Ο αγέρωχος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

02.02.2017
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, κι έκλεισε τα μάτια του σε ηλικία 73 ετών, στις 4 Φεβρουαρίου 1843, αφού έζησε για να δει ελεύθερο και ζωντανό το πρώτο ελληνικό κράτος. Στις επόμενες γραμμές, εκτός από τα γεγονότα, παρουσιάζεται ο δικός του λόγος, αληθινός και επίκαιρος όσο ποτέ, μέσα από τα απομνημονεύματά του, όπως τα υπαγόρευσε στον φίλο του Γεώργιο Τερτσέτη το καλοκαίρι του 1836

και κυκλοφόρησαν το 1851, πολύτιμο υλικό για να κατανοήσουμε εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή, αλλά και για να προσεγγίσουμε έναν ξεχωριστό άνθρωπο.Ας μην ξεχνάμε ότι εμείς γεννηθήκαμε σε ελεύθερη Πολιτεία, την οποία (και) εκείνος μας παρέδωσε. Ενώ εκείνος γεννήθηκε υπόδουλος.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του εξηγεί το οικογενειακό του όνομα –και το μακρό παρελθόν της οικογένειάς του- καθώς καιτο πώς από το παμπάλαιο επίθετο της οικογένειας «Τζεργίνης», που σημαίνει μαύρος, προέκυψε το «Κολοκοτρώνης». Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αφήγηση και παραθέτω το απόσπασμα αυτούσιο, για να έρθουμε σε επαφή με τον ζωντανό του λόγο:

«Ἕνας ἀπὸ τὸ Ρουπάκι, πλησίον τοῦ χωρίου Τουρκολέκα, ἀφοῦ ἐχάλασε τὸ χωριό του, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε εἰς τὸ Λιμποβίσι, εἰς τὸν πρῶτον τοῦ χωρίου, ἐδῶ καὶ 300 χρόνους. Αὐτὸς ἐφάνη ἔξυπνος καὶ ὁ Δημογέροντας τὸν ἔκαμε γαμβρὸν καὶ κληρονόμον τῆς καταστάσεώς του ὅλης. Ἐλέγετο Τζεργίνης - μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὑρίσκονται καμμιὰ ἑξηνταριὰ οἰκογένειαι εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Αὐτὸς εἶχε κάμει ἕνα ὡραιότατο παιδὶ καὶ τὸ εἶχε πιάσει ἕνας Μπουλούμπασης Ἀλβανός καὶ τὸ ἁλυσόδεσε. Ἐλέγετο Δημητράκης. Οἱ Ἀρβανῖται, ὁποὺ τὸν φύλαγαν, ἐπηδοῦσαν εἰς τὰς τρεῖς καὶ ὁ Μπουλούμπασης τοῦ εἶπε, ἂν πηδᾶνὰ τοῦ βγάλει τὰς ἁλύσους. Ὁ Δημητράκης ἀπεκρίθηκε ὅτι πηδᾶ καὶ μὲ τὰς ἁλύσους, καὶ ἂν τοὺς περάσει, νὰ τὸν ἀφὴνει ἐλεύθερον. Ὁ Ἀρβανίτης τὸν ὑποσχέθην ὰτὸν ἐλευθερώσει, ἂν προσπεράσει τοὺς ἄλλους πηδώντας, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ὑπεσχέθη ὡς ἀνέλπιστον. Ἐπήδησε, τοὺς ἀπέρασε καὶ τὸν ἄφηκαν ἐλεύθερον.

Αὐτὸς ἐπανδρεύθηκε, ἔκαμε τρία παιδιά, ὀνομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καὶ Δῆμος. Αὐτοὶ ἦσαν νοικοκυραῖοι, μὲ τὰ χωράφια τους, μὲ 500 πρόβατα καὶ 60 ἀλογογέλαδα. Ἐπιάσθησαν μὲ τοὺς ἀντιζήλους των καὶ ἐσκοτώθηκαν. Ἐπέρασαν εἰς τὴν Ρούμελην• 12 χρόνους ἔκαμαν μὲ τοὺς Κλέφτας, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ 15 Ρουμελιώτας. Οἱ Τοῦρκοι τὸ μανθάνουν, τοὺς πολιορκοῦν, σκοτώνουν ἕνα καὶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν. Ὁ Δῆμος ἐπῆρε διὰ γυναίκα του τὴν θυγατέρα τοῦ καπετὰν Χρόνη ἀπὸ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπίτι. Τότε ἦταν, ὅταν ὁ Μοροζίνης ἐκυρίευσε τὸν Μορέα. Καὶ ἐπὶ Βενετζάνων δὲν ἦτον παρὰ καπεταναῖοι. Τὸ παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Δήμου ὀνομάσθη Μπότσικας καὶ ἄφησε τ᾿ ὄνομα τῆς φαμίλιας του, ὁποὺ εἶχαν, Τζεργιναῖοι• ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός.

Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶοἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτηςεἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης. Ὁ Μπότζικας ἐσκοτώθη, ὁ Γιάννης ἐκρεμάσθη εἰς τὴν Ἀνδρούσαν, ὥστε ἀπὸ τὰ 1553, ὅπου ἐφάνη κανεἰς τὰ μέρη μας Τοῦρκοι, ποτὲ δὲν τοὺς ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾿ ἦσαν εἰς αἰώνιον πόλεμον».

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, η μάνα του τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο στη Μεσσηνία, και τούτο επειδή τον προηγούμενο χρόνο η Πελοπόννησος είχε στασιάσει με την καθοδήγηση του Ορλόφ και τη ρωσική υποστήριξη εναντίον των Οθωμανών. Για αντίποινα, οι Οθωμανοί κατέσφαξαν τον άμαχο πληθυσμό. Η ετοιμόγεννη μάνα του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε πεζή για να ξεφύγει, και όταν έφθασε στο Ραμαβούνι την έπιασαν οι πόνοι. Το αγόρι που γεννήθηκε κυνηγημένο, ύστερα από 50 χρόνια θα ελευθέρωνε τον τόπο. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «Γέρο», επειδή όταν ξέσπασε η επανάσταση ήταν ήδη 50 ετών, δηλαδή ήταν σε προχωρημένη ηλικία για την εποχή.

«Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3», αφηγείται ο ίδιος, «την δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι. Ο πατέρας μου ήταν αρχηγός των αρματολών εις την Κόρινθον. Κάθεταν εκεί τέσσερους χρόνους. Αναχωρεί από την Κόρινθον διά την Μάνην. Έβγαινεν από την Μάνην και εκυνηγούσε τους Τούρκους».

«Η οικογένειά του ήταν οικογένεια του βουνού και του όπλου», έχει πει ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς. Ήταν γιος του κλεφτοκαπεταναίου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από τον 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στις γραπτές μαρτυρίες, βρισκόταν σε συνεχή και ανηλεή πόλεμο με τους Οθωμανούς. Από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι βρήκαν τον θάνατο από τους Οθωμανούς.

Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν μεγάλος κλεφταρματωλός της Μάνης και του Ταϋγέτου. Η μητέρα του καταγόταν από το σόι των Κωτσακαίων της Αλωνίσταινας. Πήρε μέρος στα Ορλοφικά και από το 1771 βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τους Οθωμανούς. Το 1779, και ενώ με δυο αδελφούς του και τον φημισμένο Παναγιώταρο Βενετσανάκη βρίσκονταν ταμπουρωμένοι στον πύργο της Καστάνιτσας, τα στρατεύματα του Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή τους πολιόρκησαν. Ύστερα από 12 μέρες επιχείρησαν έξοδο, όπου ο Κωσταντής έχασε τη ζωή του. Η μάνα του, τότε, πήρε τα παιδιά και πήγαν στην Αλωνίσταινα.

Η απώλεια αυτή σημάδεψε τον μικρό Θοδωράκη. Και τούτο διότι από πολύ μικρός, ακολουθούσε τον πατέρα του και δεν άργησε να διακριθεί για την τόλμη και την ευφυία του.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

Σε ηλικία 15 χρονών ο Θοδωράκης μαζί με τη μητέρα του εγκαταστάθηκαν στον Άκοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Λίγο μετά διορίσθηκε κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου, Αικατερίνη, και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του. Στο μεταξύ εντάχτηκε στο σώμα κλεφτών του Ζαχαριά, όπου γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα.

Η δράση του Κολοκοτρώνη εξαπλώθηκε σιγά-σιγά και απέκτησε φήμη σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το 1802 ο βοεβόδας της Πάτρας κατόρθωσε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που όριζε τη θανατική του καταδίκη. Μάλιστα, αν δεν τον σκότωναν οι προεστοί, θα εκτελούνταν οι ίδιοι. Τόσο επικίνδυνος θεωρείτο από τους Οθωμανούς, και όχι άδικα.

Το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο.Όταν άρχισε ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών, στα 1806, ο Κολοκοτρώνης διασώθηκε και βρήκε καταφύγιο στη Ζάκυνθο. Τα Επτάνησα αποτέλεσαν το καταφύγιο πολλών κλεφτών που βρίσκονταν υπό διωγμό εκείνα τα χρόνια, αρκεί να θυμηθούμε τα βήματα του Δημήτρη Πλαπούτα. Εκεί, λοιπόν, ο Κολοκοτρώνης κατετάγη στον βρετανικό στρατό και έλαβε τον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 έφθασε στην πάντοτε ανήσυχη και εξεγερμένη Μάνη, για να πολεμήσει.

Ο ΑΓΩΝΑΣ

Στις 23 Μαρτίου του 1823 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μοριά. Δίχως την Τριπολιτσά, δεν θα είχε αποτέλεσμα η Επανάσταση, σύμφωνα με τον ίδιο. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον κατέστησαν αδιαμφισβήτητο αρχηγό του στρατού της Πελοποννήσου.

