ΧρυΣΥΡΙΖΑ

ΧρυΣΥΡΙΖΑ

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε ένα περίεργο παιχνίδι προερχόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το θέμα της Χρυσής Αυγής. Μετά την αντίθεσή του στην απαγόρευση του νεοναζιστικού κόμματος, ακολούθησαν διαφωνίες και αμφιβολίες σχετικά με την άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, γεγονός που εύλογα έφερε ερωτηματικά σχετικά με τα κίνητρα της Κουμουνδούρου.

Τι αλήθεια ωθεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην στάση αυτή;

Βάσει του κόμματος, η νεοναζιστική απειλή δεν αντιμετωπίζεται με νομικές απαγορεύσεις, αλλά με πολιτικούς αγώνες και εξάλειψη των αιτιών που οδήγησαν στην άνοδό της. Μέχρι στιγμής ωστόσο, οι πολιτικοί αγώνες, εδραζόμενοι ακόμη και πάνω σε δολοφονία, ουδόλως έπληξαν το αντιδημοκρατικό μόρφωμα, κρατώντας το στα ίδια (ή και υψηλότερα) εκλογικά ποσοστά.

Επίσης, τα αίτια της ανόδου τέτοιων δυνάμεων ανήκουν στο χώρο της κοινωνιολογίας και είναι δυσερμήνευτα, απολύτως δε αποσυνδεδεμένα από την επιτακτικότητα της γρήγορης πολιτικής δράσης, για να γλιτώσουμε τα χειρότερα.

Είναι πράγματι αναγκαία η ενδοσκόπηση και η πάταξη των παθογενειών που πυροδοτούν ακραίες φωνές, αλλά όπως κάθε επικίνδυνη πτυχή του δημοσίου βίου, πέραν της πρόληψης χρήζει και καταστολής (θα πει κάποιος στο σημείο αυτό ότι στη Δημοκρατία όλες οι απόψεις έχουν θέση. Εδώ ξεκινά μια μεγάλη πολιτική και νομική συζήτηση που ξεφεύγει του περιεχομένου του παρόντος άρθρου).

Πέραν όμως της αρνητικής επιχειρηματολογίας, η Κουμουνδούρου προχωρά ένα βήμα παραπέρα, χρεώνοντας δόλο στη Νέα Δημοκρατία για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, ως προσπάθεια «επαναπατρισμού» ακροδεξιών ψήφων. Το επιχείρημα αυτό είναι πραγματικά αχαρακτήριστο. Η Χρυσή Αυγή προέκυψε ως αντισυστημικός σχηματισμός απέναντι στο κλεπτοκρατικό σύστημα του παλαιοκομματισμού, με σκοπό να εξαφανίσει τα «λαμόγια» και τις προδοτικές ηγεσίες που ξεπουλάν τη χώρα και το λαό της. Τοποθετήθηκε δηλαδή στον αντίποδα του Μνημονίου και όλων όσοι μας έφεραν ως εδώ. Αποτελεί άλλωστε την χαρακτηριστικότερη «δεξαμενή» τυφλής διαμαρτυρίας των πολιτών, που τιμωρητικά ψήφισαν ένα κόμμα που υπόσχεται εκδίκηση. Κατόπιν αυτό, υπάρχει περίπτωση ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής, να στηρίξει το ίδιο το σύστημα εναντίον του οποίου στράφηκε, και το οποίο (σύστημα) καταργεί το κόμμα που (αυτός) ψήφισε; Προφανώς ούτε μία.

Η αλήθεια είναι η εξής και θα επιβεβαιωθεί σύντομα, αν η Κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη προχωρήσουν δυναμικά προς την εξαφάνιση των παρανοϊκών νεοναζί. Η μεγαλύτερη εκλογικά δεξαμενή διαμαρτυρίας στην πολιτική σκηνή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε περίπτωση που στηρίξει την βούληση της κυβέρνησης για απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, θα ταυτιστεί με κάτι το συστημικό, με ένα κατεστημένο που πολεμά τις αντιδραστικές κι «αδούλωτες» φωνές.

Αν αντίθετα ταχθεί κατά της απαγόρευσης, έχει την ευκαιρία να δείξει στους ψηφοφόρους ότι παραμένει αντισυστημικός ή τουλάχιστον όχι τόσο παλαιοκομματικός όσο οι άλλοι. Έτσι, όταν θα έρθει η ώρα της κατάργησής της, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει τον ασφαλέστερο προορισμό της αγανακτισμένης ψήφου, η οποία ούτως ή άλλως περισσότερα πατήματα βρίσκει στον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ παρά στη σημερινή ΝΔ.

Επειδή όμως, για να καταστεί αυτό δυνατό πρέπει να απαγορευθεί η Χρυσή Αυγή, η αξιωματική αντιπολίετυση έξυπνα στήριξε την άρση της ασυλίας των νεοναζί βουλευτών: ενδεχόμενη άρνηση του δεύτερου ισχυρότερου κόμματος να κινηθεί κατά της άρσης ασυλίας, εκτός των εσωκομματικών επιπτώσεων, αυξάνει αυτόματα το πολιτικό κόστος της απαγόρευσης της ΧΑ (καθώς δεν υπάρχει συναίνεση του δημοκρατικού τόξου), με κίνδυνο τελικά να μην απαγορευθεί η τελευταία και να μην καρπωθεί το όφελος ο ΣΥΡΙΖΑ! Με μια λέξη; Στηρίζουμε την κατάργηση, έως εκεί που θα βοηθήσουμε στο να έρθει, χωρίς ωστόσο να την χρεωθούμε ως απόφαση.

Κι έτσι, ένα κόμμα της Αριστεράς, που κόπτεται στο όνομα της Δημοκρατίας, καταλήγει, μπροστά στο δέος της εξουσίας, να παίζει μικροκομματικά παιχνίδια υπέρ εκείνων που νοσταλγούν πραξικοπήματα και διαπράττουν φόνους.

Είναι τέτοια η λαιμαργία και η τύφλωση της προοπτικής εξουσίασης, που ακόμη και οι θεμελιώδεις πολιτειακές αρχές κάμπτονται, με ανυπολόγιστο κόστος για την κοινωνία. Χρεός όλων μας είναι να καταδείξουμε την παλαιοκομματική λογική του χαϊδέματος των πολιτών (εδώ, των ψηφοφόρων της ΧΑ), ρίχνοντας ένα μεγαλοπρεπές «μαύρο» σε όσους παίζουν με την φλόγα ώστε να εκλεγούν.