Να στρίψει δεξιά η Δεξιά;

Να στρίψει δεξιά η Δεξιά;

Τον τελευταίο καιρό­­, όλο και συχνότερα ακούγεται από δεξιά στελέχη και παράγοντες ότι η Νέα Δημοκρατία πρέπει να κάνει «στροφή προς τα δεξιά» ώστε να ανακτήσει το χαμένο εκλογικό κοινό της. Υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη Χρυσής Αυγής, Ανεξάρτητων Ελλήνων, ΛΑΟΣ και λοιπών μορφωμάτων είναι αυτή που υπονομεύει δημοσκοπικά τη ΝΔ κι ότι κατά συνέπεια είναι απαραίτητος ο επαναπατρισμός όσων ψηφοφόρων έχουν στραφεί σε δεξιότερες λύσεις.

Η παραπάνω προσέγγιση, που παρουσιάζεται ως λογική της «επόμενης μέρας», βρίσκει ερείσματα εξαιτίας της απλοϊκότητάς της: αφού χάσαμε ψηφοφόρους της (ακρο)δεξιάς μας πτέρυγας, δεν έχουμε παρά να έρθουμε στα μέτρα τους για να επιστρέψουν. Αν όμως ψηλαφίσει κάποιος τον συλλογισμό αυτό κάτω από την επιφάνειά του, ανακαλύπτει ανακρίβειες, λογικά άλματα και ιστορικές διαψεύσεις. Ας τα δούμε ένα ένα:

α) Η κεντροδεξιά έχει για αρχηγό της έναν καθαρόαιμο δεξιό πολιτικό, με μεγάλα ερείσματα στην "σκληρή" Δεξιά, τον Α. Σαμαρά. Μιλάμε για τον πολιτικό που ίδρυσε ισχυρό κοινοβουλευτικό κόμμα «δεξιότερα της ΝΔ», την Πολιτική Άνοιξη. Μιλάμε για τον άνθρωπο που ως επιτελείο έχει  στελέχη του "Δικτύου 21" κι ως κορυφαίους συνεργάτες σκληροπυρηνικούς δεξιούς πολιτευτές (Μπαλτάκος μέχρι πρότινος, Χ. Λαζαρίδης, Φ. Κρανιδιώτης κ.α.) Παρόλαυτα, δύο κόμματα βρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ εντός Κοινοβουλίου. Ο λόγος είναι προφανής (θα αναλυθεί παρακάτω) και το συμπέρασμα αδιάσειστο: Ηγεσία κατευθυνόμενη στα δεξιότερα του κόμματος δε συνεπάγεται αυτομάτως και καθολική στήριξη από το δεξιό πολιτικό σώμα.

β) Θα μπορούσε να αντιτείνει εδώ κάποιος ότι ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του απεμπόλησαν το δεξιό τους στίγμα και γι' αυτό το λόγο έχασαν την επαφή τους με την βάση. Αν ωστόσο το αξιολογήσουμε ιστορικά, βλέπουμε ότι κι αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδής: το "πηγαίνω δεξιότερα" δε σημαίνει απαραίτητα "συσπειρώνω τους δεξιούς ψηφοφόρους". Η "λαϊκή" δεξιά του Έβερτ, με εθνικιστική γραμμή στην εξωτερική πολιτική και αντιφιλελεύθερη νοοτροπία στην οικονομία, είχε δεξιότερά της την Πολιτική Άνοιξη του Α. Σαμαρά. Αντίθετα, ο κεντρογενής  Κ. Μητσοτάκης, που βάσει της θεωρίας αυτής θα έπρεπε να έχει στα δεξιά του μεγάλους ανταγωνιστές, δεν είχε τίποτα στο μεγαλύτερο μέρος της δεκατούς αρχηγίας του στη ΝΔ! Είχε βρει κατά δήλωσή του το modus vivendi με την παραδοσιακή Δεξιά (ενσωμάτωσε ακόμη και σκληροπυρηνικές οργανώσεις όπως η ΕΠΕΝ) και δεν απειλήθηκε ποτέ- πέραν της γνωστής ιστορίας.

