Η μάρκα της λύτρωσης - Έλια Ζερβού

20.12.2013
Η μάρκα της λύτρωσης - Έλια Ζερβού
Συνειδητοποίησα ότι περνάμε βαθιά κρίση και ύφεση, όχι επειδή το πορτοφόλι μου παραμένει καινούριο εδώ και τρία χρόνια που το πήρα -σπάνια το ανοίγω πια- αλλά από το Fairy για τα πιάτα. Το μπουκάλι που αγόρασα πριν δυο εβδομάδες, δεν έχει καμία σχέση με το Fairy που καθάριζε με μια σταγόνα όλα τα ταψιά της Βιλαρίμπα. Για ένα φλιτζανάκι του καφέ, ρίχνω τρεις φορές στο σφουγγάρι. Κι όχι μόνο δεν καθαρίζει, αλλά αφήνει και μια λαδίλα πάνω.
 
Και λέω, εντάξει, το κάνανε νερομπούλι για να μην το ακριβύνουν, αλλά το να σου λαδώνει τα σερβίτσια, σημαίνει ότι το βάθος της ύφεσης είναι αμέτρητο.
Διότι θεωρώ ότι η εταιρία το τροποποίησε έτσι από εκδίκηση.
 
Υποβιβάστηκε σε κατάσταση Βιλαμπάχο λόγω κρίσης κι αυτό της προξένησε εκδικητική μανία.
Τέλος πάντων,  θα πάρω AVA την επόμενη φορά, να θυμηθώ την παιδική μου ηλικία, που μόνο με αυτό πλέναμε τα πιάτα, γιατί μόνο αυτό υπήρχε στην αγορά.
Όπως και οι σερβιέτες Serena.
Τότε δεν έλεγες «μου τελειώσανε οι σερβιέτες» έλεγες «μου τελείωσε η Serena».
Μιλάω για τις αρχές της δεκαετίας του 80, μη νομίζουν οι μικρότεροι ότι αναφέρομαι στην εποχή του Τρικούπη.
Και τα σαμπουάν ήταν όλα Clairol.
Τo Herbal στην αρχή,  ένα πράσινο στουπέτσι που μύριζε σαν το δωμάτιο της γιαγιάς, δηλαδή φασκόμηλο με κατουρημένο βρακί.
Μετά ήρθε το Σαμπουάν Μπύρας, πάλι της ίδια εταιρίας και όχι, αυτό μοσχοβολούσε, αλλά ηλέκτριζε και φούσκωνε τόσο τα μαλλιά, που βγαίναμε όλες απ΄το σπίτι σαν να μας τίναξε το πιστολάκι.
Αλλά τότε δεν το καταλαβαίναμε, νομίζαμε ότι ήταν ωραίο έτσι.
Άλλωστε, αφού όλες ήμασταν ίδιες, δεν μπορούσες να καταλάβεις τη διαφορά από το ωραίο. Δεν την έβλεπες πουθενά.
Και δεν ήμασταν όλες ίδιες μόνο στα μαλλιά, ήμασταν και στα ρούχα.
Μπλουτζίν φούστα Levi’s κάτω με Lacoste μπλουζάκι από πάνω οι πιο κυριλέ και Fred Perry οι πιο «ροκ» ή παντελόνι -πάλι- Levis’, ψάθα το καλοκαίρι και
κοτλέ το χειμώνα.
Μόλις ήρθαν τα Robbe di kappa, κάναμε όλες σαν παλαβές να τα πάρουμε, να ξεκολλήσουμε απ΄ τα Λέβις, όπως τα λέγαμε.
Μη φαντάζεστε τίποτα διαφορετικό, ίδια με τα άλλα ήταν, απλώς άλλη φίρμα. Καμιά διαφορά, καμιά καινοτομία.
Αφού μόλις ανακαλύψαμε τα Lee που είχαν αλλιώτικη τσέπη, νομίζαμε ότι γίναμε Νέα Υόρκη.
Ρίχναμε κι ένα Sebago παπούτσι από κάτω, τα «κόλλετζ» όπως τα λέγαμε αυτά στο σχολείο ή ένα All Star και τέλος.
Και η κάλτσα πάντα άσπρη. Όπως και τα All Star.
Αν μας έλεγε κανείς τότε ότι βγαίνουν και σε άλλα χρώματα, τον θεωρούσαμε κοσμογυρισμένο άνθρωπο που είχανε δει πολλά τα μάτια του. Μη νομίζετε οι μικροί ότι τα παραπάνω τα είχαμε σε αφθονία.
Στολές τα είχαμε. Μια το χειμώνα, μια το καλοκαίρι.
Αλλά τι κάναμε οι πονηρές;
Έπαιρνε η μια τα ρούχα της άλλης κι έτσι ήμασταν πάντα καλοντυμένες και κυρίως με άλλο ρούχο. Άμα είχες πολλές φίλες όπως εγώ, είχες και μεγάλη γκαρνταρόμπα.
Εντάξει, τα έχανες τα ρούχα καμιά φορά ή κόλλαγες κάνα μύκητα, αλλά σε γενικές γραμμές, ήμασταν ευχαριστημένες, εκτός από κάποια μεμονωμένα περιστατικά, σαν το παρακάτω.
