
.
Και να τον σκέφτομαι κάθε δέκα δευτερόλεπτα, θα θελα να ήσουν εδώ.
Τι θα έλεγες. Ποιους θα πείραζες. Πως θα τους ξεσήκωνες.
Θα γελούσα. Επιτέλους, θα γελούσα. Μπορεί και να έκλαιγα μετά. Τι σημασία έχει;
Εντυπωσιακές εικόνες κατέγραψε το drone του Πάτρικ Πίρχερ, όταν έπεσε στα νύχια δυο αετών. Τα αρπακτικά εντόπισαν το Phantom 3 της DJI καθώς πετούσε σε σχετικά μεγάλο ύψος, κάπου στις αυστριακές Άλπεις.
Παρατηρώντας την ιστορία του ανθρώπου από την εποχή που έφτιαξε τον πέλεκυ μέχρι την εφεύρεση της θερμοπυρηνικής βόμβας, θα συνειδητοποιήσει κανείς ότι το ανθρώπινο είδος χαρακτηρίζεται από ένα απίστευτο παραλογισμό ριζωμένο στην εγκεφαλική οργάνωσή του όπως αναφέρει ο Καίσλερ.
Η παράδοξη ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να γίνει κατανοητή αν σκεφτεί κανείς πως ο άνθρωπος διακόσμησε την Capella Sixtina και κατασκεύασε το διεθνή διαστημικό σταθμό ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε εγκληματικές ενέργειες, ανθρωποκτονίες καθώς και πολεμικές συρράξεις.
1. Την ημέρα που πέθανε ο Γαλιλαίος
Σε κάποιο εστιατόριο κοντά στο κέντρο του Καίμπριτζ, δώδεκα νέοι, άντρες και γυναίκες, κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο με λινό τραπεζομάντιλο, πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα. Στη μία πλευρά του τραπεζιού κάθεται ένας άντρας σε αναπηρική καρέκλα.
* Γεννήθηκα στις 9 Ιανουαρίου 1908 σ' ένα δωμάτιο με λακαρισμένα άσπρα έπιπλα που έβλεπε στη λεωφόρο Ρασπάιγ. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, η μητέρα μου είχε βγει από το μοναστήρι των Πουλιών. Στις αντιλήψεις τους το μέλλον μου ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο. Στα 20 μου θα παντρευόμουν, θα περνούσα μια ζωή μητέρας και κυρίας του κόσμου.
Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη μου! Κατοχή. Πείνα, βομβαρδισμοί και καταφύγια. Κι ένα κοριτσάκι, η Ευγενούλα πολύ άρρωστο. Θα 'ναι δεν θα 'ναι πέντε χρονών. Η μαμά του δεν μπορεί να το σηκώσει από το κρεβάτι. Και κείνο φοβάται. Ακούει τους άλλους να τρέχουνε, τα άλλα παιδάκια να φωνάζουνε, τις μπόμπες να πέφτουνε, βλέπει τη γιαγιά του και τον πατέρα του να φεύγουν τρομαγμένοι με τους άλλους, και το πιάνουν τα κλάματα.
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ
Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου!
Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Άσπρα. Αστραφτερά, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά.
Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο», δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει, με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει… αυτό μου είναι μεγάλο… αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει.
Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα 'λεγα. Και το ένα και το άλλο.
Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη.
Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν.
«Αυτός που ζει χωρίς τρέλα, μικρή μου, μάλλον δεν είναι και τόσο νοήμων όσο νομίζει», μου είπε τις προάλλες ένας άνθρωπος, που ο ίδιος ανήκει στον «κόσμο των τρελών». Μου χαμογέλασε και έφυγε. Και στο βλέμμα του μόνο τρέλα δεν διέκρινα. Πόνο και παράπονο. Αυτά ναι. Ίσως και μια μικρή ικανοποίηση γι αυτό που είπε. Αλλά όχι τρέλα.