Μαξ Φρις - Ο Ανδορριανός Εβραίος

Μαξ Φρις - Ο Ανδορριανός Εβραίος

Στην Ανδορρα ζοῦσε κάποιος νέος ποὺ ὅλοι τὸν περνοῦσαν γιὰ ῾Εβραῖο. ᾽αξίζει ν' ἀϕηγηθοῦμε τὴν ἱστορία τῆς πιθανολογούμενης καταγωγῆς του καθὼς κι ἐκείνη τῆς καθημερινῆς του συμβίωσης μὲ τοὺς ᾽ανδορριανοὺς ποὺ ἔβλεπαν σ ᾽ αὐτὸν ἕναν ῾Εβραῖο πρόκειται γιὰ μιὰ παραδεδομένη εἰκόνα τοῦ ῾Εβραίου, εἰκόνα ποὺ τὴν ἔβρισκε παντοῦ μπροστά του.

Δυσπιστοῦσαν ἀπέναντι στὸν ψυχισμό του, ἕναν ψυχισμὸ πού, καθὼς ἄλλωστε οἱ Ανδορριανοὶ τὸ γνωρίζουν καλά, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἔχει ἕνας ῾Εβραῖος. Τὸν ἐπιτιμοῦσαν γιὰ τὴν ὀξύνοιά του, ἡ ὁποία ἀκριβῶς γι ᾽ αὐτὸ γινόταν ἀναγκαστικὰ πιὸ αἰχμηρή. Ή ἀκόμα γιὰ τὴ σχέση του μὲ τὸ χρῆμα, ποὺ στὴν Ανδόρρα παίζει μεγάλο ρόλο: γνώριζε, αἰσθανόταν ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι τους τὸ σκέϕτονταν χωρὶς νὰ τὸ λένε. ᾽Εκεῖνος εἶχε ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἀλήθευε τὸ ὅτι σκεϕτόταν συνεχῶς τὸ χρῆμα· εἶχε ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του, ὥσπου ἀνακάλυψε πὼς ἦταν ἀλήθεια, πὼς ἦταν γεγονὸς ὅτι δὲν ἔπαυε νὰ σκέϕτεται τὸ χρῆμα.

Τὸ ὁμολόγησε, τὸ παραδέχτηκε, καὶ οἱ ᾽ανδορριανοὶ ἀλληλοκοιτάζονταν σιωπηλοί, δίχως καμία σχεδὸν σύσπαση τοῦ προσώπου τους. ακόμα κι ὡς πρὸς τὰ ζητήματα τῆς πατρίδας, γνώριζε ἐπακριβῶς τί σκέϕτονταν· ὅποτε ἔπιανε αὐτὴ τὴ λέξη στὸ στόμα του, ἐκεῖνοι δὲν τῆς ἔδιναν σημασία, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ νόμισμα πεσμένο σὲ ἀκαθαρσίες. Γιατὶ ὁ ῾Εβραῖος -κι αὐτὸ ἐπίσης τὸ γνώριζαν οἱ Ανδορριανοί- ἔχει πατρίδες ποὺ τὶς ἐπιλέγει, ποὺ τὶς ἀγοράζει, ἀλλὰ δὲν ἔχει μία πατρίδα ὅπως ἐμεῖς ἀπὸ γεννησιμιοῦ μας· καὶ ὅ,τι καλὸ κι ἂν ἐννοοῦσε ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὰ συμϕέροντα τῆς Ανδόρρας, τὰ λόγια του ἔπεϕταν σὲ μιὰ σιωπὴ ὅπως κάτι ποὺ πέϕτει σὲ βαμβάκι. Αργότερα κατάλαβε ὅτι προϕανῶς τοῦ ἔλειπε τὸ τακτ· τοῦ τὸ εἶχαν μάλιστα πεῖ ἀπερίϕραστα μιὰ μέρα πού, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ συμπεριϕορά τους, εἶχε ὀργιστεῖ γιὰ τὰ καλά. Η πατρίδα ἀνῆκε, ἅπαξ καὶ διὰ παντός, στοὺς ἄλλους, καὶ δὲν ἀναμενόταν ἀπ ᾽ αὐτὸν ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀγαπάει· ἀπεναντίας, οἱ ἐπίμονες προσπάθειες κι ἐπιδιώξεις του ἄνοιγαν ἁπλῶς χάσμα καχυποψίας ἀνάμεσα σ' αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους. Λαχταροῦσε κάποια εὔνοια, κάποια εὐμένεια, μιὰ ὑπερβολικὴ οἰκειότητα ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μόνο ἕνα ἐκ μέρους του μέσον για τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του, ἀκόμα κι ὅταν ἀδυνατοῦσαν νὰ τοῦ βροῦν κάποια ἐνδεχόμενη πρόθεση.

