Ακόμα «πιο χαμηλά, πιο χαμηλά»! (vid)

Ακόμα «πιο χαμηλά, πιο χαμηλά»! (vid)

Εκείνη την εποχή, αρχές της δεκαετίας του ΄90, η παλιοπαρέα των έιτις είχε έναν απαράβατο κανόνα. Αν κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο κάποιον άλλον της παρέας και του έλεγε «χώρισα», τότε τραβάγαμε όλοι γραμμή για το σπίτι του χωρισμένου και ποτέ με άδεια χέρια.

Μια μπουκάλα ουίσκι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μια μπουκάλα κονιάκ για μνημόσυνο, μια μπουκάλα τσίπουρο και μια σακούλα σταφίδες για να ζεστάνουμε την ατμόσφαιρα, ο καθένας ό,τι μπορούσε έφερνε. Εξαίρεση οι περιπτώσεις που χώριζε ο Φώτης, οι οποίες δεν ήταν και λίγες. Σε αυτή την εξαίρεση που θύμιζε εν πολλοίς κανόνα (λόγω συχνότητας), δεν μαζευόμασταν στο σπίτι του Φώτη (ο πατέρας του, ο Σαυρογιώργης, ήταν πολύ μυστήριος), αλλά στην αποθήκη της αυλής του πατρικού μου που είχα μετατρέψει τότε σε καμαράκι για να ανεξαρτητοποιηθώ και -τάχα- να κάνω την επανάστασή μου. Εκείνο που δεν άλλαζε, ήταν ο κανόνας του ποτού. Ο Φώτης, παρότι εκείνος ερχόταν απέξω, δεν έφερνε τίποτα. Γενικά, όποιος κι αν χώριζε, σ΄ όποιο σπίτι κι αν πηγαίναμε, ο Φώτης δεν έφερνε τίποτα. Είτε χωρισμένος είτε ζευγαρωμένος, έπινε τζάμπα. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του κολλητού μας, κάθε χωρισμός ήταν μια αφορμή για να πιούμε μέχρι τελικής πτώσεως. Αν μαζευόμασταν και οι πέντε, τέσσερα μπουκάλια (μείον αυτό που δεν έφερνε ο Φώτης). Αν μαζευόμασταν τέσσερις, τρία. Στα τρία, δύο. Κι αν μαζευόμασταν δύο, δεν ήταν μάζωξη, αλλά διαλυμένη διαδήλωση.

Εκείνο το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο ο Φώτης. «Χώρισα». Δεν ήταν έκπληξη, αλλά ήταν από τις πρώτες -η 3η ή ...η 17η- φορές που διέλυσε αρραβώνα. Πήρα τηλέφωνο τον Δεμπασκαλά, που σε κάτι τέτοια ήταν ο πιο ευαίσθητος. Μόλις του είπα τι έγινε, σε μια κρίση λογοδιάρροιας από τις σπάνιες, αντί να μου πει «δεν πας καλά», μου είπε «έρχομαι». Και ήρθε...

Μαζί του ήρθε κι ο Πέτρος ο Αρμένης, με μια μπουκάλα Μπαλαντάινς. Ο Δεμπασκαλάς βάσταγε ένα Μεταξά, μια μπουκάλα τσίπουρο (ένα για εκείνον κι ένα για μένα - του το είχα παραγγείλει) και μια σακούλα ξηροκάρπια, που προφανώς βρήκε εύκαιρα στον καφενέ του Μπάφα, ο οποίος πλέον έτεινε να γίνει δικός του. Ο Παππούς δεν ήρθε, γιατί τότε σπούδαζε στην Αθήνα. Τέτοια εποχή ήταν, ψιλόβρεχε κι έκανε κρύο. Ανοίξαμε πρώτο το Μεταξά και πιάσαμε από μια χούφτα σταφίδες ο καθένας. Ο Φώτης άφαντος. Μόλις φτάσαμε το Μεταξά στη μέση και ζεστάναμε τα μέσα μας, πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του και το σήκωσε ο Σαυρογιώργης. «Στο δωμάτιό του. Σάμπως έχει μούτρα να κυκλοφορήσει έτσι που τα ΄κανε πάλι; Με έχει ξεφτιλίσει με τους αρραβώνες και τα χωρίσματά του. Να βγάλω τη ζωστήρα και να δει αυτός...», μου είπε μονοκοπανιά πριν μου τον δώσει στο τηλέφωνο και ήμουν βέβαιος πως πριν από μερικά χρόνια, πριν ο Σαυρογιώργης πάθει το έμφραγμα και ηρεμήσει, θα την είχε βγάλει τη ζωστήρα κι ο Φώτης δεν θα είχε ούτε μούτρα ούτε κώλο για να κυκλοφορήσει...

