«Μελαγχοκαιρία»

05.04.2017
«Μελαγχοκαιρία»

Πόλη στα χρώματα της σκόνης.

Στέγες από λαμαρίνες, κρουστά των ανέμων.

Κάτι είπε μέσα απ' τα δόντια του ο ουρανός

κι ύστερα στυφός

έριξε κέρματα μπρούτζινα μια δυνατή βροχή.

Βρόντος.

Κανείς δεν άκουγε τον άλλον τότε

κι έτσι γλιτώναμε.

Μα όταν τέλειωνε η μπόρα

τη σιωπή έσφαζε η φωνή κάποιου πλανόδιου

-τροχιστής του γέλιου-που περνούσε έξω απ τα σπίτια.

Άνθρωπος απαραίτητος.

Κι οι μανάδες,

που τάχασαν όλα γιατί έπρεπε να ζουν αντί να ονειρεύονται,

μόλις τον άκουγαν,

τινάζονταν πάνω κι έψαχναν με μανία τις τσέπες τους.

Και τότε,

τα σπίτια έκαναν, θαρρείς, μαύρες σκέψεις,

πήγαιναν έρποντας μέχρι την άκρη του γκρεμού

και στέκονταν εκεί, με την εξώπορτα στο κενό.

Τα παιδιά ξεκινούσαν να κάνουν τον σταυρό τους

μπροστά στα ρημαγμένα παράθυρα με τη θέα,

όπως τα μάθαμε,

τρία δάχτυλα στο μέτωπο

-εκεί που τους έπρεπε το φιλί που θερμομετρά-

και προσεύχονταν να φύγει ο πλανόδιος, να τελειώσει η μέρα,

να γυρίσουν τα σπίτια στη θέση τους.

Οι υπόλοιποι

λέγοντας από μέσα μας: αν μπορούσα μουλιάζαμε τη θέληση

και στους τοίχους απλώνονταν μια υγρασία ζωγραφική.

Έτσι χαζεύοντας τους τοίχους, γλυτώναμε πάλι.

Κανείς ποτέ δεν μας εξήγησε.

Ώσπου.

Γίναμε σιωπή.

Οι τροχιστές άλλαξαν δρομολόγια.

“Εκεί” έλεγαν, δεν καταδέχεται πια κανείς να γελάσει.

Ο καιρός πέρασε.

Δεν άφησε ίχνη.

Δεν έτρεξε αίμα.

Οι μέρες τώρα, ηλικιωμένοι που ακουμπούν το πηγούνι τους

στην λαβή του μπαστουνιού.

 senoglou3

Ντάνης Σενόγλου

CoverPhoto: Tasos Chonias