Έτσι λοιπὸν εἶχαν τὰ πράγματα ως ὅτου ἀνακάλυψε μιὰ μέρα, χάρη στὴν ἀκαταπόνητη ὀξυδέρκειά του ποὺ ἀνέλυε τὰ πάντα, ὅτι πράγματι ὄχι μόνο δὲν ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ οὔτε κι αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ λέξη, ἡ ὁποία τοῦ δημιουργοῦσε δυσϕορία κάθε ϕορὰ ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦσε. Ήταν προϕανὲς πὼς εἶχαν δίκιο. Ήταν προϕανὲς πὼς ἀδυνατοῦσε ν' ἀγαπήσει πλήρως, μὲ τὸν ἀνδορριανὸ τουλάχιστον τρόπο. Διέθετε βέβαια τὴ ζέση τοῦ πάθους, σὲ συνδυασμὸ ὡστόσο μὲ τη ψυχρότητα τῆς ἀντίληψής του, πράγμα ποὺ οἱ ἄλλοι τὸ ἐκλάμβαναν ὡς τὸ πάντοτε ἑτοιμοπόλεμο μυστικὸ ὅπλο τῆς ἐκδικητικότητάς του. Τοῦ ἔλειπε ἡ καρδιά, τὸ ἑνωτικὸ στοιχεῖο· τοῦ ἔλειπε -κι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραβλεϕθεῖ- ἡ θέρμη τῆς ἐμπιστοσύνης. Η συναναστροϕὴ μαζί του ἦταν βέβαια συναρπαστική, πλὴν ὅμως διόλου εὐχάριστη, διόλου τερπνή. ῾Ο ῾Εβραῖος δὲν τὰ κατάϕερνε νὰ εἶναι ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι· καὶ μάλιστα, ἀϕοῦ εἶχε μάταια ἐπιχειρήσει νὰ περνάει ἀπαρατήρητος, περιέϕερε τὴ διαϕορετικότητά του μ᾽ ἕνα εἶδος ἰσχυρογνωμοσύνης, ὑπερηϕάνειας καί παραπίσω, ὕπουλης ἐχθρότητας, τὴν ὁποία -ἐπειδὴ ἦτανε καὶ γι' αὐτὸν ὀδυνηρή- ἐξωράιζε μὲ ὁλοπρόθυμη εὐγένεια. Ακόμα κι ὅταν ὑποκλινόταν, τὸ ἔκανε σὰν ἔνδειξη μομϕῆς, λὲς κι ἔϕταιγε ὁλόκληρο τὸ περιβάλλον του ποὺ ἦταν ῾Εβραῖος.

Οι περισσότεροι Ανδορριανοὶ δὲν τοῦ ἔκαναν κανένα κακό. Οὔτε ἑπομένως καὶ τίποτα καλό. Υπῆρχαν ἄλλωστε κι Ανδορριανοὶ πιὸ ἐλεύθερου καὶ προοδευτικοῦ, ὅπως οἱ ἴδιοι τὸ χαρακτήριζαν, πνεύματος, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνονταν νὰ ἔχουν ὑποχρεώσεις ἀπέναντι στὴν ἀνθρωπότητα· ἔτσι, τὸν ῾Εβραῖο τὸν σέβονταν, ὅπως τόνιζαν, ἀκριβῶς γιὰ τὰ ἑβραϊκά του προτερήματα: τὴν ὀξύνοιά του κὶ ἄλλα. Τοῦ παραστάθηκαν ὣς τη μέρα τοῦ θανάτου του, ποὺ ὑπῆρξε ϕρικτός, τόσο ϕρικτὸς κι ἀποτρόπαιος, ὥστε ϕρικίασαν ἀκόμα κι οἱ Ανδορριανοὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν μέχρι στιγμῆς συγκινηθεῖ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶχε ὑπάρξει ϕρικτή. Τοῦτο σημαίνει ὅτι, στη πραματικότητα, δὲν τὸν λυπήθηκαν· ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ ἀπροκάλυπτα, δὲν τοὺς ἔλειψε ποὺ τὸν ἔχασαν. Αγανάχτησαν μόνο μἐ κείνους ποὺ τὸν σκότωσαν καθὼς καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν σκότωσαν -προπαντὸς μὲ τὸν τρόπο.

