Η ιδέα ότι μια ολόκληρη κοινωνία βρίσκεται κάτω από ένα πρόγραμμα είναι αρκούντως τρομακτική για μια Ευρώπη που υποτίθεται θεμελιώθηκε πάνω στη βούληση των λαών της και όχι στα προγράμματα των ηγεσιών της.Η επικοινωνία των διαφόρων κέντρων αποφάσεων ποτέ δεν έλειψε στο χρονολόγιο της Ευρώπης. Αυτό που εξακολουθεί να λείπει είναι το νόημα.
Σε συνάντηση Ελλήνων δημοσιογράφων με Γερμανούς αξιωματούχους στο Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη διαπιστώθηκε άλλη μια φορά πως δεν επίκειται αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής της νέας γερμανικής κυβέρνησης, παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί το περασμένο καλοκαίρι στην Αθήνα και τις θριαμβολογίες περί εξόδου στις αγορές.
Οπως επιβεβαιώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, το ελληνικό success story δεν έχει διαβατήριο για να περάσει τα γερμανικά σύνορα. Η εσωτερική υποτίμηση ως προϋπόθεση για τον ερχομό επενδυτών μοιάζει χίμαιρα βγαλμένη από τις καλύτερες παραδόσεις της ευρωπαϊκής μυθολογίας.
Στο βασικό ερώτημα αν θα πρέπει να αναμένονται επενδύσεις στην Ελλάδα, εκπρόσωποι του Συνδέσμου Γερμανικών Επιμελητηρίων Εμπορίου και Βιομηχανίας (DIHK) ανέφεραν με νόημα ότι η Ελλάδα κατατάσσεται ακόμα στις χώρες με επενδυτικό ρίσκο, αποφεύγοντας να τοποθετηθούν πιο συγκεκριμένα.
Στις επίμονες ερωτήσεις των παρισταμένων περί του ενδεχομένου έστω και κάποιων νέων γερμανικών επενδύσεων στη χώρα, ο Ιλια Νοθνάγκελ, ειδικός σε θέματα εξωτερικού εμπορίου του Συνδέσμου, ανέφερε τα ονόματα των Allianze, Siemens και Boehringer. Η απάντησή του προκάλεσε θυμηδία, καθώς αυτές οι επιχειρήσεις ήδη δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Επιπλέον, η ιδέα πως η σωτηρία της ελληνικής οικονομίας περνά από τις επενδυτικές διαθέσεις της Siemens μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσε να εκληφθεί.
Σ' αυτό το σημείο, ο φίλα προσκείμενος στην παρούσα κυβέρνηση συνομιλητής μας ισχυρίστηκε πως στην τελική πρώτα οφείλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα οι ελληνικές επιχειρήσεις και μετά οι ξένες. «Δεν είστε αναπτυσσόμενη οικονομία για να έρθουν πρώτα οι ξένοι», είπε χαρακτηριστικά. «Το αντίστροφο πρέπει να γίνει». Σε ερώτηση ποιοι τομείς προσφέρονται για επενδύσεις, ο κ. Νοθνάγκελ διευκρίνισε ότι δεν μπορεί σ' αυτήν τη φάση ως Γερμανός να υποδείξει πολιτικές -καθώς υπάρχει ο κίνδυνος παρεξήγησης- ανέφερε όμως τον τουρισμό, τα τρόφιμα, τη φαρμακοβιομηχανία και τα logistics, προτείνοντας να κάνει η Ελλάδα με την αναδυόμενη Τουρκία ό,τι έκανε κατά το παρελθόν η Γερμανία με την Πολωνία.
Χωρίς να πηγαίνουν πολύ πίσω στο παρελθόν, οι εκπρόσωποι του Σύνδεσμου δεν παρέλειψαν να αναφέρουν πως, αν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους η Γερμανία κατάφερε να βγει από τα οικονομικά της αδιέξοδα, αυτό οφειλόταν αφ' ενός στην ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων και αφ' ετέρου στο ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον. Δεν έκρυψαν δε πως αυτή είναι συνταγή που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα, επιμένοντας στις εξαγωγές των προϊόντων της.