«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά», αφηγείται ο ίδιος, «με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί, και διέταξα και τον έκοψαν».

Στη μάχη των Δερβενακίων (26 - 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, η στρατηγική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε σε όλο της το μεγαλείο και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Απελευθερώνεται τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Ο Κολοκοτρώνης κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την Επανάσταση έως και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).

Μετά την απελευθέρωση, συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά τον γάμο του μικρότερου γιου του. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούτσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίον αναγνώρισε με τη διαθήκη του. Ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, και τα οστά του στις 10 Οκτωβρίου 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του στην πλατεία όπου κάποτε έστεκε το Σεράι του πασά.

«ΜΟΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΕΦΟΒΗΘΗΚΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»

Ο πάντοτε άφοβος στρατηγός, ομολογεί στα απομνημονεύματά του ότι μόνο μία φορά φοβήθηκε μην τυχόν και αποτύχει η Επανάσταση. Ήταν την εποχή του προσκυνήματος. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο μετά την επιδρομή του στη Στερεά Ελλάδα, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαφανίσει τις επαναστατικές εστίες που απέμεναν στο Μοριά. Οι Έλληνες ήταν πολύ απασχολημένοι κατά το προηγούμενο διάστημα με δύο εμφυλίους πολέμους, ενώ μόνον ο Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης έβλεπαν ότι ο Ιμπραήμ ήταν αποφασισμένος να καταστείλει την Επανάσταση.

Όταν πήρε αμνηστία, λοιπόν, από την κυβέρνηση τον Μάιο του 1825 (από τις 6 Φεβρουαρίου ήταν φυλακισμένος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά), ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε τακτική ανταρτοπόλεμου και προξένησε μεγάλες απώλειες στα στρατεύ ματα του Ιμπραήμ. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, όταν ο Αιγύπτιος πασάς άρχισε να πυρπολεί τα χωριά και τους αγρούς αναγκάζοντας τους κατοίκους να «προσκυνήσουν» μπροστά στον κίνδυνο του λιμού, ο Κολοκοτρώνης έστειλε τους άντρες του στα χωριά που δήλωναν ή ήταν πρόθυμα να δηλώσουν υποταγή και με την πειθώ του λόγου ή των όπλων δεν άφησε να σβήσει η Επανάσταση.

«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», ήταν το σύνθημά του. «Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί. Παρόλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες. Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν τη συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρόλο που ο Ιμπραήμ εφήρμοσε τη μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι. Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων η ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Οι Τούρκοι έδιναν στους προσκυνημένους ειδικό πιστοποιητικό, γνωστό ως ράι μπουγιουρντί ή προσκυνοχάρτι. Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του υπάκουου υπηκόου. Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά», γράφει ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος.

Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς που προσκύνησαν, ήταν και ο Νενέκος, υπόδειγμα γενναιότητας και κατά το παρελθόν μαχητής κατά του Ιμπραήμ, το παράδειγμα του οποίου ακολούθησαν και άλλοι οπλαρχηγοί και πολλοί Αρβανίτες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απειλώντας τους χωρικούς με καταστροφές, κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανή την Επανάσταση, αφού οι ίδιοι έβλεπαν ότι δεν θα γλίτωναν την καταστροφή ακόμα και αν δήλωναν υποταγή στον Ιμπραήμ. Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης δεν είχε τη στήριξη της κυβέρνησης, η οποία του αρνείτο πολεμοφόδια και χρήματα. Ωστόσο, με αυτή την τακτική του κράτησε όρθια την Επανάσταση.

«ΕΙΣ ΕΣΑΣ ΜΕΝΕΙ ΝΑ ΣΤΟΛΙΣΕΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ, ΟΠΟΥ ΗΜΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΑΜΕ»

Στις 8 Οκτωβρίου 1838, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μία μέρα αφότου έχει επισκεφθεί το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας και έχει παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου, απηύθυνε λόγο στους μαθητές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω του συγκεντρωμένου πλήθους, στον χώρο του Γυμνασίου εμφανίσθηκε «πλήθος χωροφυλακής», καθώς η συγκέντρωση θεωρήθηκε αντικαθεστωτική. Μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών ότι επρόκειτο απλώς για μια ομιλία, η χωροφυλακή αποχώρησε. Αν και ο Κολοκοτρώνης δεν θεωρείτο πια αντιμοναρχικός, και είχε λάβει χάρη από τον Όθωνα, μάλλον ο βασιλιάς ένιωθε πάντοτε ότι κινδύνευε.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απευθύνθηκε στους μαθητές με λόγια από καρδιάς, που φανερώνουν έναν άνθρωπο δυνατό, αλλά ταπεινό. Παραθέτουμε αποσπάσματα, αντί οποιουδήποτε επιλόγου.

«Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και διά την μέλλουσανευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των. (...)

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευεκαίεπτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: ‘’Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα’’, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιανάρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. (...)

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!».

 

Γαλανιάδη Εύα - arcadiaportal