Κι αλήθεια, τι εννοούμε να πάει δεξιότερα η ΝΔ; Να υιοθετήσει τις πολιτικές των ΑΝΕΞΕΛ, να εμπνευστεί από την εμφυλιοπολεμική ρητορική των Μπαλτάκων ή να κάνει στροφή στον οικονομικό λαϊκισμό όσων πολεμούν τις μεταρρυθμίσεις; Καλώς ή κακώς, οι διαρροές στα δεξιά δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας αλλά του Μνημονίου. Τα Μνημόνια έβαλαν διαιρετικές τομές στη Δεξιά, και ο μόνος τρόπος να φύγουν είναι ο χρόνος. Όσο δεξιά κι αν στραφεί το τιμόνι, όσο υπάρχει Μνημόνιο οι ψήφοι της ΧΑ και των ΑΝΕΞΕΛ θα είναι άπιαστες. Κι όταν λέμε «όσο υπάρχει Μνημόνιο», δεν εννοούμε όσο υφίσταται τυπικά, αλλά όσο συνεχίζει να επηρεάζει τα οικονομικά των πολιτών κι, ακόμη παραπέρα, όσο θα συνεχίζει να υφίσταται ως ανάμνηση της σκληρής πενταετίας που διανύσαμε.  Καμία στροφή σε σκληρότερη ρητορική δε θα συγκινήσει το δεξιό κοινό, όσο οι αναμνήσεις αυτές είναι νωπές. Κι αν το συγκινήσει, σημαίνει ότι επιλέχθηκε στρατηγική που βάζει σε δεύτερη μοίρα το συμφέρον της χώρας, επαναφέροντας την πελατειακή Δεξιά (το περιώνυμο "γαλάζιο ΠΑΣΟΚ") που πρωτίστως ενδιαφερόταν για τα εκλογικά ποσοστά της.

Καθώς λοιπόν βαδίζουμε στο τέλος του Μνημονίου, άλλα ειναι τα διακυβεύματα της Νέας Κεντροδεξιάς, και σίγουρα όχι το πώς θα αρπάξει ευκαιριακά χαμένες ψήφους. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η αξιοπρέπεια και η ιστορία της Παράταξης επιβάλλουν την οριστική ρήξη με όσους μίλησαν για «προδότες», μπόλιασαν τους πολίτες με μίσος και δε δίστασαν να υιοθετήσουν συμπεριφορές και ρητορική της Αριστεράς για να εκλεγούν. Γιατί η λεγόμενη "λαϊκή" Δεξιά, που αυτοπαρουσιάζεται ως η απογοητευμένη...σκληρή πτέρυγα του χώρου, είναι αυτή που έκλεισε το μάτι στον αριστερό φανατισμό, στις λογικές της αυτοδικίας, στον εμπρηστικό λόγο και στις ανέφικτες- γεμάτες λαϊκισμό- προτάσεις εξόδου από την κρίση. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν θέση σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκά προσανατολισμένη από την ίδρυσή της παράταξη. Και θα είναι παιδιάστικο λάθος να τους δοθεί συγχωροχάρτι στα πλαίσια αριθμητικών (εκλογικών) αναγκών.

Ο μόνος αυθεντικός τρόπος να  επαναπροσεγγιστούν δεξιοί ψηφοφόροι είναι ο τερματισμός της αριστερής ανομίας: η μάχη των ιδεών κερδίζεται στα Πανεπιστήμια, στα ανοικτά καταστήματα τις Κυριακές, στα κατειλημμένα κτίρια, στις χιλιάδες παράνομες διαδηλώσεις. Εκεί δηλαδή που η βία της Αριστεράς απειλεί την κοινωνία με τις κυβερνήσεις σε ρόλο παρατηρητή. Όταν το κράτος ανακτήσει την κυριαρχική του λειτουργία εντός της ελληνικής επικράτειας , όταν ο νόμος τηρείται με σκληρή μεταχείριση όσων τον αμφισβητούν παρανόμως, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή παραδοσιακών ψηφοφόρων. Διαφορετικά, ένα «άνοιγμα στα δεξιά» στη λογική της επιστροφής ψεκασμένων στελεχών από ακροδεξιές μάντρες,  δεν τιμά ως σενάριο ούτε αυτούς που το συνέλαβαν ούτε αυτούς που το ανακινούν.