«Πού είσαι, ρε χαμένε;», τον ρώτησα. «Εσείς πού είστε, ρε χαμένοι;», απάντησε με ερώτηση και το προχώρησε: «Ωραίοι φίλοι είστε. Εγώ τρέχω για όλους και μια φορά(!!!) που χώρισα, δεν ήρθε κανένας να με παρηγορήσει»! Έμεινα σύξυλος. «Το ΄χεις χαμένο, έτσι; Σπίτι μου είμαστε με απ΄ όλα και σε περιμένουμε». Ήρθε μέσα σε πέντε λεπτά και όλοι μείναμε με το στόμα ανοικτό. Κράταγε ένα Μπαλαντάινς! «Τι είναι αυτό;», ρωτήσαμε με μια φωνή, καθώς δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. «Ουίσκι. Έτσι θα ερχόμουν εγώ στα φιλαράκια μου; Για τέτοιο άνθρωπο μ΄ έχετε;». Για τέτοιο και χειρότερο τον είχαμε, αλλά δεν του το είπαμε. Αφού ρωτήσαμε τα βασικά, «γιατί χώρισες;», «πού;», «πώς;» και «πότε;» (με «ποια» χώρισε δε ρωτήσαμε - ξέραμε, με τη Βάσω του Κλαπάνα είχε χωρίσει και καλά έκανε εδώ που τα λέμε), αφού μας απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις με μισόλογα (από τα συμφραζόμενα την κεράτωνε και τον είχε πάρει χαμπάρι - απλά πράματα) κι αφού ο Δεμπασκαλάς έπαθε νέα κρίση λογοδιάρροιας, δεύτερη στο ίδιο απόγευμα - ήθελε γιατρό το δίχως άλλο («δεν πας καλά» του είπε, αν αναρωτιέστε), ο Φώτης άνοιξε το Μπαλαντάινς που είχε φέρει κι άρχισε να σκαλίζει τους δίσκους μου. «Καλή αυτή;», με ρώτησε και μου έδειξε τον δίσκο - πιατέλα της Άντζυς Σαμίου με τίτλο «Το αδύνατο σημείο μου».

Νέα, διπλή έκπληξη. Πρώτον, πώς ήταν δυνατόν ο Φώτης, ο συγκεκριμένος Φώτης, ο Φώτης που έφαγε τα νιάτα του στα σκυλάδικα και τα χαμαιτυπεία, να μη γνωρίζει αν είναι καλή η Άντζυ Σαμίου. Να μη γνωρίζει, εν τέλει, ποια είναι η Άντζυ Σαμίου. Δεύτερον, πώς διάβολο βρέθηκε αυτή η πιατέλα στη δισκοθήκη μου; «Εγώ στον είχα φέρει το καλοκαίρι, αλλά δεν τον είχα ακούσει», απάντησε -χωρίς καν να ρωτήσω- στην απορία μου ο Φώτης, ο οποίος όντως όταν τον έδιωξαν από ένα μπαρ που δούλευε(;) το περασμένο καλοκαίρι, μου κουβάλησε στο καμαράκι καμιά πενηνταριά δίσκους, επειδή «μου χρωστάγανε κάτι μεροκάματα». Χωρίς να ρωτήσει, έβαλε τον δίσκο στο πικάπ και τότε θυμήθηκα: «Αυτή έχει κάνει και γυμνή φωτογράφιση στο Πλεϊμπόι». Χωρίς χρονοτριβή κι ενώ ήδη ακούγαμε -με ανοικτό το στόμα- την προτροπή της Άντζυς για στοματικό έρωτα «εκεί που καίγομαι πολύ θέλω να νιώσω το φιλί, κάν΄ το κορμί μου να μιλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά», ο Φώτης κατευθύνθηκε στο ντουλάπι που φιλοξενούσε τη συλλογή μου με τα Πλεϊμπόι.

Μετά από σύντομη αναζήτηση ανακάλυψε το τεύχος με την Άντζυ Σαμίου και πλέον απολάμβανε τη λατρεμένη τραγουδίστρια, σε μια νάιντις εκδοχή του φουλ χάι ντεφινίσιον. Με εικόνα ιλουστρασιόν και ήχο ντόλμπι στέρεο! «Πιο χαμηλά», πρόσταζε η Άντζυ, πιο χαμηλά κοίταζε κι ο Φώτης, «αυτή είναι γυναίκα» και «κοίτα πόσο φουντωτό τον έχει τον σκαντζόχοιρο» σχολίαζε κι εκείνο το βράδυ έμεινε τελικά στην ιστορία επειδή μέχρι να πιούμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και να μετρήσουμε όσους σκαντζόχοιρους είχε φιλοξενήσει μέχρι τότε το Πλεϊμπόι, ξημέρωσε κι ακόμα βγάζαμε αγκάθια. Όχι από τα συμπαθή αγκαθωτά θηλαστικά, αλλά από τις καρδιές των χωρισμένων, καθώς όλοι αρχίσαμε να θυμόμαστε παλιές ιστορίες και παλιούς σκαντζόχοιρους. Εννοείται πως ο φρεσκοχωρισμένος Φώτης ήταν αυτός που μας παρηγορούσε...

Μέχρι να ξεχάσω τη φουλ χάι ντεφινίσιον Άντζυ Σαμίου των νάιντις, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τον Φώτη και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.