Και συνήθως οι Έλληνες που κριτικάρουν -δηλαδή όλοι- είναι σκληροί κι αμείλικτοι στην κριτική τους. Οι μεν κριτικάρουν σκληρά και αμείλικτα τα δημόσια πρόσωπα. Οι δε κριτικάρουν σκληρά και αμείλικτα εκείνους που κριτικάρουν σκληρά και αμείλικτα τα δημόσια πρόσωπα. Και τα δημόσια πρόσωπα κριτικάρουν σκληρά και αμείλικτα όλους εκείνους που τους έχουν κριτικάρει σκληρά και αμείλικτα.
Κρίσιμο κριτήριο της κριτικής είναι ασφαλώς, η κρίση -όχι αυτή με το Δου-Νου-Του, η άλλη, η εκ του ρήματος «κρίνω» προερχόμενη. Μόνο που ο Έλληνας κατά κανόνα, κάνει πάντα κριτική, επί παντός επιστητού, ακόμα κι αν στερείται κρίσης για το συγκεκριμένο αντικείμενο. Ή μάλλον ειδικά αν στερείται κρίσης για το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Και εξυπακούεται, ο Έλληνας θεωρεί συνώνυμο το ρήμα «κρίνω» με το ρήμα «κατακρίνω» -ή έστω «επικρίνω», για τους πιο επιεικείς. Κρίνει και κατακρίνει -ή έστω επικρίνει- τους πάντες και τα πάντα. Κοινώς, είμαστε ένα έθνος κριτικών. Σκληρών και αμείλικτων. Που φυσικά υπερασπιζόμαστε με σθένος και πάθος τη -σκληρή και αμείλικτη- άποψή μας, την οποία ποτέ μα ποτέ δεν παίρνουμε πίσω. Ποτέ. Εμείς ποτέ. Είμαστε πάντα σταθεροί στις -σκληρές και αμείλικτες- απόψεις μας.
Εμείς ποτέ -μα ποτέ- δεν την κάνουμε γυριστή. Μόνοι οι άλλοι -όλοι οι άλλοι- την κάνουν γυριστή. Εκείνοι δηλαδή τους οποίους ο ελληνικός λαός έχει βαφτίσει κωλοτούμπες. Κι αυτό το τελευταίο αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Έλληνας δεν κάνει μόνο κριτική. Κάνει και αυτοκριτική...