Ένας ηλικιωμένος εξομολογείται...

Ένας ηλικιωμένος εξομολογείται...

Μεγάλωσα. Στα χέρια και το πρόσωπό μου έχει αποτυπωθεί το πέρασμα των χρόνων και το αδυσώπητο πέρασμα της νεότητας. Αχ! Εκείνη η ορμή της νεότητας που μου έλεγε ότι θα γίνω κάποιος άλλος και η κατάληξή μου τελικά ήταν διαφορετική. Τώρα κάθομαι μόνος σε εκείνη την πολυθρόνα δίπλα στη βιβλιοθήκη μου, κοιτώντας φωτογραφίες και περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει.

Ο χρόνος δε με φόβισε ποτέ. Γιατί να τον φοβάμαι; Δεν έκλεψα τίποτα, τα χρόνια μου χαρίστηκαν και τα έζησα και τα χάρηκα. Ούτε το θάνατο φοβάμαι πια. Μάλλον ποτέ δεν τον φοβήθηκα. Γιατί να τον φοβηθώ και να του δώσω τόση δύναμη επάνω μου, να του επιτρέψω να με νικήσει; Δε θα τον νικήσω έτσι και αλλιώς, όχι, ποτέ δεν τον φοβήθηκα. Φοβήθηκα περισσότερο την ανεκπλήρωτη ζωή, το να καταλάβω ότι δεν έζησα για την αλήθεια μου, αλλά για αυτό που ήθελαν να βλέπουν οι άλλοι.

Όχι, ευτυχώς, έζησα καλά. Και τα λάθη μου τα χάρηκα, γιατί τουλάχιστον τα έπραξα με τη θέλησή μου και με παιδαγώγησαν, και ας με τρόχισαν σα μαχαίρι. Αλλά έτσι πρέπει, τη ζωή να τη ζεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα πληγωθείς. Τι νόημα έχεις να πηγαίνεις μόνο εκεί που δεν πονάς, στην ασφάλεια;

Μεγάλωσα. Μερικές φορές νομίζω ότι στους τοίχους ζωγραφίζονται σκιές, ζωγραφίζεται η μορφή μου όταν χόρευα, όταν έτρεχα και σπούδαζα. Όμορφες στιγμές, ποτέ δεν πέθαναν. Ότι κουβαλάς μέσα σου, ποτέ δε χάνεται. Και τώρα ακόμη που οι δυνάμεις μου πολλές φορές με εγκαταλείπουν και κουράζομαι, χορεύω μόνος μέσα στο σπίτι. Χωρίς να με νοιάζει ποιος θα με δει.

Μερικές φορές με πιάνει το παράπονο. Νοιώθω ότι με ξεχνάνε, νοιώθω τη μοναξιά να με πνίγει και ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου. Το τηλέφωνο δε χτυπάει τις περισσότερες φορές, γιατί με ξεχνάνε; Έχω ακόμα ανάσα μέσα μου, και χέρια που ζητάνε αγκαλιά και στοργή.

Μεγάλωσα. Και νοιώθω τυχερός γιατί δεν με ξόδεψα χωρίς νόημα. Και χαίρομαι που μεγαλώνω, το θεωρώ ευλογία και όχι κάτι άσχημο που πρέπει να με φοβίζει. Ναι. Μεγάλωσα. Και χαίρομαι γιατί έτρεξα σε αλάνες, γιατί μάτωσα τα γόνατά μου, γιατί ήρθα σε αυτή τη ζωή. Στεναχωριέμαι μόνο γιατί νοιώθω ότι με ξεχνάνε και αυτό με πικραίνει. Δεν καταλαβαίνω, επειδή είμαι πιο μεγάλος σταμάτησα να θέλω να νοιώθω ότι με αγαπούν;

Τα παιδιά μου έρχονται κάποιες φορές και με βλέπουν. Ξυπνάω νωρίς, δεν κοιμάμαι πολλές ώρες. Και το φαγητό μου είναι απλό και λιτό. Μεγάλωσα και κατάλαβα ότι η ωραιότητα βρίσκεται στα λίγα, και με τα λίγα νοιώθω ευτυχισμένος και επαρκής.

Μεγάλωσα. Πέρασαν πολλά χρόνια από πάνω μου. Το νοιώθω. Η μόνη μου στεναχώρια είναι το τηλέφωνο που δε χτυπάει συχνά. Μπορεί και να χτυπήσει. Όσο ζει κάποιος ελπίζει γιατί όσο είσαι ζωντανός μπορείς να γεύεται και να βιώνεις τα πάντα.