Μπόλεκ και Λόλεκ!

Μπόλεκ και Λόλεκ!

Η ρετρό ιστορία αυτής της εβδομάδας μας πάει πάλι πολλά χρόνια πίσω, τότε που για την παλιοπαρέα των έιτις είχε έρθει η ώρα της στρατιωτικής θητείας.

Οι δύο που έτυχε να υπηρετήσουμε μαζί για ένα φεγγάρι (ή ένα ...σκοτάδι), ήμασταν εγώ κι ο Φώτης. Εκείνος είχε παρουσιαστεί πρώτος, οκτώ μήνες πριν από μένα, και μετά από μια ...τουρνέ σε Τρίπολη, Χανιά, Τυμπάκι, Βόλο και Σκύρο (οι τρεις τελευταίες ήταν δυσμενείς μεταθέσεις για ευνόητους λόγους), τον «έφτιαξα» και τον έφερα εκεί που υπηρετούσα ήδη.

Εκείνος ήταν παλιός κι εγώ νέος, αλλά στη μονάδα τα πράγματα ήταν αντίστροφα. Εγώ πήγα απευθείας στη μονάδα (Mοίρα τη λέγαμε, είχαμε δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα) μετά το κέντρο εκπαίδευσης κι αυτός μετά από διαδοχικές σπόντες, λόγω διαγωγής.

Είναι προφανές πως είχα βύσμα. Μη φανταστείτε κάτι τρομερό. Ούτε στρατηγούς ούτε πολιτικούς. Ένας ταπεινός σμηναγός ήταν το μέσον μου, ο οποίος έτυχε να υπηρετεί στη συγκεκριμένη μονάδα, να είναι φίλος του πατέρα μου και η κόρη του να είναι συμμαθήτριά μου, με την οποία κάποιες φορές καθόμασταν μαζί στην ιστορία δέσμης και τα λατινικά (όχι, δεν τα είχαμε). Ε, ο συγκεκριμένος σμηναγός ήταν και προϊστάμενος των γραφείων ασφάλειας και άμυνας, που ήταν η ειδικότητά μου και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ναι, ήμουν πολύ κωλόφαρδος! Ένα κωλομέρι από αυτήν την κωλοφαρδία το χάιδεψε τελικά κι ο Φώτης, όταν είπα στον προϊστάμενο τις περιπέτειές του κι εκείνος είπε «θα το κανονίσω, αλλά θα είσαι υπεύθυνος εσύ. Αν γίνει καμιά "πίπα", θα πάτε και οι δύο στη Σκύρο». Δεν πήγαμε παρότι ο Φώτης έσκασε πάλι κάμποσες «πίπες»* μέχρι να απολυθεί...

(* σημείωση: «πίπες» λέγαμε στο στρατό τις στραβές, τα σφάλματα που επέσυραν ποινές).

Μια από αυτές, ήταν τα κολλητιλίκια του με έναν Κορίνθιο, τον Κώστα τον «Λόλεκ». Έτσι τους φωνάζαμε τότε, «Μπόλεκ και Λόλεκ», από την πολωνική σειρά κινουμένων σχεδίων που ...απολαύσαμε στην Ελλάδα της δεκαετία του ΄80. Είχαν κοινές παραστάσεις ως παιδιά της νύχτας, κοινή «λογική» (αν υποθέσουμε πως ο Φώτης είχε συναντηθεί ποτέ με τη λογική), κοινά ακούσματα (άδικα, μωρό μου άδικα, πήγα κι άκουσα σκυλάδικα), κοινά πάθη (με τόσο ουίσκι, θα μπορούσαν να κατάγονται από το ...Ουισκόνσιν), από κάποια στιγμή και μετά είχαν και κοινές υπηρεσίες, για να κάνουν παρέα όταν έμεναν μέσα. Σημείωση: τις υπηρεσίες τις έβγαζα εγώ...