Ως προς το τελευταίο και σε όλες τις συζητήσεις που ακολούθησαν με οικονομικούς παράγοντες του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης, αυτοί επέμεναν να παραθέτουν ως αποδεικτικό της ελληνικής ανάκαμψης την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, παρακάμπτοντας τα τελευταία επίσημα στοιχεία που δείχνουν πως η αξία των εξαγωγών αγαθών του πρώτου εννεαμήνου φέτος χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσιάζει αισθητή μείωση, με το συνολικό όγκο εξαγωγών να παραμένει αρκετά κάτω από τα επίπεδα προ της κρίσης.
Εδώ κάποιος σκέφτεται πως ακόμα και αν οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν ανταγωνιστικές και δεν υπήρχε κόπωση της παραγωγής και ανεπάρκεια στην προβολή των ελληνικών προϊόντων, το διεθνές περιβάλλον κάθε άλλο παρά ευνοϊκό είναι, εν μέσω απομόχλευσης και γενικευμένης στασιμότητας. Οπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο Σύνδεσμο, «οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις προτιμούν να πάνε στη Μιανμάρ». Αν με τη φράση «ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον» εννοεί κανείς αυτό που βρήκε στην Ελλάδα η Siemens την προηγούμενη δεκαετία, τότε η προτεινόμενη συνταγή εξωστρέφειας καθίσταται τουλάχιστον προβληματική.
Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν να δώσουν τη λάθος εντύπωση ότι οι Γερμανοί κάθονται με σταυρωμένα χέρια και επαναπαύονται στο σαμαρικό success story. Η αλήθεια είναι πως ζυγίζουν τα πάντα, χωρίς να κρύβουν πως ο σχεδιασμός τους πάει χέρι χέρι «με τους ανθρώπους μας στην τρόικα» κι έτσι θα συνεχίσει ώς τα μέσα του 2014, οπότε και θα γίνει η σούμα των ελληνικών επιδόσεων, βάσει των «υποχρεώσεων και δεσμεύσεων» της Αθήνας. Για τη γερμανική πλευρά βοήθεια σημαίνει να πιστοποιούν την προσήλωση της ελληνικής πλευράς στο πρόγραμμα και τις μεταρρυθμίσεις.
Στο μεσοδιάστημα, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διαχειριστεί τη σκληρή πραγματικότητα που λέει πως το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Εδώ, βεβαίως, μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα τι θα γίνει με το τεράστιο χρέος. Οι πάντες στο Βερολίνο αποκλείουν το κούρεμα, το οποίο μνημονεύουν περισσότερο με θεολογικούς όρους παρά με οικονομικούς. Δεν τίθεται θέμα «συγχώρεσης χρέους», όπως το έθεσε ο Μίκαελ Μπεστ της Bundesbank.
Ο εκπρόσωπος του Γενς Βάιντμαν στην πανίσχυρη κεντρική τράπεζα της Γερμανίας καλωσόρισε τους Ελληνες δημοσιογράφους με ένα δεκάλεπτο «πιστεύω» της οικονομικής ορθοδοξίας των τελευταίων τριάντα ετών, που δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για το πώς αντιλαμβάνονται στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης την ανάκαμψη.
Είναι ενδεικτική η αποστροφή στο λόγο των Γερμανών αξιωματούχων πως «δική σας χώρα είναι, δικό σας μέλλον είναι, εσείς θα αποφασίσετε τι θα κάνετε». Αυτή η φράση, όχι πάντα διατυπωμένη με τον ίδιο τρόπο, διαπερνούσε το ύφος των Γερμανών εταίρων, δείχνοντας εμμέσως πλην σαφώς πως δεν έχουν ποντάρει τα πάντα στα πρόσωπα των Σαμαρά-Βενιζέλου και πως σε καμιά περίπτωση δεν δείχνουν να μην έχουν υπολογίσει το ενδεχόμενο να συνομιλούν με διαφορετικά πρόσωπα τα επόμενα χρόνια.
