την περίοδο έκανε πολλή παρέα με έναν φυλακόβιο, τον Λιούμη ή «Στέκα», αποφάσισε να χωρίσει μετά το Πάσχα, «να μη στεναχωρηθεί κι η μάνα μου με τον ξαφνικό χαμό της κόρης της, μέρες που είναι». Ωστόσο, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου αποφάσισε να ρίξει μια τελευταία ζαριά στον αρραβώνα με τη Νατάσα, χρησιμοποιώντας τα πειραγμένα ζάρια του Στέκα. Είχαν καθίσει στον καφενέ του Μπάφα οι δυο τους και πίνανε τσίπουρα, πέρασαν κάποια στιγμή οι δίδυμες από εκεί, τις κάθισαν κάτω, τις πότισαν, τις φόρτωσαν στο κόκκινο κλειστό φορτηγάκι Φολκσβάγκεν Τρανσπόρτερ που είχε ο Στέκας και τράβηξαν κατά το ποτάμι.

Λίγη ώρα πριν την Ανάσταση, ο Φώτης άρχισε να ξύνει με τα νύχια το παντζούρι της αποθήκης που είχα μετατρέψει σε καμαράκι, στην αυλή του πατρικού μου. Τον έμπασα μέσα. «Πώς είσαι έτσι, ρε χαμένε; Σκυλιά σε τραβάγανε;», τον ρώτησα βλέποντας τα παπούτσια και το πανταλόνι του λασπωμένα, το λευκό πουκάμισο κιτρινισμένο από τον ιδρώτα, τα μαλλιά του ανάκατα και τα μάτια του κόκκινα. «Χώρισα», μου είπε. «Δεν κρατήθηκα. Δεν μπορούσα». Με το τσιγκέλι κατάφερα να του βγάλω δυο-τρεις κουβέντες ακόμα, μπας κι εξηγήσω την ξαφνική απόφαση. Είχαν πάει τις δίδυμες στο ρέμα, ο Στέκας ξεμονάχιασε την Ελένη, με την οποία είχε παρελθόν, ωστόσο ο Φώτης δεν ήθελε να ξεμοναχιάσει την ...αδερφή του τη Νατάσα, παρότι εκείνη είχε ανάψει, τόσο από τα τσίπουρα όσο κι επειδή την είχε αφήσει μέρες απότιστη λόγω αφελφοσύνης.

«Να μη στα πολυλογώ, Μιλτάκο, βρεθήκαμε ανακατωμένοι και οι τέσσερις στην καρότσα του Τρανσπόρτερ. Είπα να δώσω μια ευκαιρία, μπας κι η Ελένη μου ξαναξυπνήσει ένστικτα για τη Νατάσα. Και συνέβη το αντίθετο. Καθόλου κούκου, ούτε για τη μια ούτε για την άλλη. Και τις δυο ο Στέκας τις "κανόνισε"...», μου εκμυστηρεύτηκε ο Φώτης, ο οποίος σηκώθηκε κι έφυγε από το ποτάμι μέσα στη νύχτα, αφήνοντας τον Στέκα να αγκομαχάει με τις ντούμπλεξ.

Ο μύθος λέει πως έκτοτε ο Στέκας κανόνιζε συχνά-πυκνά αντίστοιχα όργια με την Ελένη, πως σε κάποια συμμετείχε και η Νατάσα και πως από κάποια στιγμή και μετά, όποιος συμμετείχε, πλήρωνε και αντίτιμο. Να το επιβεβαιώσω δεν μπορώ. Μπορώ, ωστόσο, να βεβαιώσω πως ο Στέκας την πήγε την Ελένη νύφη στην εκκλησία! Τέτοιο κελεπούρι, δεν χανόταν...

«Τα είδες τι έκανες, ρε χαμένε; Μας έφαγε την γκόμενα ο Στέκας», πρόγκηξε ο Παππούς τον Φώτη μετά την Ανάσταση, όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί -αλλά χωρίς τις δίδυμες- στο μπαρ του Αμερικάνου, για να γιορτάσουμε τη ...μαγκιά του Ιησού, που πήγε και γύρισε. «Μαγκιά του, αν μπορείς κάν΄ το κι εσύ», απαντούσε αντί για «Αληθώς» δύσθυμος ο Φώτης άμα του έλεγε κανείς «Χριστός Ανέστη». Και παρά τις βλαστήμιες, επέμενε να παριστάνει τον θρήσκο: «Σιγά μην παντρευόμουν εγώ γυναίκα που έχει την αμαρτία στο αίμα της. Μα να κάνει τέτοιες βρομοδουλειές Μεγάλο Σάββατο απόγευμα;». Έλα ντε...

Μέχρι να σταματήσει ο Φώτης να κάνει αμαρτίες Μεγαλοβδομαδιάτικες, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.

Υ.Γ.2: Καλό Πάσχα! Να περάσετε καλά, να διασκεδάσετε και να γυρίσετε όλοι πίσω ανανεωμένοι και ξεκούραστοι. Κοινωνική προσφορά της στήλης: «Ντον΄τ ντρινκ εντ ντράιβ. Μόνο ντρινκ»!