 Μια φορά ήμουν σε ένα λεωφορείο σταματημένο στα φανάρι και βλέπω να περνάει απέναντι μια κοπέλα απ΄ το σχολείο, που δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις.
Φορούσε ένα μπουφάν μου. Τι δουλειά είχε πάνω της; Εγώ αλλού το είχα δώσει.
Κατεβαίνω τρέχοντας και τη ρωτάω πού το βρήκε.
Στην αρχή έλεγε ότι είναι δικό της. Λίγο πριν μαλλιοτραβηχτούμε μου είπε πως της το χάρισε η Βιβή.
Αχ, η Βιβή, μού πήρε το μπουφάν καινούριο, μια μέρα φορεμένο από μένα και το περίμενα απ΄ τον προηγούμενο χειμώνα πίσω.
Όλο το «ξέχασα» έλεγε όταν τη συναντούσα.
Αλλά δεν το χάρισε έτσι για πλάκα, πήρε για αντάλλαγμα ένα παντελόνι και μερικούς δίσκους.
Το αγαπημένο μου μπουφάν, που για να το αγοράσω προσκυνούσα τη μάνα μου δυο μήνες.
Καταλήξαμε στο σπίτι της Βιβής. Πήρε η κάθε μια τα πράγματά της και χωρίσαμε αγαπημένες.
Μόλις έβγαλα απ΄ τη σακούλα το μπουφάν όμως, άναψε το φως το αληθινό.
Το’ χανε λιώσει οι άτιμες, μόνο Καραγκιόζη που δεν έπαιζα από πίσω. Πήγε στα σκουπίδια κατευθείαν.
Ξεχειμώνιασα με ένα βρώμικο σουέντ, που δεν θυμόμουν από ποια το είχα δανειστεί και το έκλαιγε.
Αυτές οι καταναλωτικές μανίες, με μια εντελώς διαφορετική έννοια από τη σημερινή φυσικά, κράτησαν μέχρι που πήρα πίσω στραβοπατημένα τα Sebago απ΄ την κολλητή μου.
Σαν μαριονέτα πήγαινα, ένα πόδι εδώ, ένα απέναντι.
Τόσο ωραία κοπέλα, να έχει ποδάγρα και να μην ξέρω τίποτα;
 Γίνεται μια κουκλάρα να στραβοπατάει τα παπούτσια της;
Τότε έμαθα πως γίνεται.
Έκτοτε, δεν ξανάδωσα του αγγέλου μου μανό.
Με το Κάμελ ως μοναδικό βερνίκι για παπούτσια, το Copperton ως μόνο αντηλιακό, τα Softex χαρτικά, το Tide, το Βιτάμ, την ΙΟΝ, τα Flokos, τα Πακοτίνια, τη Μερέντα, έφτασα στα 18 και τότε ήρθε η Nutella στην αγορά να σπάσει το φράγμα του ήχου, που λεγόταν μονοπώλιο λόγω φτώχειας.
Της «φτώχειας» όπως την εννοούμε σήμερα, γιατί τότε δεν το βλέπαμε έτσι.
Δεν ξέραμε να πούμε ότι ο περιορισμός επιλογών σήμαινε φτώχεια.
Άλλωστε, τίποτα δεν μας έλειπε, παρότι δεν υπήρχε ποικιλία.
Σήμερα που έχουμε ποικιλία, ποια είναι η διαφορά; Σήμερα είναι η φτώχεια.
Δεν εννοώ που δεν μπορούμε να αγοράσουμε πολλά. Καμία σχέση με λεφτά.
Που έγινε το Fairy σαν το AVA, εννοώ.
Στη δημοκρατία μας, στη Βουλή μας, στις σχέσεις μας, στην κοινωνία μας.
Θαμπάδα, μα και γλίτσα.
Κι οι εαυτοί μας σαν μπουφάν κατεστραμμένο από άλλους.
Επειδή όμως όλα κάποτε τελειώνουν, εγώ ελπίζω σε μια νέα νίκη στη Βιλαρίμπα.
Θα αποκτήσει σύντομα και πάλι η σταγόνα την αξία της.
Λίγο μόνο να επαναπροσδιοριστούμε ως μάρκες ανθρώπων.
Μια μάρκα και καλή παιδιά, μια και καλή.
 
ΥΓ.
Μόλις τελείωσα το άρθρο, πληροφορήθηκα ότι υπερψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την κατάσχεση ακίνητης περιουσίας άνευ όρων.
Φοβάμαι ότι η σταγόνα για μια νέα Βιλαρίμπα δεν θα είναι Fairy, αλλά Βήτα Ρέζους Θετικό.
 
Γράφει η Έλια Ζερβού
Στιχουργός, κειμενογράφος, σεναριογράφος, δασκάλα δημιουργικής γραφής.
Επιρροές από René Goscinny (Asterix), Woody Allen, Neil Simon και το DNA μου. 
Το γράψιμο (με την καλή έννοια) δεν είναι προνόμιο, είναι δικαίωμα και το ασκώ συνέχεια.
 
Πηγή: eyedoll.gr