Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Νίκος Καββαδίας – A bord de l᾿ “Aspasia”
Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.
Μανόλης Αναγνωστάκης - Οι νικημένοι
Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.
Ντίνος Χριστιανόπουλος - «Το δάσος»
Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι έρχονται τα πουλιά του έρωτα και κελαηδούνε.
Καμί - Δε θέλω να υπάρχει στον υπολογισμό μου ούτε νοσταλγία, ούτε λύπη, θέλω μονάχα να βλέπω σωστά...
Έρχεται πάντα ή στιγμή πού πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στη σκέψη και στη δράση.
Αυτό σημαίνει πώς γίνεσαι ένας άνθρωπος.
Αυτός ο κατακερματισμός είναι φοβερός.
Αλλά μια περήφανη καρδιά δεν μπορεί να μείνει στη μέση.
Γιόχαν Γκαίτε - Νυχτερινό Τραγούδι
Σαν θα κοιμάσαι στο μαξιλάρι
Άκουσε λίγο, για μια στιγμή
Πως παίζει η λύρα μου με το δοξάρι
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;
Γκαίτε - Φάουστ
Αχ! σπούδασα φιλοσοφία
και νομική και γιατρική,
και αλί μου και θεολογία
με κόπο και μ' επιμονή·
και να με δω με τόσα φώτα,
εγώ μωρός, όσο και πρώτα!
Ανδρέας Εμπειρίκος - «Ο δρόμος»
Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει.
Κώστας Καρυωτάκης - Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Κωνσταντίνος Καβάφης - Περιμένοντας τους βαρβάρους
- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
- Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Κώστας Βάρναλης, Οι Μοιραίοι
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.