Εγκλωβισμένοι στον λαβύρινθο με τα αυτοσχέδια κουτιά δυστυχίας

Εγκλωβισμένοι στον λαβύρινθο με τα αυτοσχέδια κουτιά δυστυχίας

Το κουτί υπ’αριθμόν 0012 είχε μόλις φτάσει. Οι πόρτες άνοιξαν και άψυχοι αριθμοί στοιβάχτηκαν βιαστικά ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν είχε σημασία αν θα τσαλακώνονταν, αν θα άλλαζαν μορφή ή αν θα εξαανίζονταν. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να χωρέσουν. Οι πόρτες έκλεισαν βιαστικά και το κουτί με τον αριθμό 0012 ξεκίνησε. Μετά από λίγο οι πόρτες άνοιξαν πάλι και ένας ένας οι παράξενοι επιβάτες ξεχύθηκαν και πάλι στους δρόμους.

Διαφορετικά πρόσωπα δεν υπάρχουν. Οι εκφράσεις έχουν παγώσει, τα χαμόγελα έχουν χαθεί. Θαρρείς πως κάποιος τους έκλεψε τα πρόσωπα, στη συνέχεια σκάλισε σε πέτρα την πιο λυπημένη μάσκα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί και με το ζόρι την κόλλησε εκεί που κάποτε έβλεπες πρόσωπα ζωντανά, διαφορετικά, γεμάτα περιέργεια για τη ζωή. Τώρα καμία περιέργεια δεν τους έμεινε.Τα έχουν εξηγήσει όλα, τα έχουν συνηθίσει και τους έχουν πλέον κουράσει. Η ζωή από μοναδική δυνατότητα ύπαρξης, μετατράπηκε σε ένα βαρύ φορτίο. Γεννιέσαι μέσα της και αναγκάζεσαι να την κουβαλάς μέχρι το τέλος. Η ζωή έγινε ανυπόφορη και οι απρόσωποι πια αριθμοί έχασαν το λόγο ύπαρξής τους.

Το κουτί 0012 σταματάει και ένα γέρικος πια αριθμός κατεβαίνει με αργά βήματα. Περπατάει σαν υπνωτισμένος για αρκετή ώρα, μία διαδρομή που μπορεί να κάνει, ακόμα και αν στη μάσκα δεν ανοίχτηκαν ποτέ τρύπες εκεί που κάποτε υπήρχαν δυο ξάγρυπνα μάτια. Τώρα πια θα έχουν κοιμηθεί, πάει καιρός άλλωστε. 

Δεν επέλεξα να ακολουθήσω τυχαία τον συγκεκριμένο αριθμό. Δε θα σας τον μαρτυρήσω μα θα σας πω πως κάποτε ζούσε ελεύθερος σε ένα δάσος μαζί με άλλους αριθμούς. Ζούσαν ευτυχισμένοι χωρίς μάσκες, χωρίς να κρύβονται. Οι εκφράσεις τους ήταν ολοζώντανες, έντονες, συνδεδεμένες με τα έγκατα της ψυχής του καθενός. Τα μάτια τους σε διαρκή εγρήγορση δε χόρταιναν να ρουφούν τις παραστάσεις που τόσο γενναιόδωρα η ζωή έπλαθε για χάρη τους. 

Μια μέρα όμως όλα άλλαξαν. Ήρθαν εκείνοι από μακριά και τους είπαν πως δεν είναι ασφαλείς. Πως είναι ανόητο να ζουν έτσι, απροστάτευτοι, έρμαια τόσων κινδύνων. Τρόμαξαν, δεν ήθελαν να πάθουν κακό, ήθελαν να ζήσουν. Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Κουτιά. Θα φτιάξετε κουτιά. Κουτιά από πέτρα, χάρτινα, κουτιά με ρόδες… ένα λαβύρινθο από κουτιά. Μέσα σε αυτά θα κλείσετε ότι πολύτιμο νομίζετε πως έχετε και στη συνέχεια  τους ίδιους σας τους εαυτούς. Εμείς θα μετακινήσουμε τα κουτιά σχηματίζοντας ένα λαβύρινθο που ποτέ δε φανταστήκατε πως μπορούσε να υπάρξει. Εκεί θα ζήσετε, καλά προστατευμένοι και θα αφιερώσετε το υπόλοιπο της ζωής σας να προσπαθείτε να βγείτε από αυτόν. Αν τα καταφέρετε σημαίνει πως δεν είστε πια ασφαλείς. Μην ανησυχείτε όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Και κάτι τελευταίο. Τα πρόσωπά σας είναι άχρηστα, κουραστικά, προκαλούν σύγχυση. Θα τα πάρουμε μαζί μας. Μην ανησυχείτε όμως, σας φέραμε αυτά εδώ. Για ασφάλεια. Υποχρεωτική ασφάλεια. Στη συνέχεια έφυγαν.

Και η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι σταμάτησαν να ψάχνουν έξοδο, ξέχασαν ότι ζούνε πια σε κουτιά. Κουτιά δυστυχίας, τοποθετημένα έτσι ώστε να μην υπάρχει διαφυγή. Και αυτοί που κάποτε γνώριζαν, τώρα έχουν ξεχάσει. Η λήθη έσβησε τις αναμνήσεις, και ο χρόνος έφθειρε τις καρδιές. 

Ο γέρικος αριθμός έχει σταματήσει να περπατά εδώ και ώρα. Κοντοστέκεται μπροστά σε μία ξύλινη πόρτα και δεν κάνει βήμα. Δεν προσπαθεί να ανοίξει αλλά ούτε και αποφασίζει να φύγει. Ξαφνικά σηκώνει τα χέρια και τραβάει με όση δύναμη του έχει μείνει την πέτρινη μάσκα που με το ζόρι κάποτε του φόρεσαν. Μια στριγκλιά και αμέσως μετά ο θόρυβος της πέτρας που σπάει, πνίγονται στη φασαρία της απογευματινής κίνησης. Ο γέρικος αριθμός δεν έχει πρόσωπο, του το είχαν κλέψει. Το ξέρει πολύ καλά αυτό. Ξέρει τι θα ακολουθήσει αυτή του την πράξη. Ξέρει πως θα τον περιγελούν. Ξέρει πως θα μείνει μόνος. Θα τον σκοτώσουν…

-Τότε γιατί; Γιατί το έκανε;

- Για την ελπίδα. Τώρα υπάρχει ελπίδα. Και ξέρεις τα πρόσωπα ξαναβγαίνουν, οι καρδιές όμως που πεθαίνουν δε ζωντανεύουν ποτέ πια.

-Και η δική μου καρδιά;

-Εσύ ξέρεις…