Ο Συναγερμός του ’52 και το σημερινό σταυροδρόμι

Ο Συναγερμός του ’52 και το σημερινό σταυροδρόμι

Τώρα που τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ανάκαμψης αρχίζουν να εμφανίζονται, τώρα που το Μνημόνιο και ο εναγκαλισμός από τους δανειστές αρχίζει να υποχωρεί, πολλοί ενθουσιώδεις σπεύδουν να δηλώσουν ότι τα δύσκολα είναι πίσω μας, ότι οι επόμενες μέρες είναι καλύτερες. Οι δηλώσεις αυτές, που πολλάκις ακούγονται, κι αν ακόμη περιέχουν ψήγματα αλήθειας, είναι ενδεικτικές μιας «χαλάρωσης» που δε συνάδει με τις απαιτήσεις των καιρών, και φέρνει αναμνήσεις άλλων εποχών.

Προς μεγάλη έκπληξη, το κλίμα αυτό δεν καλλιεργείται μέχρι στιμής από την κυβέρνηση, παρά το ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Αντίθετα, συχνά ακούει κανείς τον πρωθυπουργό να λέει ότι «δεν πρέπει να χαλαρώσουμε». Στη φράση αυτή προσθέτω «τα πραγματικά δύσκολα είναι μπροστά μας».

Θα ρωτήσει κανείς αν τα όσα βιώσαμε δεν ήταν πραγματικά δύσκολα. Κάθε άλλο. Ήταν εξαιρετικά επίπονα και πολλές φορές άδικα. Ωστόσο, αυτό που θα κρίνει το μέλλον της χώρας και των πολιτών της, το πώς θα ζει σε μια εικοσαετία η σημερινή νέα γενιά, δε θα το καθορίσει το Μνημόνιο- θα το καθορίσει η επόμενη πενταετία. Το τέλος των μεγάλων κρίσεων είναι η αρχή των ωσμώσεων της επόμενης μέρας.

Αν μπορεί να γίνει ιστορικός παραλληλισμός, η εποχή μας θυμίζει την μετεμφυλιακή Ελλάδα (τηρουμένων πάντα των αναλογιών): μια διαλυμένη οικονομία, λαμβάνει δάνειο μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, συνοδευόμενο από αυστηρούς όρους (το πρώτο μας Μνημόνιο έχει χαρακτηριστεί) που σκοπό έχουν τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της οικονομίας. Με δυσκολία τα καταφέρνει και σταδιακά (μέχρι το 1963) ευτυχεί να γνωρίσει μεγάλους ηγέτες που αλλάζουν το επίπεδο της χώρας. Τόσο ο Παπάγος όσο και ο Καραμανλής, αντιλήφθηκαν τις επιταγές των καιρών και προχώρησαν σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις που εκτόξευσαν την ελληνική οικονομία- τόσο, που το 1962 σταμάτησε η σταθερή αμερικανική χρηματοδότηση καθώς η Ελλάδα είχε βρει τον δρόμο της.

Σήμερα είμαστε σε παρόμοιο σταυροδρόμι. Οι δημοσιονομικοί δείκτες βελτιώθηκαν, το Μνημόνιο τελειώνει, αλλά οι αλλαγές, θεσμικές και οικονομικές, είναι ανολοκλήρωτες. Οι συντεχνίες συνεχίζουν να κατέχουν δυσανάλογη ισχύ, ο δημόσιος τομέας είναι φυσιολογικός ποσοτικά αλλά ποιοτικά τραγικός, ενώ το Σύνταγμα και οι θεσμοί παραμένουν ασθενικοί και παρωχημένοι. Κι όλα αυτά, σε ένα περιβάλλον έλλειψης ρευστότητας και υψηλής φορολόγησης.

Η Ελλάδα της επόμενης πενταετίας καλείται να διαλέξει το δρόμο της. Θα διολισθήσει στην παλαιοκομματική λογική  που τη θέλει υπανάπτυκτη ή θα εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό της πλαίσιο; Για να γίνει το δεύτερο, απαιτείται τόλμης συνέχεια. Το πραγματικά δύσκολο έγκειται στο ότι, πλέον, η πίεση των δανειστών θα είναι λιγότερη. Έτσι, το άλλοθι του "εκβιασμού" από την Τρόικα δε θα υπάρχει. Η όποια αλλαγή είναι να γίνει, θα γίνει επειδή την προωθεί αυτοβούλως η κυβέρνηση, με ο,τι συνεπάγεται αυτό για τις αντιδράσεις (ακόμη και εσωκομματικές) που θα προκύψουν.

Έτσι, σήμερα κάθε άλλο παρά ποτέ, είναι αναγκαίο ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα που θα συνεχίσει τις ριζοσπαστικές μεταβολές που απαιτούνται. Ένα κόμμα με γνήσιο λαϊκό έρεισμα και ξεκάθαρη στρατηγική, που δεν ετεροκατευθύνεται από τις δημοσκοπήσεις και τους εκβιασμούς των πελατών. Τότε, ήταν ο Παπάγος που ένωσε τις διαλυμένες δυνάμεις της Δεξιάς βάζοντας τα θεμέλια της Κεντροδεξιάς του Καραμανλή. Τώρα, είναι αναγκαίος όσο ποτέ ένας νέος «Συναγερμός», ικανός να διαλύσει τα φαντάσματα της Μεταπολίτευσης.