Το μεγάλο πρόβλημα με την ελληνική υποκριτική τέχνη

Το μεγάλο πρόβλημα με την ελληνική υποκριτική τέχνη

Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι ο κινηματογράφος και το θέατρο νοσούν στην Ελλάδα. Όχι από την άποψη ότι δεν υπάρχουν θεατρικά και κινηματογραφικά έργα για την απόλαυση του κοινού. Ίσα-ίσα, για την οικονομία και μέγεθος της χώρας, θα έλεγα ότι το μέγεθος της υποκριτική δραστηριότητας την τιμά με το παραπάνω. Το πρόβλημα είναι στην αποτυχία της χώρας να κάνει την υποκριτική της εξαγώγιμο προϊόν.

Σε φεστιβάλ διεθνούς και ανεξάρτητου κινηματογράφου ανά την Ευρώπη, βρίσκεις ταινίες από την Σερβία, την Σλοβενία και την Κροατία και σπάνια από Ελλάδα. Πώς είναι δυνατόν με τόσο ταλέντο, πανέμορφα μέρη για υπόβαθρο και τόση ιστορία, με το ζόρι να υπάρχουμε κινηματογραφικά στην παγκόσμια οθόνη;

Το κύριο πρόβλημα κατά την ταπεινή μου άποψη - ως θεατής που περιμένει να πεισθεί και να συμπάσχει με τον ηθοποιό απέναντί του είτε εν ζωή είτε ως εικονοστοιχεία - είναι η ισορροπία συναισθημάτων.

Έχουμε ένα πρόβλημα στην υποκριτική μας ερμηνεία που σχεδόν πάντα πέφτει στις μια από τις δύο ακραίες καταστάσεις: Γαρούφαλο στ’αυτί ή υπερδραματοποίηση. Στα μισά έργα ο ένας κυνηγάει τον άλλον και στα άλλα μισά στόμφος και ενδόμυχος πόνος στα άκρα. Έχουμε μια τάση να θέλουμε τις ταινίες μας και τα θεατρικά μας έργα πολύ μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Θεμιτό ο ηθοποιός να μας ταξιδεύει για ξεχνάμε την καθημερινότητά μας αλλά όχι να μας πατρονάρει, σέρνοντάς μας σε μια ουτοπία που θυμίζει σχεδόν παιδικό παραμύθι.

Τρανό παράδειγμα χαζοχαρούμενης ταινίας που απλά με εκνεύρισε από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν το «Λουκουμάδες με μέλι» που την όλη την ώρα που όλοι τρέχουνε σαν τον Βέγκο, τσουπ και το θέμα της παιδικής παιδεραστίας εμβολίζεται άτεχνα στο σενάριο για να το «σοβαρέψουνε», κάτι δύσκολο όταν ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Χαϊκάλης!

Δεν θα ξεχάσω πότε πριν περίπου 15 χρόνια που πήγα να δω τους «Αριθμημένους» σε ένα θέατρο στην κεντρική Αθήνα. Ένας από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές έτρεξε προς τους θεατές ετοιμοθάνατους και βογκούσε επί δέκα λεπτά όσο δυνατά μπορούσε πριν – επιτέλους – ψοφήσει. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει έτσι. Ήταν ενοχλητικό να το βλέπεις αυτό αλλά κάποιος στην δραματική σχολή πρέπει να του είπε ότι όσο πιο σαματά κάνεις τόσο περισσότερο το κοινό «θα νιώσει τον πόνο σου». Εκνευρίστηκα πολύ στις «Νύφες» όταν όλοι ψιθύριζαν τόσο πολύ για να «υπερδραματοποιήσουν» την ερμηνεία που αναγκάστηκα να δω το έργο με αγγλικούς υπότιτλους.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη μαστοριάς και σεβασμού στην λεπτομέρεια. Δύο παραδείγματα να παραθέσω: Το πρώτο όπου στο «Safe Sex», το αναμασημένο ρομάντζο μεταξύ του προϊσταμένου και της υπαλλήλου, όπου τα μηνύματα που υποτίθεται ότι ανταλλάσσονται στον υπολογιστή εμφανίζονται ως χαρακτήρες στο Microsoft Word. Έλεος, τουλάχιστον κάντε κάποιο ψεύτικο λόγισμικό που να μοιάζει με διαδικτυακό chatroom. Το δεύτερο, οι προφορές. ΟΙ ΠΡΟΦΟΡΕΣ! Στο εξωτερικό οι ηθοποιοί κάθονται, ιδρώνουν και μαθαίνουν τις προφορές που υποδύονται. Ενώ το «El Greco» είχε κάθε ευκαιρία να πετύχει ως εξαγώγιμη ταινία, μου κοτσάρουν την Ματσούκα που με προφορά της κυράς Δέσποινας από το Αιγάλεω, υποδύεται την Ενετή αριστοκράτισσα!

Επίσης, γιατί δεν βλέπουμε τις ομορφιές της χώρας μας στις ταινίες που παράγουμε. Έχουμε ένα ζαλισμένο έρωτα με αόριστα σκοτεινά σοκάκια, σιταρένια χωράφια, παλιομοδίτικα διαμερίσματα. Άμα δεν είχε γυριστεί το «Απέραντο Γαλάζιο» στην χώρα μας θα είχε φανεί ποτέ η Αμοργός; Γιατί δεν παίρνουμε παραδείγματα από τον γαλλικό κινηματογράφο, όπως την υπέροχη ρομαντική κομεντί με την Όντρι Τατού στο “Priceless” όπου με γούστο, αυτοσαρκασμό και τσαχπινιά ανακαλύπτουμε την κοσμοπολίτική και φυσική ομορφιά της Κυανής Ακτής. Φτάνει πια με το ψευτοεπαναστατικό, πιεστικά «εναλλακτικό» μένος να προσπαθούμε να εξομοιώνουμε την «μελαγχολία του Μπρίστολ» σε μία άχαρη προαστιακή γειτονιά της Αθήνας!

Ευτυχώς, υπάρχουν ταινίες όπου έχουν όλες τις ισορροπίες όπως η «Πολίτικη Κουζίνα». Γιατί δεν κρατάμε αυτή την ισορροπία και να αποτάξουμε επιτέλους όλο τον συνεχή πόνο και την χαζοχαρουμενάδα;

Φυσική και οργανική ερμηνεία, αυτοσαρκασμός, τσαχπινιά, λιγότερη σοβαροφάνεια και εμπλουτισμός του ρεαλισμού και νομίζω ότι η Ελλάδα θα μπορούσε πολλά περισσότερα.

 

Facebook: George Julius Perakis