Για καιρὸ μιλοῦσανε γι' αυτό. Μέχρι τη μέρα ποὺ μαθεύτηκε κάτι ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ νεκρὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζει, ὅτι δηλαδὴ ἦταν ἕνα ἔκθετο παιδί, ποὺ οἱ γονεῖς του ἀνακαλύϕθήκαν ἀργότερα κι ὅτι ἦταν ἐξίσου Ανδορριανὸς ὅπως κι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι...

Κανεὶς πιὰ δὲν ξαναμίλησε γι' αυτό. Κάθε ϕορὰ ὅμως ποὺ οἱ Ανδορριανοὶ κοιτάζονταν στον καθρέϕτη, βλέπανε μὲ τρόμο πὼς είχανε, δηλαδὴ πὼς ὁ καθένας τους είχε, τὰ χαρακτηριστικὰ του ᾽Ιούδα.

Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον τοῦ θεοῦ, ἔχει γραϕτεῖ. Τοῦτο θὰ 'πρεπε νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν θεὸ ὡς αὐτὸς ποὺ εἶναι Ζῶν μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο κι εἶναι ἀπερινόητος. Αλλὰ τοῦτο εἶναι ἕνα ἁμάρτημα ποὺ ὅπως οἱ ἄλλοι τὸ διαπράττουν ὡς πρὸς ἐμᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς τὸ διαπράττουμε σχεδὸν ἀδιάκοπα ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους.

Παρ' εκτὸς ὅταν ἀγαπᾶμε.

Ανδόρρα – Αλφειός

Σχόλιο του μεταφραστή
Στον «Άνδορριανό Εβραίο» τό κεντρικό πρόσωπο είναι ένας κάτοικος της Άνδόρρας πού ολοι τον θεωρούν Εβραίο. Τούτο έχει τραγικές επιπτώσεις στη ζωή του λόγω των άντισημιτικών προκαταλήψεων των συμπολιτών του, οι όποιες, πριν τον οδηγήσουν τελικά στη θανάτωση, τον κάνουν νά υιοθετήσει και ό ’ίδιος «τυπικά εβραϊκά» χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ώσπου, έκ των υστέρων, ανακαλύπτεται οτι δεν ήταν Εβραίος αλλά ένα έκθετο Άνδορριανό παιδί, υιοθετημένο από Εβραίους. Ή Άνδόρρα τού διηγήματος δέν εχει βέβαια καμία σχέση μέ τό υπαρκτό, ομώνυμο κρατίδιο, πού βρίσκεται στά Πυρηναία, στριμωγμένο ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία. Άνδόρρα είναι απλώς τό όνομα ενός προτύπου. Σέ τούτο τό διήγημα, πού γράφτηκε την τελευταία πενταετία τής οδυνηρής δεκαετίας τού ’40, βάσισε, κατά κάποιον τρόπο, ό Μάξ Φρίς τό γνωστότατο θεατρικό έργο του Άνδόρρα, πού άρχισε νά τό συγγράφει τό 1958, τό ολοκλήρωσε τό 1960 καί πρωτοπαρου-σιάστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1961 στη Ζυρίχη. Στήν Ελλάδα παρουσιάστηκε τό 1962 άπό τό Θέατρο Τέχνης, σέ μετάφραση τού Μάριου Πλωρίτη καί σκηνοθεσία τού Κάρολου Κούν, καί μέ τον Μίμη Κουγιουμτζή στον κεντρικό ρόλο τού «Εβραίου».