Προς το παρόν, η πολιτική συγκυρία στο Βερολίνο επιβάλλει στους Γερμανούς αξιωματούχους να επαναλαμβάνουν την κυρίαρχη αφήγηση που θέλει την Ελλάδα να έχει πραγματοποιήσει μια ανεπανάληπτη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά να έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Οπερ μεθερμηνευόμενον, δεν θα φύγουμε αν δεν διασφαλιστούν τα 86 δισ. ευρώ που έχουμε δώσει και από την πλευρά μας μπορούμε να λέμε και μερικά καλά λόγια, βαρώντας το σαμάρι για να ακούει ο γάιδαρος.
Το γερμανικό «πιστεύω»
Ο πονοκέφαλος των Γερμανών δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η τραπεζική ενοποίηση της Ευρώπης. Αποκλείουν το κούρεμα, το οποίο μνημονεύουν περισσότερο με θεολογικούς όρους.
ΟΙ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΕΣ από το κυρίαρχο στρατόπεδο της γερμανικής πολιτικής υπήρξαν ιδιαίτερα ευγενικοί όσον αφορά τις παραινέσεις προς την Ελλάδα, αλλά όχι τόσο όσον αφορά τις παρατηρήσεις για τη Γερμανία και τις επιθέσεις που δέχεται για την πολιτική πλεονασμάτων που ακολουθεί.
Ισχυρίστηκαν πως δεν υπάρχει κάποιο κεντρικό πλάνο για το πλεόνασμα, καθώς οι γερμανικές επιχειρήσεις λειτουργούν ανεξάρτητα της κυβέρνησης. Σ' αυτά τα πλαίσια, η εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν στις τάξεις τους νεότατα στελέχη που χαρακτηρίζονται από την ορμή νεοφωτίστων.
Αξίζει εδώ να παρατηρήσει κανείς πως η υπερβολική αυτοπεποίθηση των συνομιλητών μας για τα πεπραγμένα της γερμανικής πολιτικής μεταφράζεται ταυτόχρονα σε κάποιου είδους αποστροφή για όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν ή επιλέγουν άλλον δρόμο.
Ενδεικτικά, στις συνομιλίες έγιναν επικρίσεις για την πορεία της Ιαπωνίας και των άλλων πρωταθλητών της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, για το διοικητικό μοντέλο της Ιταλίας -το οποίο δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά και για να έχεις επενδύσεις πρέπει να έχεις αξιόπιστη διοίκηση-, για τις ισπανικές τράπεζες που βρέθηκαν σε κακό χάλι, για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Βρετανίας που αλλάζουν όνομα κάθε δέκα χρόνια και δεν είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο οι γερμανικές υπηρεσίες αντιμετωπίζουν τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από τα βέλη τους δεν ξέφυγε ούτε η ΕΚΤ, για την οποία η αίσθηση που δόθηκε ήταν πως τυπώνει ευρώ, κάτι που δεν συνιστά ανάπτυξη όπως την εννοούν οι Γερμανοί.
Το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο θεωρεί μεν τις τράπεζες τον πιο σημαντικό πυλώνα αυτού που οι νεότεροι συνομιλητές επέμειναν να αποκαλούν market economy και όχι καπιταλισμό, όμως δεν προκρίνουν (θεωρητικά τουλάχιστον) το αγγλοσαξονικό χρηματοπιστωτικό μοντέλο.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος των Γερμανών δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η τραπεζική ενοποίηση της Ευρώπης. Στο φαύλο κύκλο των τραπεζικών διασώσεων, η λογική «too-big-to-fail» αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο. Οπως φάνηκε και στις συζητήσεις με την Ελκε Κένιγκ, επικεφαλής της γερμανικής Ομοσπονδιακής Αρχής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (BaFin) στη Φρανκφούρτη, η γερμανική πλευρά είναι έτοιμη να αναλάβει το κομμάτι που της αναλογεί στην εποπτεία όχι μόνο των συστημικών τραπεζών της Γερμανίας αλλά και άλλων τραπεζών της Ευρωζώνης, στα πλαίσια των πρόσφατων αποφάσεων.
