(κι οι άλλοι ας δημιουργήθηκαν,
ας παντρευτήκαν, ας έκαναν παιδιά,
ας αποχτήσαν σπίτι κι αυτοκίνητο,
κι εσύ ας είσαι έρημος και μόνος,
ας στάζει από τα μάτια σου το παράπονο,
ας περιμένει η μάνα σου να δει από σένα προκοπή,
να φάει γλυκό ψωμί στα γερατειά της),
τρέξε κι απόψε, τρέξε απελπισμένα,
πάρε τους δρόμους που οδηγούνε στην απόγνωση.
Η νύχτα το ‘χει απόψε να εκμαυλίζει…
Από τη συλλογή «Ανυπεράσπιστος καημός»