Σε μια από αυτές τις κοινές υπηρεσίες, έτυχε να πάρω χαμπάρι κι ένα κοινό κόλπο που είχαν σκαρώσει. Πηγαίνοντας τους σκοπούς στα πόστα τους με ένα διπλοκάμπινο Φολκσβάγκεν, είδα τους Μπόλεκ και Λόλεκ να ανηφορίζουν σε έναν λοφίσκο της μονάδας, λίγο πριν σουρουπώσει. Αν δεν ήξερα το πάθος του Φώτη για το φουστάνι, θα έβαζα με το νου μου. Δεν έβαλα. Δεν χρειάστηκε, γιατί τα δυο ποτιστήρια που βάσταγαν στα χέρια τους, δεν πρόδιδαν τη συγκεκριμένη «βρομοδουλειά», αλλά μια άλλη. Τι πήγαιναν να ποτίσουν;

Αυτό ακριβώς το διαπίστωσα μερικά λεπτά αργότερα, όταν επέστρεψα τους σκοπούς στον θάλαμο και ανηφόρισα με το διπλοκάμπινο στον λοφίσκο. Τους βρήκα να ποτίζουν τα φυτά. Ο Λόλεκ, μάλιστα, προφανώς είχε προλάβει να δρέψει και καρπούς από τα -περίπου πενήντα- δενδρύλλια, καθώς ήδη είχε ανάψει ένα τσιγαριλίκι σαν τα πούρα του Μάκη του Ψωμιάδη. Ο Φώτης δεν κάπνιζε ούτε τσιγάρο, οπότε κατάλαβα αμέσως προς τι η εμπλοκή του με τα φυτά, τα οποία είχαν θεριέψει. Ήθελε να σπρώχνει την πραμάτεια του στα νυχτομάγαζα που σύχναζε, είτε ως θαμώνας είτε ως «κράχτης». «Να βολεύω μερικά φιλαράκια που μου ζητάνε τέτοιες διευκολύνσεις», όπως μου είπε όταν τον ρώτησα «τι μ@λ@κίες κάνεις;», αν είναι τρελός κι αν καταλάβαινε ότι αν τον μάζευαν οι καραβανάδες, θα πήγαινε κατευθείαν αεροδικείο και δεν θα απολυόταν ποτέ...

Ήταν ίσως η τελευταία φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου ...εκτός εαυτού. Ούτε που θυμάμαι τι ακριβώς έκανα. Το μόνο που θυμάμαι μετά, όταν ηρέμησα, ήταν τα ξηλωμένα χασισόδεντρα στον λόφο και κάτι ...λόφους μπλαβί στα πρόσωπα του Μπόλεκ και του Λόλεκ. Και στο δικό μου, όπως διαπίστωσα αργότερα κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Είτε βάραγα και τον εαυτό μου, είτε τους έριχνα και μου έριχναν...

Αργότερα, πήρα το Στάγερ που είχαμε μετατρέψει σε σκουπιδιάρα, ζήτησα από τον επόπτη να μου υπογράψει ένα δρομολόγιο «ΑΑ» (αναλόγως αναγκών) για να πάω να αδειάσω τα σκουπίδια στη χωματερή και να φέρω σουβλάκια και πορνοταινίες από το βιντεοκλάμπ του κοντινότερου χωριού. Εκείνος δεν αρνήθηκε (γνωρίζοντας την κολεγιά μου με τον προϊστάμενο ασφαλείας - τότε δεν τα έβαζε κανείς με το Άλφα Δύο) και μετά από λίγη ώρα οι αρουραίοι της χωματερής μαστούρωναν ευτυχισμένοι με το χορταράκι των Μπόλεκ και Λόλεκ. Οι οποίοι φρόντισα να μην ξανακάνουν ποτέ έκτοτε μαζί υπηρεσία, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο κι εκείνοι το δικό τους στη θέση του...

Μέχρι να σταματήσω να θυμάμαι τους μπελάδες που με έχει βάλει ο Φώτης, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.