Η δρ Κένιγκ υπεραμύνθηκε των χειρισμών της BaFin ως προς τον εποπτικό της ρόλο απέναντι στις μεγάλες τράπεζες της χώρας της και χαρακτήρισε «άδικες» τις διατυπώσεις που θέλουν τις γερμανικές τράπεζες να μην κλείνουν παρά την έκθεσή τους σε τοξικά προϊόντα. Εν όψει δε των stress tests, είπε ότι κατά τη γνώμη της δεν είναι οι καταθέσεις που θα κρίνουν την αντοχή των υπό έλεγχο τραπεζών, αλλά ζητήματα όπως τα ναυτιλιακά δάνεια.
Η δρ Κένιγκ είπε χαρακτηριστικά πως «οι φούσκες δημιουργούνται ακριβώς όταν κανείς δεν πιστεύει πως υπάρχουν». Επανέλαβε, τέλος, και αυτή την ανησυχία που αρχίζει να καταλαμβάνει τους Γερμανούς εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, τα οποία ροκανίζουν το επενδυτικό κεφάλαιο των καταθετών, που με τη σειρά τους δεν το 'χουν σε τίποτα να περάσουν τα σύνορα και να αναζητήσουν ολλανδικές ή ελβετικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, η επικεφαλής της BaFin δεν θεωρεί ότι η άλλη επιλογή των επενδυτών, που είναι η στροφή στα ακίνητα, οδηγεί σε φούσκα, δηλώνοντας πως αυτό είναι κάτι που «το ελέγχουμε».
Η εντύπωση που έμεινε από τις παραπάνω συναντήσεις είναι πως οι Γερμανοί αξιωματούχοι δεν ζυγίζουν απλώς τις καταστάσεις, αλλά πλέον βρίσκονται σε πλήρη επίγνωσή τους. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την Ελλάδα και είναι ενδεικτικό των τρόπων με τους οποίους οι ισχυροί της Γηραιάς Ηπείρου κινούν τα νήματα. Αν μη τι άλλο είναι σοκαριστικό να ακούει κανείς πως «αν στη Γερμανία περνούσαμε αυτά που περνούν οι Ελληνες, θα είχαμε περισσότερες αυτοκτονίες». Υπό αυτό το πρίσμα, η μόνιμη επωδός με τη μορφή ερωτήματος «ποια άλλη εναλλακτική έχετε;» αποκτά τα ακραία κυνικά χαρακτηριστικά μιας Realpolitik, που σε τίποτα δεν συνάδει με τον ιδεαλισμό των ευρωπαϊκών αφηγήσεων του τέλους της Ιστορίας.
Και μπορεί, επί παραδείγματι, το Βερολίνο να υποδεικνύει ως ενόχους της ελληνικής χρεοκοπίας όσους φοροδιαφεύγουν, αλλά δεν κάνει διαχωρισμό σε πλούσιους και φτωχούς. Αν κάτι αποδεικνύεται περίτρανα σ' αυτήν την κρίση αξιών και θεσμών της Ευρώπης είναι πως δεν υπήρξε μεγαλύτερη φούσκα από εκείνη την πολιτική που διεκπεραιώθηκε με βάση τα εθνικά χαρακτηριστικά μιας στερεοτυπικής ανάγνωσης θεολογικού τύπου. Το 2014 είναι μια χρονιά κατά την οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αναμένεται να κριθούν αυστηρά από τους ψηφοφόρους τους. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα και τέτοια θα μοιάζει μια κατάσταση εν μέσω θέρους όπου όλοι θα είναι έτοιμοι να στραφούν εναντίων όλων, επικαλούμενοι το δίκαιο του μονάρχη τους.
Πηγή: enet.gr